Η ιστορία κάθε μέρα εξελίσσεται. Οι μέρες αλλάζουν, έρχονται άλλες, λαμβάνουν χώρα μικρά ή μεγάλα συμβάντα τα οποία μένουν. Γράφονται ως ιστορία για τις επόμενες από εμάς γενιές. Σκεπτόμενη λοιπόν την ώρα και τη στιγμή που οι προαναφερθείσες θα αποκτήσουν την γνώση των πεπραγμένων της παλαιότερης -για εκείνους- ελληνικής κοινωνίας, είμαι πεπεισμένη ότι το ερώτημα τους θα είναι το εξής: Γιατί η Ελλάδα καταστρέφει τον εαυτό της; (Άτις Μαινόμενη;). Ένα ερώτημα που μπορεί να θεαθεί ως “κόσμημα” σε πολλά σύγχρονα συμβάντα -πολιτικά και μη- το παρόν, όμως, άρθρο θα ασχοληθεί με ένα θέμα το οποίο αφορά το θέατρο την κοινωνία ως σύνολο.
Ήταν μόλις δύο μήνες πριν που το προεδρικό διάταγμα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού είδε το φως της δημοσιότητας. Η εντολή ήταν ξεκάθαρη. Πλέον τα πτυχία των δραματικών σχολών θα εξισώνονται με τα απολυτήρια λυκείου. Το ξέσπασμα της διαμαρτυρίας δεν άργησε να επέλθει, η χώρα ολόκληρη πνίγηκε απο καλλιτέχνες που αναζητούν το δίκιο τους και το ζενίθ σημειώθηκε μόλις λίγες μέρες πριν και όχι μόνο με το ξέσπασμα των νέων, αλλά και με τη σύσσωμη υποβολή παραίτησης των καθηγητών του Εθνικού Θεάτρου. Δεν είναι σε ουδεμία περίπτωση λίγοι αυτοί που έχουν την πεποίθηση ότι αυτό δεν μπορεί να είναι παρά μία επανάσταση που θα ξεψυχήσει σύντομα, πριν γίνει αποδεκτή αυτή η αδικία και ολα επιστρεψουν σε μια διαστρεβλωμένη επίφαση καθημερινής κανονικότητας. Μέχρι και αυτό το θέατρο του παραλόγου να αποτελέσει μία από την πληθώρα των παραστάσεων που περάσανε στη λήθη και ένα επόμενο συνταρακτικό νέο να πρωταγωνιστήσει στην σκηνή της ελληνικής επικαιρότητας. Είναι πολλοί, λοιπόν, που αδυνατούν να κατανοήσουν την καταστροφική διάσταση που έχει αυτή η απόφαση και την αδικία που διαπράττεται μπροστά στα μάτια μας.
Όπως όμως κάθε θέμα χρήζει ενδελεχούς ανάλυσης έτσι και αυτό. Δεν αποτελεί μυστικό ότι ο ελληνικός λαός είναι περήφανος και όχι αδίκως θα μπορούσε να πει κανείς. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τους οποίους έχουμε οικειοποιηθεί (μάλλον αδίκως) περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε, έδωσαν θείο δώρο στην οικουμένη, το οποίο ανέκαθεν διατυμπανιζόταν. Από γλωσσικές βάσεις που αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ως γλωσσικά δάνεια και την άνθιση των επιστημών έως και τις τέχνες που αν μη τι άλλο πρέπει να είμαστε περήφανοι για αυτές. Η γέννηση του Διθύραμβου, μίας χορευτικής, λατρευτικής εξάσκησης που απαρτιζόταν από λυρικές ψαλμωδίες και τελούνταν σε τιμητικές προς τον θεό Διόνυσο γιορτές, αποτέλεσε το προοίμιο για κάτι μεγαλύτερο από αυτό που εμείς σήμερα γνωρίζουμε ως υποκριτική, με την παρεμβατική προσθήκη του “υποκριτή-ηθοποιού” του Θέσπη, αλλά αυτή είναι μία ιστορία που ανήκει σε άλλο σκονισμένο χρονοντούλαπο. Τα χρόνια, όπως και τώρα, πάλι περάσαν, και η τραγωδία -όπως αργότερα βαφτίστηκε- είδε το φως και άλλων πολιτισμών και φρόντισε να το δώσει σε όσους ήρθαν σε επαφή με την 6η από τις τέχνες του παλαιού και του σύγχρονου πολιτισμού, με αναφορά τόσο προς τους καλλιτέχνες, όσο και προς το κοινό που λαμβάνει το μήνυμα που κάθε παράσταση προσπαθεί να περάσει.
