« […]Είμαστε ΔΥΟ,

είμαστε ΤΡΕΙΣ,

είμαστε ΧΙΛΙΟΙ ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ!

Καβάλα πάμε στον καιρό,

με τον καιρό,

με τη βροχή,

το αίμα πήζει στην πληγή

ο πόνος γίνεται καρφί […] »  (Θεοδωράκης Μίκης, «Είμαστε δυο»)

Διαχρονικοί, εύστοχοι και ενδεχομένως πιο επίκαιροι από άλλοτε οι στίχοι του πολυπράγμονος Μίκη Θεοδωράκη. Η αλληλουχία των επιθετικών προσδιορισμών στον όρο «στίχοι» στοχευμένη. Βιώνουμε σ’ ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Περιβάλλον που συντίθεται από γεγονότα. Γεγονότα μείζονος ή ήσσονος σημασίας. Γεγονότα που «κρύβονται κάτω από το χαλί» και γεγονότα με αμείωτη δυναμική, τα οποία όχι μόνον δε «θάβονται», αλλά εγείρουν αντιδράσεις έντονες και συλλογικές, ως μία ηχηρή απάντηση στις αποφάσεις «εξεχουσών» προσωπικοτήτων. Στο γενικότερο κλίμα απόλυτου διχασμού και χάους, αναδύεται σχεδόν πάντοτε η συσπείρωση και διάθεση για εξάλειψη παθογενειών, καθώς για αλλαγή των μελανών σημείων του παρόντος και οικοδόμηση ενός μέλλοντος εύρωστου. Γιατί εκεί που όλα μοιάζουν να έχουν καταρρεύσει, γιατί εκεί που τα θεμέλια δείχνουν να έχουν διαβρωθεί και η αδικία, ματαιότητα, μισαλλοδοξία να καραδοκούν, εκεί, ναι, εκεί ανθίζει δειλά-δειλά η λευκή αμυγδαλιά και οι ανθρώπινες συνειδήσεις αφυπνίζονται.

Στο παρόν άρθρο, πρόκειται να δοθεί ιδιαίτερη μνεία σ’ ένα ζήτημα που έλαβε και εξακολουθεί να λαμβάνει εκτεταμένες διαστάσεις τους τελευταίους μήνες. Την 17η Δεκεμβρίου 2022 ενεκρίθη το προεδρικό διάταγμα υπ’ αριθμόν 85 (ΠΔ 85/2022). Σε πρώτη ανάγνωση, ο τίτλος του σαφής αναφορικά με το περιεχόμενο της εν λόγω κανονιστικής πράξης και αγνός∙ «Καθορισμός προσόντων διορισμού σε φορείς του δημοσίου (Προσοντολόγιο-Κλαδολόγιο)». Εμβαθύνοντας ωστόσο, ο «βεβιασμένος» αναγνώστης καταλήγει σε μία αξιοπερίεργη διαπίστωση∙ τα πτυχία των αποφοίτων των καλλιτεχνικών σχολών εξισώσονται με τους απολυτήριους τίτλους λυκείου. Κατόπιν διανοητικής επεξεργασίας αντιλαμβάνεται πως σημειώνεται από την στιγμή δηλαδή της επικύρωσης του συγκεκριμένου προεδρικού διατάγματος, η νομική απαξίωση της τριτοβάθμιας εκπαιδευτικής διαδικασίας στους κλάδους του θεάτρου, κινηματογράφου, μουσικής και χορού.

Εύλογο κρίνεται ν’ αναλογιστούμε τη σημασία του προεδρικού διατάγματος, ξεκινώντας από ορισμένες τυπικές αρχές νομικής υφής. Το προεδρικό ή κανονιστικό αλλιώς, διάταγμα χαίρει υπαγωγής στην ευρύτερη κατηγορία των ουσιαστικών νόμων, δεδομένου ότι η ισχύς του αρκεί, ώστε να τεθούν εξ’ αυτού κανόνες δικαίου. Υπό τη μορφή εγγράφων πράξεων εκδίδεται από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας (ΠτΔ), καθώς θεμελιώνεται στους προβλεπόμενους και ισχύοντες από το Εθνικό Σύνταγμα όρους. Βέβαια, το περιεχόμενό του προσδιορίζεται ουσιαστικά από τον καθ’ ύλη αρμόδιο υπουργό και λοιπούς συνεργάτες του, εν προκειμένω από τη Λίνα Γ. Μενδώνη και τον Νικόλα Γιατρομανωλάκη ιεραρχικά. Η ευθύνη που καταλογίζει αφενός τη συγκαιρινή κυβέρνηση συνολικά, αφετέρου εξατομικευμένα τον ίδιο τον πρωθυπουργό ή συγκεκριμένο υπουργό ή υφυπουργό, εντάσσεται στο πλαίσιο της πολιτικής ευθύνης. Με τη σειρά της, η πολιτική ευθύνη ταυτίζεται με την κοινοβουλευτική, η οποία καταδεικνύεται μέσω νόμιμων διαδικασιών κοινοβουλευτικού ελέγχου από τα μέλη της Βουλής με αποδέκτες τα μέλη της εκάστοτε κυβερνητικής αρχής.

