Το 2022 συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την υπογραφή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας 1982, γνωστής αλλιώς ως UNCLOS III. Η εν λόγω Σύμβαση έχει ορθά χαρακτηριστεί ως «Σύνταγμα των Ωκεανών», εφόσον καθορίζει το νομικό πλαίσιο που διέπει όλες τις χρήσεις των θαλασσών και των ωκεανών. Δόκιμο είναι να σημειωθεί ότι οι ουσιαστικές διατάξεις της αποτελούν μέρος του εθιμικού διεθνούς δικαίου, με αποτέλεσμα όλα τα κράτη, συμβαλλόμενα μέρη ή μη στη Σύμβαση, οφείλουν να σέβονται το περιεχόμενό της. Η Τουρκία βρίσκεται ανάμεσα σε εκείνα τα κράτη που δεν έχουν προβεί στην επικύρωσή της, ενώ κάθε χρόνο, από το 1993 μέχρι και σήμερα, στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών για τους Ωκεανούς και το Δίκαιο της Θάλασσας καταψηφίζει όλα τα ψηφίσματα που υιοθετεί η τελευταία και τα οποία πραγματεύονται, μεταξύ άλλων, ζητήματα που άπτονται όλων των τομέων του δικαίου της θάλασσας, αξιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων της UNCLOS III, προτείνοντας, παράλληλα, νέες δράσεις, για τη βελτίωση της έννομης τάξης των θαλασσών. Η Ελλάδα, από την άλλη, έχει επικυρώσει τη Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας, παράγοντας έννομες συνέπειες ως προς την τήρηση και εφαρμογή, τόσο των ουσιαστικών διατάξεων, που εκπέμπουν εθιμικό δίκαιο όσο και εκείνων που δεσμεύουν μόνο τα συμβαλλόμενα μέρη.

Ένα από τα επιτεύγματα της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας είναι η αναγνώριση στα νησιά ισότιμου νομικού καθεστώτος με τα ηπειρωτικά εδάφη, όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 121 § 2. Το τουρκικό κράτος εναντιώνεται σθεναρά τόσο στο εν λόγω Άρθρο της Σύμβασης όσο και στη θέσπιση θαλασσίων ζωνών, το εύρος των χωρικών υδάτων, την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της θάλασσας με τρόπο ενιαίο σε όλες τις θαλάσσιες περιοχές (είτε πρόκειται για κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες είτε για ωκεανούς), τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών για την ειρηνική επίλυση των διαφορών. Να επισημανθεί ότι η Τουρκία αποτελεί ένα από τα τελευταία κράτη της υφηλίου που εξακολουθεί να χρησιμοποιεί, ως μέσο προώθησης των εθνικών της συμφερόντων και, γενικότερα, της άσκησης διεθνούς πολιτικής, τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας.

Οφείλουμε να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι μέσα από τους εύστοχους και διπλωματικούς χειρισμούς των ελληνικών κυβερνήσεων, και ειδικότερα εκείνων του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1974-1980) και του Κώστα Σημίτη (1996-2004), παρατηρήθηκαν σημαντικά βήματα προόδου, προκειμένου να τεθούν επί τάπητος τα ζητήματα που για χρόνια ταλάνιζαν τα δύο γειτονικά κράτη, δυσχεραίνοντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Οι ισορροπίες φαίνονταν να αποκαθίστανται με την υπογραφή της Συμφωνίας του Ελσίνκι (11/12/1999) και τη συνακόλουθη έναρξη του “θεσμού” των διερευνητικών επαφών επί κυβερνήσεως Σημίτη ,δημιουργώντας ένα στέρεο έδαφος για την επίλυση καίριας σημασίας θεμάτων, εφόσον είχε προηγηθεί η κυπριακή τραγωδία το 1974 (επιχειρήσεις «Αττίλα Ι, ΙΙ»), ενώ είχε ξεκινήσει ,ήδη από το 1969, η αμφισβήτηση των ελληνικών νησιών του Α. Αιγαίου από πλευράς Τουρκίας. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι διερευνητικές συνομιλίες δεν αποτελούν διαπραγματεύσεις. Είναι άτυπες, χωρίς να συνεπάγονται δεσμεύσεις και υποχρεώσεις για καμία πλευρά από τις δύο. Στόχος τους είναι να διερευνηθεί εάν και κατά πόσο υπάρχει κοινός τόπος και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων, που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να καταλήξουν σε συμφωνία, στη βάση του διεθνούς δικαίου. Κατά περιόδους και στη βάση εθνικών συμφερόντων, οι απόψεις των δύο γειτονικών κρατών φαίνονταν να συγκλίνουν και να αφήνουν πίσω τις όποιες διαφορές τους, με οδηγό την ειρηνική επίλυση των διαφορών και το διεθνές δίκαιο, εμμένοντας στην άποψη – από πλευράς Ελλάδος- πως μόνη εκκρεμής διαφορά συνιστά η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Ωστόσο, έπειτα από αλλεπάλληλες σκληρύνσεις των τουρκικών θέσεων- αφού οι Τούρκοι ιθύνοντες υπαναχώρησαν από τις αρχικές διαλλακτικές απόψεις τους- το 2016 οι διερευνητικές επαφές διακόπηκαν, με πρωτοβουλία και ευθύνη της Τουρκίας. Πάρα ταύτα, συνεχίστηκαν το 2021 και το 2022, δίχως να αποφέρουν απτά αποτελέσματα.