Βεβαίως, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να απαρνηθεί το γεγονός ότι η τέχνη είναι έκφραση, μία έκφραση αρκετή τόσο για να εξωτερικεύσει συναισθήματα, όσο και για να κρατήσει τον άνθρωπο ορθόφρων από αυτά τα προαναφερθέντα. Η σύγχρονη εποχή ίσως να μη δύνανται να χαρακτηριστεί ως μια θεατρική παράσταση, αλλά πιο πολύ σαν δυστοπικό μυθιστόρημα, ενώ το πρωτεύον παράδειγμα που θα ήταν καλό να ληφθεί υπ’ όψιν δεν αποτελεί άλλο από τον εξαναγκαστικό εγκλεισμό. Η κοινωνικό-πολιτική και οικονομική κρίση που επήλθε με την πανδημία του κορονοϊού οδήγησε τον μέσο δέσμιο στους τέσσερις τοίχους πολίτη σε μέσα διαφυγής -όπως η επιστήμη της ψυχολογίας ορίζει την συνεχή και σχεδόν εμμονική ενασχόληση με μέσα απόσπασης από την πραγματικότητα- που άλλο δεν θα γινόταν να είναι παρά η τέχνη. Η 7η στην προκειμένη περίπτωση τέχνη, αποτελεί τη μεταφορά μίας ζωντανής παράστασης όταν ο τέταρτος τοίχος είναι αδύνατον να σπάσει, ειδικά σε μία περίοδο που ο τοίχος ήταν φτιαγμένος από τσιμέντο. Φυσικώς και χρήζει ανάγκης να αναφερθεί ότι επήλθε και πολιτισμική κρίση, φράση που από πίσω κρύβεται μία διττή σημασία. Λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης, των ασφυκτικών υγειονομικών μέτρων και της γενικότερης κρίσης, το επάγγελμα της υποκριτικής και του “ζωντανού” θεάτρου “κατέρρευσε” με την απαγόρευση των δια ζώσης παραστάσεων.
Η άλλη πλευρά της πολιτισμικής πύρινης λαίλαπας μπορεί να χαρακτηριστεί ως τραγική ειρωνεία καθώς βγήκε στην επιφάνεια οτι δεν επρόκειτο για πολιτισμική κρίση, αλλά για πολιτισμική σήψη που λάμβανε χώρα πίσω από κλειστές βελούδινες κουρτίνες και σκοτεινά παρασκήνια. Το κίνημα του MeToo λειτούργησε ως μία αποκάλυψη κτηνωδιών που το κοινό δεν αδυνατούσε να δει. Η υποκριτική τέχνη ευτελίστηκε πρώτα από τους ευεργέτες της και όσους έχουν αναλάβει καθήκον να την τιμούν ως θυσία στον βωμό αρρωστημένων σεξουαλικών ορέξεων. Οι επιζήσασες και οι επιζήσαντες, δι’ ελέου και φόβου άρχισαν να μοιράζονται τα περιστατικά δημοσίως, ενθαρρύνοντας και άλλους καλλιτέχνες να βάλουν τέλος στον τρόμο που είχε καταλάβει το ελληνικό θέατρο αλλά και λοιπούς πολιτισμικούς τομείς. Κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η χώρα θα συνταρασσόταν συθέμελα στο άκουσμα ότι ο τέως -πλέον- διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου (και η μόνη αποδεκτή παραίτηση) ασελγούσε σε ανήλικα αγόρια.