Βάσει των ανωτέρων δεδομένων, εύκολα συμπεραίνουμε πως η έκδοση, επικύρωση και υλοποίηση των λεχθέντων ορισμένου προεδρικού διατάγματος ακολουθεί μία σειρά τυποποιημένων διαδικασιών, η άντληση νομιμοποίησης των οποίων σχετίζεται εγγενώς με το κυβερνητικό σώμα. Επιπρόσθετα, να μη λησμονηθεί ότι δυστυχώς τα άτομα που στελεχώνουν το Υπουργείο Πολιτισμού, επιδιώκουν παρασκηνιακά και μη να υποσκάψουν τον τομέα του πολιτισμού. Έτσι, εσκεμμένα ή εκ παραδρομής -τα αποτελέσματα των ίδιων των ενεργειών θα καταστήσουν εν τέλει έκδηλο των χαρακτήρα τους- ζημιώνουν ταυτόχρονα το κοινωνικό σύνολο, την ιδιαίτερη ταυτότητα και συνοχή αυτού. Ο πολιτισμός, υπό το πρίσμα της κοινωνιολογικής επιστήμης, ερμηνεύεται ως μεταβιβάσιμη, αλλά μη αλλοιώσιμη και ευμετάβλητη κοινωνική παρακαταθήκη συγκριτικά με την κουλτούρα. Η κοινωνία και ο πολιτισμός συνιστούν όψεις του ομοίου νομίσματος, διότι η αλληλοδιαπλοκή και αλληλεξάρτησή τους θεωρείται καταλύτης για την ευημερία στην ολότητά της.

Οι αποφάσεις που λαμβάνονται ευτελίζουν, για να τεθεί τουλάχιστον κόσμια, τους αγώνες που κατέβαλε εκούσια η Μελίνα Μερκούρη, τέως Υπουργός Πολιτισμού στη δεκαετία του 1980. Πρόκειται για προσωπικότητα άκρως χαρισματική και αλησμόνητη στην ιστορία της Ελλάδος, μία γυναίκα που «σημάδεψε» την πολιτιστική εξέλιξη του ελλαδικού χώρου. Η πεποίθησή της πως ο ελληνικός πολιτισμός απαρτίζει αναντίρρητα το πιο σημαίνον «εξαγώγιμο προϊόν», καθώς οφείλει να αναδείξει την απαράμιλλη κληρονομιά του κράτους που με προθυμία «υπηρετεί», αποτέλεσαν εφαλτήριο για τις μετέπειτα διεκδικήσεις και αξιώσεις της. Σ’ ένα πιο γενικό πλαίσιο, επιδίωξε να καταδείξει τους αδιάσπαστους δεσμούς της εκπαίδευσης με τον πολιτισμό. Η σύνδεση αυτών των δύο μεταβλητών κατέστη ανθεκτική στις χρονικές και ποιοτικές διακυμάνσεις με την εξεύρεση και εφαρμογή αποτελεσματικών μεθόδων διείσδυσης του πολιτιστικού παράγοντα στην εκπαιδευτική διαδικασία και εμπειρία. Ειδικότερα, μερίμνησε για την εξοικείωση των Ελλήνων πολιτών, και δη των νεότερων γενεών, με τον πολιτισμόν μέσω της καθιέρωσης της ατελούς εισόδου τους στην πληθώρα μουσείων και αρχαιολογικών χώρων.

Και για να επανέλθουμε στη σύγχρονη πραγματικότητα, προς ποια κατεύθυνση πορεύονται οι λήπτες αποφάσεων και λοιποί αρμόδιοι; Κατά πάσα πιθανότητα, η απάντηση εντοπίζεται στο εύκολο, μη ποιοτικό κέρδος, όχι εκείνο που ωφελεί την πλειοψηφία, αλλά εκείνους που «κινούν τα νήματα», τους «λίγους». Άλλωστε, η εμπειρία το έχει επαληθεύσει ουκ ολίγες φορές. Μολαταύτα, μόνον και μόνον οι μαζικές πανελλαδικές κινητοποιήσεις ανθρώπων όλων των ηλικιών, άμεσα ή μη σχετιζόμενων με τον χώρο, δεν ευσταθεί να αντιπροσωπεύσουν απλά ένα παροδικό και πλασματικό ξέσπασμα. Η κατακραυγή άνευ προηγουμένου. Η (υπό)στήριξη καθηγητών, διοικητικού προσωπικού επιφανών καλλιτεχνικών ιδρυμάτων ομόφωνη, απολύτως αισθητή, απτόητη. Και για του λόγου τ’ αληθές,

«[…] και πάλι σκοτωμένοι στον αγώνα- για λευτεριά και δίκιο στον αιώνα! Παλεύει ο Γήλιος στα μεσουράνια ν’ ανέβει!»  (Βάρναλης Κώστας, «Για λευτεριά και δίκιο»).

Συντάκτης: Μαρία Κλάδη