Όπως διαπιστώνεται από τα παραπάνω, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν διέλθει καιρούς άλλοτε ειρήνης, συνεννόησης και φιλίας, και άλλοτε ανταγωνισμού και επιθετικότητας. Τα τελευταία χρόνια θα λέγαμε πως η κατάσταση έχει παρεκτραπεί, με τη γείτονα να προβαίνει σε «γυμνάσια» και προκλητικές ρητορικές, δοκιμάζοντας τις αντοχές και την ανεκτικότητα της ελληνικής πλευράς , τόσο σε χερσαία εδάφη (βλ. επαναπροωθήσεις) και στη θάλασσα (βλ. Oruc Reis) όσο και στον εναέριο χώρο(βλ. υπερπτήσεις και παραβίαση του FIR Αθηνών). Τα ζητήματα που απασχολούν μέχρι και σήμερα τα δύο κράτη, σε ό,τι αφορά τις θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου είναι, μεταξύ άλλων, το αντικείμενο των διερευνητικών επαφών, προκειμένου να οδηγηθούν σε επίσημες διαπραγματεύσεις και επίλυση διαφορών, το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης των ελληνικών νησιών, σύμφωνα με το Άρθρο 3 της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας 1982, η χάραξη των οριοθετικών γραμμών (υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ) στα νησιά του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου, η επήρεια των νησιών, ερμηνευμένη υπό το φως του Άρθρου 121 § 2 της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας 1982, το καθεστώς (από)στρατικοποίησης και τα ζητήματα κυριαρχίας επί των νησιών και, τέλος, η αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ΔΔΧ) για προσφυγή σε αυτό.

Όσον αφορά στον προσδιορισμό του κεντρικού ζητήματος, που θα αποτελέσει αντικείμενο στις διερευνητικές επαφές, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τόσο η Τουρκία όσο και η Ελλάδα εκκινούν από εκ διαμέτρου αντίθετες αφετηρίες. Η Ελλάδα εμμένει στην άποψη ότι μοναδική εκκρεμής διαφορά αποτελεί η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, ενώ η Τουρκία επιδιώκει να διευρύνει σημαντικά την ατζέντα των συζητήσεων, προτείνοντας μία χωρίς όρους συνομιλία με την πρώτη. Επισημαίνεται ότι το τουρκικό κράτος θα επιθυμούσε την προσφυγή στο ΔΔΧ, εφόσον τεθούν ζητήματα αποστρατικοποίησης, «γκρίζων ζωνών», εύρους αιγιαλίτιδας ζώνης κ.ο.κ. Σε αντιδιαστολή, η Ελλάδα θα προσέφευγε μόνο για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, όπως είχε κάνει το 1976, αποφεύγοντας αυτή τη φορά τη μονομερή προσφυγή (Διαφορά Ελλάδας-Τουρκίας ως προς την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, 1976-1978).

