Σύμφωνα με τον Sartori (1994), τα εκλογικά συστήματα είναι κατάλληλα όργανα της πολιτικής μηχανικής (political engineering) προκαλώντας σημαντικές πολιτικές επιδράσεις, ενώ ο Lijphart (1994) σημειώνει πως το εκλογικό σύστημα είναι το θεμελιώδες στοιχείο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ομολογουμένως, η εκλογή των αιρετών της εξουσίας μια επικράτειας, αποτελεί μια εξόχως σημαντική (ίσως την πιο σημαντική) στιγμή κάθε δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Παρόλα αυτά, η εκλογική διαδικασία παραμένει μια φωτογραφία της στιγμής του κοινωνικού συνόλου, ένα αποτύπωμα για τα πεπραγμένα ή ένα βήμα – τομής ή συνέχειας – με βάση τις προσδοκίες για το μέλλον. Οι εκλογές συναρθρώνονται μαζί με άλλες κρίσιμες παραμέτρους της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, όπως ο βαθμός κοινωνικής ομοιογένειας, οι κομματικές ταυτίσεις, οι αλληλεπιδράσεις των κομμάτων, η θεσμική ολοκλήρωση του κομματικού συστήματος και άλλους ποικίλους παράγοντες. Ο τρόπος όμως εκλογής, ή το εκλογικό σύστημα όπως είναι ο επιστημονικός του όρος, είναι από τους πλέον επιδραστικούς  παράγοντες για τη (συν)διαμόρφωση των γεγονότων. Το εκλογικό σύστημα αλληλεπιδρά άμεσα με το κομματικό σύστημα και τις στρατηγικές των ελίτ του, ενώ επηρεάζει εκών άκων και την ψήφο ενός κρίσιμου μέρους του εκλογικού σώματος.

 Ανάλογα με την εκάστοτε αρχή που ακολουθεί, το εκλογικό σύστημα παρουσιάζει δύο μεγάλες κατηγορίες: το πλειοψηφικό και το αναλογικό εκλογικό σύστημα, τα οποία και εντάσσουν στους κόλπους τους αρκετές μεθόδους και υποκατηγορίες. Ωστόσο, όλες αυτές οι μεθοδοι δεν αποστασιοποιούνται από τις πρωταρχικές θέσεις και τους κανόνες της πλειοψηφίας και της αναλογικότητας, αντίστοιχα.  Όπως μαρτυρά και η ονομασία του, το πλειοψηφικό σύστημα στο σύνολο του βασίζεται στον κανόνα της πλειονότητας. Σύμφωνα με την συγκεκριμένη αρχή, ο κομματικός συνδυασμός ή ο υποψηφιος που θα συγκεντρώσει την πλειονότητα των ψήφων, κερδίζει την εκλογική διαδικασία και την έδρα της εκλογικής περιφέρειας. Κύριες υποκατηγορίες του πλειοψηφικού συστήματος αποτελούν το σύστημα της σχετικής και της απόλυτης πλειοψηφίας.  

  Η μέθοδος της σχετικής πλειοψηφίας αποτελεί μια από τις απλούστερες και συνηθέστερες μεθόδους του πλειοψηφικού συστήματος. Σε παγκόσμια κλίμακα, η συγκεκριμένη τεχνική είναι γνωστή και με την φράση “first past the post”, η οποία και προέρχεται από την ορολογία των ιπποδρομιών. Σε αυτή την περίπτωση, οι εκλογείς μπορούν να επιλέξουν μονάχα έναν υποψήφιο σε μια εκλογική διαδικασία ενός γύρου. Μετά το πέρας της διαδικασίας, νικητής αναδεικνύεται ο πολιτικός που θα καταφέρει να συγκεντρώσει την πλειονότητα των ψήφων, χωρίς, όμως, να χρειάζεται να είναι απόλυτη και να υπερβαίνει το 50% των ψήφων της περιφέρειας. Το σύστημα αυτό μπορεί να εφαρμοστεί τόσο σε μονοεδρικές, όσο και σε πολυεδρικές περιφέρειες. Στις τελευταίες, εκλέγονται οι υποψήφιοι που θα συγκεντρώσουν τις περισσότερες ψήφους και θα καλύψουν τον αριθμό των διαθέσιμων περιφερειακών εδρών. Ακολούθως, η μέθοδος της απόλυτης πλειοψηφίας λειτουργεί παρόμοια με την αντίστοιχη της σχετικής πλειοψηφίας. Η σημαντική διαφορά έγκειται στο γεγονός πως στην εν λόγω μέθοδο εκλέγεται ο υποψήφιος που θα συγκεντρώσει την απόλυτη πλειονότητα των ψήφων. Σε περίπτωση που κανένας από το σύνολο των υποψηφίων δεν συγκεντρώσει ποσοστό μεγαλύτερο της τάξεως του 50%, η εκλογική διαδικασία επαναλαμβάνεται και λαμβάνουν μέρος μόνο οι δυο υποψήφιοι που συγκέντρωσαν τις περισσότερες ψήφους. 