Λένε πως τα δεινά βγαίνουν με αργή ακολουθία από το κουτί, αλλά όταν φύγουν τελευταία μένει η ελπίδα. Ο Δημήτρης Λιγνάδης κρίθηκε ένοχος για δύο βιασμούς ανηλίκων. Ο Πέτρος Φιλιππίδης, έτερη πέτρα παρόμοιου σκανδάλου, επίσης καταδικάστηκε για το κακούργημα της απόπειρας βιασμού και η κάθαρσις φαίνεται να έρχεται για να θέσει ένα χαρούμενο τέλος. Αυτά όμως συμβαίνουν μόνο στις παραστάσεις και η ελπίδα χάνεται μπροστά στο γεγονός ότι όχι μόνο οι συγκεκριμένοι “άνθρωποι” πάρα την ένοχη τους και κάθε ηθική και νομική αναστολή αφέθηκαν ελεύθεροι σε κατ’ οίκον περιορισμό παρά την επίρριψη των ποινών τους, αλλά κυρίως και στο ότι ο πρώην διευθυντής απέκτησε τη θέση του με τη διαμεσολάβηση της ίδιας της υπουργού Πολιτισμού, εν γνώσει πάντα και με τις ευλογίες του Αρχηγού του Κράτους.
Γίνεται φανερό ότι το Υπουργείο Πολιτισμού, ορκισμένος υπερασπιστής των τεχνών και όσων καταφέρνουν να μας χαρίσουν μία κάποια κοινωνική ενότητα σε αυτές τις συνθήκες, παρά τη γνώση ότι η υποκριτική αποτελεί μία μικρή αναγέννηση για τον κόσμο και την έννοια του εαυτού, ένα διδακτέο αντικείμενο που για την πλήρη κατάκτησή του θυσιάζονται χρόνια, αίμα, δάκρυα και ιδρώτας είναι το ίδιο απλό όσο και να ολοκληρώνεις την βασική φοίτηση του λυκείου. Το άρθρο αυτό, όμως, δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί αν δεν αναφερθεί το σημαντικότερο ίσως από τα γεγονότα. Ότι, ενδέχεται, το Υπουργείο να είναι ακόμη θυμωμένο που με τόση δεξιοτεχνία εξηπατήθη από την ίδια την τέχνη που επιθυμεί να αφανίσει. Αλλά η ιστορία δεν ξεχνάει, ο πολιτισμός δεν σβήνεται και οι φωνές που πυροδοτούν τον αγώνα δεν θα πάψουν μέχρι να λάβουν την αρμόζουσα δικαίωση που πρέπει να επιτέλους να διανεμηθεί. Μπορεί η κυβερνητική αυτή συγχρονία του 21ου αιώνα να πασχίζει να καταστρέψει μία από τις τελευταίες παρακαταθήκες που καταφέραμε να διατηρήσουμε άθικτες και να γκρεμίζει έναν από τους τελευταίους πυλώνες του πολιτισμού αλλά η έκφραση και το ανθρώπινο στοιχείο που εκδηλώνεται μέσα από αυτή δεν είναι κάτι το οποίο αφαιρείται τόσο απλά από τον καθένα μας.
Ο Ησίοδος, στην δική του θεωρία περί κοσμογένεσης ξεκινάει με την πάσα γνωστή φράση:
‘Εν ἀρχή ἦν τὸ Χάος
Η Ελλάδα, όπως φαίνεται -και πάλι για ορθούς λόγους- φέρει την προσωνυμία της χώρας του φωτός. Η Ελλάδα όμως πάντα έχει την τάση ξεδιάντροπα να το σβήνει. Ο κόσμος δημιουργήθηκε στο σκοτάδι. Και μάλλον έτσι θα είναι γραφτό να παραμείνει.
Συντάκτης: Σοφία Κανελλάκη