Δυσεπίλυτα φαίνεται να είναι και τα ζητήματα που άπτονται του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης, της χάραξης των οριοθετικών γραμμών (υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ) στα νησιά του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου, όπως και της επήρειας των νησιών. Το Άρθρο 3 της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας 1982 ορίζει διαρρήδην ότι κάθε κράτος διαθέτει το δικαίωμα να επεκτείνει τη χωρική του θάλασσα, μετρούμενη από τις γραμμές βάσεως, μέχρι τα 12 ν.μ., αποδίδοντας στο παράκτιο κράτος απόλυτη κυριαρχία επί της περιοχής. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική επικράτεια διατηρεί ακέραιο το -μονομερώς- ασκούμενο δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ν.μ. Επομένως, ο καθορισμός του εύρους των χωρικών υδάτων αποτελεί ζήτημα κυριαρχίας εδάφους για την Ελλάδα- και μάλιστα σκληρής κυριαρχίας-, που δικαιούται να οριστεί μονομερώς. Ωστόσο, σύμφωνα με τον καθηγητή, Χρήστο Ροζάκη, συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα θα μπορούσε να λάβει μία πιο μετριοπαθή στάση ως προς αυτό, όπως είναι οι δραστηριότητες τρίτων χωρών στις θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου (βλ. ΗΠΑ και στρατηγικού χαρακτήρα συμφέροντα στον Εύξεινο Πόντο) ή η θαλάσσια στενότητα και η ελεύθερη ναυσιπλοΐα. Συνεπώς, η Ελλάδα μπορεί να προβεί σε μία λογική επέκτασης, που θα αφήνει μία λωρίδα ανοιχτής θάλασσας για χάρη των ανωτέρω συνθηκών. Παρόλαυτα, η επιθετική στάση της Τουρκίας και το περιβόητο casus belli, που έχει θέσει στο Αιγαίο, περιορίζουν έτι περαιτέρω τους -όποιους- ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας, προκειμένου να τεθούν επί τάπητος τα θέματα που δυσχεραίνουν τις σχέσεις των δύο γειτονικών κρατών. Στο σημείο αυτό μνείας χρήζει η επίκληση ,από τουρκικής πλευράς, της θεωρίας του επίμονου αντιρρησία, γεγονός που δε συνάδει με την έως τώρα πρακτική της και τη διατήρηση αιγιαλίτιδας ζώνης 12 ν.μ. στη Μαύρη Θάλασσα και την Α. Μεσόγειο, λέγοντας ότι το κάνει με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας των κρατών με τα οποία συνορεύει, διατηρώντας κι εκείνα 12 ν.μ. χωρική θάλασσα.

Παράλληλα, ακανθώδες αποτελεί και το ζήτημα της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, το οποίο, από ελληνικής πλευράς αποτελεί τη μόνη εκκρεμή διαφορά ανάμεσα στα γειτονικά κράτη. Σύμφωνα με τα Άρθρα 74 και 83 της UNCLOS III, που αφορούν αντίστοιχα στις θαλάσσιες περιοχές της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας, αυτές παύουν να οριοθετούνται μονομερώς, εφόσον τα κράτη διαθέτουν παρακείμενες ή αντικείμενες ακτές, ενώ η χάραξή τους προϋποθέτει προηγούμενη συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, προκειμένου να επιτευχθεί μία δίκαιη λύση. Γι’ αυτό το λόγο επισημαίνεται ότι, όσο δεν υπάρχει συμφωνία, κανένα από τα ενδιαφερόμενα κράτη δεν μπορεί να προβεί σε άσκηση των δικαιωμάτων (π.χ. έρευνα/εκμετάλλευση), ούτε να προβεί σε νομικές ενέργειες που προσομοιάζουν με οριοθέτηση (π.χ. κατάθεση συντεταγμένων ή χαρτών που παρουσιάζουν μία περιοχή στην οποία εκείνο έχει δυνητικά δικαιώματα). Επομένως, η είσοδος του τουρκικού Oruc Reis στην δυνητικά ελληνική υφαλοκρηπίδα (31/01/2020) και οι έρευνες στην περιοχή, καθιστούν τις ενέργειες της Τουρκίας βάναυσα παράνομες.

Σε ό,τι αφορά την επήρεια των νησιών, δηλαδή τη νομική ικανότητα που αποδίδεται στις ακτές των νησιωτικών ή/και χερσαίων εδαφών να παράγουν δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης, το τουρκικό κράτος αρνείται στην Ελλάδα, με τη χρήση των ανατολικών ακτών της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κρήτης και των νότιων ακτών του συγκροτήματος του Καστελόριζου, ως γραμμών βάσης, ότι διαθέτει τέτοιας έκτασης επήρεια. Στην ουσία, η γείτων αποδίδει μηδενική επήρεια σε αυτές τις ακτές. Παρόλαυτα, τα νησιά πληρούν απόλυτα τα κριτήρια, προκειμένου να απολαύουν των δικαιωμάτων που απορρέουν από το Άρθρο 121 § 2 της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας 1982.

Τέλος, η Τουρκία διατείνεται ότι συντρέχουν «ειδικές περιστάσεις», λόγω ημίκλειστης θαλάσσιας περιοχής, όπως είναι το Αιγαίο και ότι πρέπει να υπάρξει αμοιβαία συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων γειτονικών κρατών, επικαλούμενη τα Άρθρα 122 και 123 της UNCLOS III. Δεν προκύπτει, όμως, σε κανένα σημείο της Σύμβασης ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης τα κράτη είναι υποχρεωμένα να διαπραγματευτούν ως προς αυτό το ζήτημα. Οι μόνες υποχρεώσεις που έχουν τα κράτη προκύπτουν από το Άρθρο 123 και αφορούν κυρίως σε ζώντες πόρους στο βυθό και το υπέδαφος, το θαλάσσιο περιβάλλον και την επιστημονική έρευνα. Άλλωστε, η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ. και μόνο εφόσον εκείνη το επιθυμεί, μπορεί να συζητήσει στις διερευνητικές επαφές -αλλά όχι να διαπραγματευτεί ζητήματα εθνικής κυριαρχίας- το εύρος των χωρικών υδάτων και την επέκταση αυτών.