  Το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα χρησιμοποιείται σε διάφορες περιοχές ανά την υφήλιο, με την Μεγάλη Βρετανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και την Ρωσία να αποτελούν μόνο λίγες εξ αυτών. Αναμφίβολα, το εν λόγω εκλογικό σύστημα παρουσιάζει μια σειρά πλεονεκτημάτων, αλλά και τρωτών σημείων. Σημαντικό προτέρημα του πλειοψηφικού συστήματος αποτελεί η επίτευξη πολιτικής και κυβερνητικής σταθερότητας. Η σταθερότητα αυτή επιτυγχάνεται μέσα από την δημιουργία ακλόνητων μονοκομματικών κυβερνήσεων, οι οποίες μπορούν να προχωρούν στην λήψη και εφαρμογή πολιτικών αποφάσεων, δίχως να λογοδοτούν σε κυβερνητικούς εταίρους. Εντός του πλειοψηφικού συστήματος παρουσιάζεται, αρκετές φορές, η τάση δημιουργίας δύο μεγάλων παρατάξεων, αλλά και η καθιέρωση του δικομματισμού. Βέβαια, το φαινόμενο του δικομματισμού μπορεί να προκαλέσει ορισμένα προβλήματα. Συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν επιτυγχάνεται η ορθή και αποτελεσματική αντιπροσώπευση όλων των απόψεων της κοινωνίας, διότι αποκλείονται από την κατάληψη της εξουσίας ορισμένα μικρά κόμματα που μπορεί να έχουν μεγάλη επιρροή στους πολίτες. 

 Έπειτα, το γεγονός πως νικητής μιας εκλογικής αναμέτρησης (με πλειοψηφικό σύστημα) αναδεικνύεται ο υποψήφιος που προτιμάται από την πλειοψηφία του λαού μπορεί να ερμηνευθεί με διαφορετικούς τρόπους. Αφενός ως πλεονέκτημα, καθώς ο νικητής έχει την υποστήριξη της πλειονότητας των πολιτών της εκλογικής του περιφέρειας. Αφετέρου ως μειονέκτημα, διότι ένα μεγάλο μέρος των πολιτών αυτής της περιφέρειας θα μείνει δίχως ουσιαστική αντιπροσώπευση. Για να το κατανοήσουμε καλύτερα, ας δούμε το εξής παράδειγμα: Μετά το πέρας της εκλογικής διαδικασίας σε μια περιφέρεια 40.000 εκλογέων, νικητής αναδείχθηκε ένας υποψήφιος, ο οποίος συγκέντρωσε 23.000 ψήφους. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί ο συγκεκριμένος πολιτικός να στηρίχθηκε από την πλειονότητα των πολιτών, ωστόσο, 17.000 εκλογείς είτε δεν ταυτίστηκαν με τις απόψεις του, είτε θεώρησαν κάποιον άλλο πολιτικό ικανότερο για να τους εκπροσωπήσει. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την μη ορθή αντιπροσώπευση, εντός των διοικητικών οργάνων, ενός μεγάλου τμήματος της συγκεκριμένης εκλογικής περιφέρειας, αλλά και την συνακόλουθη υπονόμευση του πολιτικού πλουραλισμού. 

  Σε κάθε περίπτωση, τα εκλογικά συστήματα είναι ικανά, ακόμη, και να επηρεάσουν τόσο τους πολιτευτές, όσο και τους πολίτες. Σε μεθόδους, όπως σε αυτή της σχετικής πλειοψηφίας, η ψήφος των εκλογέων έχει “διπλή βαρύτητα”, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να εναποθέσουν την στήριξη τους σε κάποιον υποψήφιο που δεν έχει σημαντικές πιθανότητες εκλογής. Έτσι, θέλοντας να βάλουν το λιθαρακι τους στην τελική διαμόρφωση του αποτελέσματος, ενδέχεται να στηρίξουν κάποιον πολιτικό που παρουσιάζεται ως επικρατέστερος. Επομένως, ορισμένοι εκλογείς μπορεί να λειτουργήσουν με την λογική της “χαμένης ψήφου”.  Ενδεχομένως, το φαινόμενο αυτό να μην συναντάται τόσο έντονα σε μεθόδους που απαιτούν τουλάχιστον δύο εκλογικούς γύρους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, οι εκλογείς δεν ανησυχούν για την “χαμένη” τους ψήφου, καθώς το πιθανότερο είναι πως θα υπάρξει νέος γύρος. Ακολούθως, τα κόμματα προκειμένου να συγκεντρώσουν όσο το δυνατόν περισσότερες έδρες, εκφράζουν πιο μετριοπαθείς θεσεις. Οι στρογγυλεμένες και κεντρώες απόψεις βοηθούν τα κόμματα και τους πολιτικούς να απευθύνονται σε μεγαλύτερη μερίδα του λαού, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο την πολυσυλλεκτικότητα τους. Έτσι, γνωρίζοντας πως σε ένα τέτοιο σύστημα κάθε ψήφος είναι σημαντική, οι υποψήφιοι θα πρέπει να κινούνται μακρια από ακρότητες, προσελκύοντας όσο το δυνατόν περισσότερους ψηφοφόρους. 

 Στην περίπτωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος (proportional representation system) διαμορφώνεται και εφαρμόζεται -ανόθευτο ή με παραλλαγές- επί τη βάση συγκεκριμένων και σχετικά αποκρυσταλλωμένων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών ενός πολιτικού συστήματος. Το αναλογικό εκλογικό σύστημα ad hoc συνήθως προνοεί και εν πολλοίς εξυπηρετεί φανερές πολιτικό-κοινωνικές συνθήκες του πολιτικού σκηνικού επί του οποίου εφαρμόζεται, ενώ ταυτόχρονα ενδέχεται να επιβεβαιώνει συγκεκριμένες πολιτικές τάσεις ή πολιτικές παραδόσεις του εκάστοτε εκλογικού σώματος (π.χ. κουλτούρα συναίνεσης κ.α.). 

 Βασική επιδίωξη μέσω του αναλογικού εκλογικού συστήματος είναι η πολιτική εκπροσώπηση να αντανακλά με όσο δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια την κατανομή των ψήφων σε μια εκλογική αναμέτρηση είτε μεταξύ των υποψηφίων είτε μεταξύ των κομμάτων. Μέσω αυτή της επιδίωξης, αντανακλάται σε ένα νομοθετικό σώμα μια πιο πιστή εικόνα των πολιτικών και κοινωνικών ομαδοποιήσεων που υπάρχουν στο εκλογικό σώμα. Διατυπώνοντας το πιο απλά, οι έδρες πρέπει να αντιστοιχούν στις ψήφους. Μέσω σαφώς προσδιορισμένων κανόνων και κριτηρίων εκλογής, οι έδρες κατανέμονται στους ανταγωνιστικούς κομματικούς συνδυασμούς με βάση τις ψήφους που έλαβαν είτε σε εθνικό επίπεδο είτε σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο (εκλογική περιφέρεια). Συγκεκριμένες ρυθμίσεις ή πρόνοιες του εκλογικού νομοθέτη όπως το όριο εισόδου ενός συνδυασμού ή ενός υποψηφίου στο νομοθετικό σώμα, ή ακόμα ο προσδιορισμός του εκλογικού μέτρου για την κατανομή των εδρών, δεν αναιρεί τις βασικές κατευθύνσεις του συγκεκριμένου τύπου εκλογικού συστήματος που είναι η μετάφραση της αναλογικότητας της πολιτικής “δύναμης” σε έδρες. 

 Δεχόμενοι την υπόθεση εργασίας που τέθηκε προηγουμένως πως ένα εκλογικό σύστημα (θα ήταν δέον να) ανταποκρίνεται ή εξυπηρετεί  τις επιταγές, τις ανάγκες και τις παραδόσεις/τάσεις του εκλογικού σώματος, στην περίπτωση του αναλογικού συστήματος, παρατηρείται συνηθέστερα ότι “ταιριάζει” σε πολιτικά/κοινωνικά σύνολα με χαμηλό βαθμό ομοιογένειας και κατακερματισμό των πολιτικών, κοινωνικών ή/και σε ορισμένες περιπτώσεις  εθνοτικών και θρησκευτικών κατηγοριοποιήσεων. Σε μια κοινωνία με πανσπερμία πολιτικών ή άλλου είδους αποχρώσεων, η πολιτική αντιπροσώπευση αποτυπώνεται με ενάργεια περισσότερο μέσω ενός αναλογικότερου συστήματος εκλογής των αντιπροσώπων, καθώς εξασφαλίζεται στο μέτρο του δυνατού η εκπροσώπηση όλων των διαφορετικών αυτών ρευμάτων που ενυπάρχουν εντός του κοινωνικού ιστού μιας επικράτειας. Ταυτόχρονα όμως η παραπάνω αντιπροσωπευτική λειτουργία του αναλογικού συστήματος δε θα πρέπει να υπάρχει εις βάρος της a priori επιταγής του εκλογικού σώματος για κυβερνησιμότητα. Αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη κουλτούρας συναίνεσης και συνεργασίας εντός του κομματικού συστήματος και διάχυτης επιθυμίας από την άλλη, εντός του εκλογικού σώματος για συμβιβαστικές κατευθύνσεις και  προσπάθεια άμβλυνσης των πολωτικών αντιπαραθέσεων. Εξ ου και τα κομματικά συστήματα που διαμορφώνονται εξαιτίας (και) ενός αναλογικού συστήματος εκλογής είναι περισσότερο συναινετικά (consensual systems) παρά πλειοψηφικά (majoritarian) στη βάση συνεχών διαπραγματεύσεων και συναινέσεων για την εξεύρεση κοινών δράσεων είτε πρόκειται για την εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία είτε για την αντιπολίτευση. 

 Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα και με τον Duverger, τα αναλογικά εκλογικά συστήματα προωθούν τη διαμόρφωση πολυκομματικών συστημάτων και πολυσυλλεκτικών κυβερνήσεων συνεργασίας από σταθερά, αμετάβλητα και ανεξάρτητα κόμματα, ενώ ταυτόχρονα εκλείπουν συνήθως μεγάλα και ισχυρά (καθεστωτικά) κόμματα, ή όπως αναφέρεται στην πολιτική καθομιλουμένη, κόμματα εξουσίας που σχηματοποιούν φαινόμενα δικομματικής εναλλαγής στην εξουσία με πλειοψηφικούς όρους. Το αναλογικό εκλογικό σύστημα προκρίνει, αν δεν προϋποθέτει, πολυκομματικές κυβερνήσεις στη βάση προγραμματικών διαπραγματεύσεων και συναινέσεων καθώς αποτρέπει τις “τεχνητές”   και μονοκομματικές κυβερνητικές πλειοψηφίες. Εξ αντιδιαστολής λοιπόν, σε μια εκλογική αναμέτρηση με αναλογικό σύστημα εκλογής, εκλείπει το φαινόμενο της “χαμένης ψήφου” σε μικρότερης εκλογικής απήχησης κόμματα καθώς υπάρχει σαφώς μεγαλύτερο περιθώριο πολιτικής εκπροσώπησης και ελάσσονων ή μειοψηφικών πολιτικών τάσεων με σημαίνοντα ρόλο ενίοτε στο σχηματικό πολυσυλλεκτικών κυβερνητικών πλειοψηφιών. Συμπληρωματικά σε ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα με πλουραλισμό κομματικών σχηματισμών έρχεται να ευνοήσουν χαρακτηριστικά σχετιζόμενα με το προφίλ και τις τάσεις του εκλογικού σώματος όπως η άκαμπτη κομματική ταύτιση και η χαμηλή κινητικότητα εντός του κομματικού συστήματος. 

 Θα πρέπει όμως να υπογραμμιστούν ορισμένες πιθανές δυσλειτουργίες που δύναται να επιφέρει το αναλογικό εκλογικό σύστημα στο πολιτικό σκηνικό σε περιόδους όξυνσης της πολιτικής ή διακομματικής πόλωσης είτε στο όνομα (μικρό)κομματικών σκοπιμοτήτων, καθώς η απόσυρση του κλίματος συνεννόησης και συνεργασίας  κυρίως της κυβερνητικής πλειοψηφίας ίσως επιφέρει πολιτική παράλυση στο νομοθετικό και κυβερνητικό έργο και να οδηγήσει σε ένα αβέβαιο κύκλο αναζήτησης λύσης από το αδιέξοδο. Επιπλέον, κόμματα χαμηλής εθνικής οργάνωσης ή/και μονοθεματικά, ενδέχεται να παρουσιάζονται περισσότερα αδιάλλακτα και περισσότερο οχυρωμένα στις θέσεις τους, επιτείνοντας τον παραπάνω προβληματισμό μέσω της αδυναμίας συμβιβασμού με τα υπόλοιπα κόμματα. Σε κάθε περίπτωση, ένα αναλογικό εκλογικό σύστημα αμφιταλαντεύεται στο εκρεμμές μεταξύ της κυβερνητικής σταθερότητας και του πλουραλισμού της πολιτικής εκπροσώπησης. 

 Στην Ελλάδα, με μικρά διαλείμματα αυθεντικού πλειοψηφικού ή αναλογικού εκλογικού συστήματος, ένα μεικτό σύστημα “ενισχυμένης” αναλογικής επικράτησε ως το πλέον αποδεκτό σύστημα εκλογής των αιρετών της εθνικής αντιπροσωπείας και της κυβέρνησης. Τα ερείσματα για την επιλογή αυτή της μείξης είναι αφενός η αποφυγή ενδεχόμενης ακυβερνησίας λόγω παραλυτικών κοινοβουλευτικών συσχετισμών (βλ απλή αναλογική), αφετέρου στη παρεμπόδιση ενός κόμματος να κυριαρχήσει με όρους καθεστωτικούς στη πολιτική σκηνή με αμφίβολα με όρους διχασμού και τοξικότητας αποτελέσματα. 

 Οι επικείμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές προκηρυχθούν θα πραγματοποιηθούν με βάση τον εκλογικό νόμο της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ.   που προβλέπει τη διεξαγωγή τους με απλή αναλογική, πρώτη φορά ύστερα από το 1989. Σε περίπτωση αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, οι επαναληπτικές εκλογές όπως ορίζει ο νόμος, θα πραγματοποιηθούν με βάση τον νέο νόμο που ψήφισε η παρούσα κυβέρνηση στην αρχή μόλις της θητείας όπου προβλέπει την επαναφορά στα ελληνική πολιτικά ειωθότα και το ενισχυμένο αναλογικό σύστημα εκλογών, όπου πριμοδοτείται το πρώτο κατά σειρά κόμμα. 

 Σε κάθε περίπτωση, όπως και της εγχώριας πραγματικότητας του πολιτικού/κομματικού συστήματος, οι εκλογές με όποιον εκλογικό νόμο (σύστημα) κι αν διεξάγονται παραμένουν μια μόνο “στιγμή” της πολιτική και κοινωνικής ιστορίας η οποία επηρεάζεται σε καταλυτικό βαθμό από τα γεγονότα και τα αφηγήματα που προηγούνται των εκλογικών αναμετρήσεων και των προσδοκιών που έπονται μετά το πέρας της εκλογικής μάχης. Γι αυτό είναι χρήσιμο σε επίπεδο ανάλυσης τα εκλογικά συστήματα και οι “κανόνες της μάχης” να μην υπερβαίνουν την πραγματική τους συμβολή και επιδραστικότητα στο μέσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο διαμόρφωση της ιστορίας. 

Συντάκτης: Σάββας Ασικίδης – Γιάννης Μαρινάκης