Συμπερασματικά, η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω διαπραγματευτικών οδών φαίνεται να χάνει κάθε έδαφος, εφόσον στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να προστεθεί η προκλητική και επιθετική συμπεριφορά του τουρκικού κράτους, καθώς και ο σύγχρονος αναθεωρητισμός του, που αμφισβητεί και προσπαθεί να αναδιαμορφώσει το status quo στην περιοχή του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου, όπως διαμορφώθηκε με τις Συνθήκες της Λοζάνης, του Montreux και των Παρισίων. Όπως όλα δείχνουν, η διεθνής δικαιοσύνη αποτελεί μονόδρομος, με την προσφυγή των δύο κρατών στο ΔΔΧ . Βέβαια, για να συμβεί αυτό οι δύο γειτονικές χώρες θα πρέπει να προβούν στην υπογραφή μίας ειδικής συμφωνίας, του λεγόμενου «συνυποσχετικού», μέσω του οποίου θα καθοριστεί η διαφορά για την οποία προσφεύγουν. Οι συζητήσεις, πάντως, με την Τουρκία φαίνεται να οδηγούνται ολοένα και περισσότερο σε αδιέξοδο, με τη γείτονα χώρα να τορπιλίζει κάθε καλόπιστη επαφή και να ματαιώνει κάθε ευεργετικό αποτέλεσμα . Ανοιχτό παραμένει, ωστόσο, το ενδεχόμενο για μεταστροφή της τουρκικής πολιτικής μετά τον καταστρεπτικό σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου 2023, που έπληξε καίρια τις περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας και της βόρειας Συρίας. Σε κάθε περίπτωση, κρίνεται αναγκαία η αποκλιμάκωση της έντασης, καθώς εγκυμονεί τον κίνδυνο απρόβλεπτης ανάφλεξης, αδυνατώντας να γνωρίζουμε ποιοι από τους πολυπληθείς συμμάχους μας θα σπεύσουν να την κατασβέσουν.

Συντάκτης: Αγγελική Καλογεροπούλου

 

Πηγές:

  • Εργαστήριο Γεωπολιτικών Αναλύσεων, 2022. «Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις και η Ανατολική Μεσόγειος ως πεδίο ενεργειακών κρίσεων και ευκαιριών. Αθήνα: s.n.
  • Εργαστήριο Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων “Κρατερός Ιωάννου”, 2022. Ελληνοτουρκικά. Κομοτηνή: s.n.
  • Ηρακλείδης, Α., 2019. Διεθνείς Σχέσεις και Διεθνής πολιτική. 1η επιμ. Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
  • Ιωαννίδης, Ν. Α., 2016. Τουρκία και Δίκαιο Θάλασσας: δύο άσπονδοι εχθροί. Η σημερινή.
  • Λιμαντζάκης, Γ., 2020. Τι ισχύει για την (από)στρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών. Foreign Affairs, The Hellenic Edition, 31 Ιανουάριος, p. 8.
  • Παπαναστασόπουλος, Ν., 2020. Η διαχείριση κρίσεων στην ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική, η περίπτωση της κρίσης των Ιμίων. 2η επιμ. Αθήνα: Ι. Σιδέρης.
  • Παπασταυρίδης, Ε., 2020. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές στο θαλάσσιο. ΕΛΙΑΜΕΠ, 9 Ιούλιος, p. 55.
  • Παπασταυρίδης, Ε., 2021. Ελληνοτουρκικά : Η αιγιαλίτιδα ζώνη και η προοπτική της Χάγης. Το Βήμα.
  • Ροζάκης, Χ. Λ., 2021. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το δίκαιο της θάλασσας. 1η επιμ. Αθήνα: Πόλις.
  • Ρούκουνας, Ε., 2019. Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. 3η επιμ. Αθήνα: Νομική Βιβλιογραφία.
  • Τσακαλίδης, Κ., 2021. Διερευνητικές Ελλάδας – Τουρκίας: Σήμερα στην Άγκυρα ο 63ος γύρος συνομιλιών. Η Καθημερινή.

Το πρώτο μέρος εδώ: