Από τα θεωρητικά θεμέλια της σύγχρονης πολιτικής κοινωνίας του Τόμας Χομπς και του Μαξ Βέμπερ μέχρι σήμερα, το ζήτημα των Ορίων και εφαρμογής της κρατικής βίας δεν έχει πάψει να απασχολεί, να προκαλεί και να διχάζει παγκοσμίως τις κοινωνίες. Που μπορεί να οφείλεται αυτή η αέναη ένταση γύρω από το ζήτημα της αστυνομικής βίας είναι δύσκολο να απαντηθεί με σαφήνεια και ακρίβεια, καθώς εμπλέκεται πληθώρα πολιτικών και κοινωνικών μεταβλητών – ωστόσο η σοβαρότητα του ζητήματος αυτού και η συνεχής ανάδειξη του στην επικαιρότητα, δημιουργούν την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση και κατανόηση. 

  Το μονοπώλιο της κρατικής βίας είναι αναπόφευκτο και απαραίτητο για την ύπαρξη ευημερίας, προστασίας και οργάνωσης, πάντα βέβαια προσδιορισμένο και ελεγχόμενο υπό συγκεκριμένες συνθήκες και κανόνες. Εφαρμόζεται μέσα από την αστυνομία  η οποία είναι υπεύθυνη για την προστασία των πολιτών, την διατήρηση και εφαρμογή του νόμου και των κρατικών επιταγών. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτή ξεφεύγει από τα όρια και τις αρμοδιότητες της; Όταν καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα και λειτουργεί εις βάρος της κοινωνίας την οποία έπρεπε να φύλα και να προστατεύει; 

 Σκέψεις πάνω σε αυτά τα ερωτήματα έθεσε ο Τόμας Χομπς μέσα από τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου. Ο Άγγλος φιλόσοφος θα αποτελέσει και την αφετηρία μας. Σύμφωνα με τον ίδιο, για να εξασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη και οργάνωση αλλά και να αποφευχθεί ο πόλεμος και το χάος, δημιουργεί ένα θεωρητικό κατασκεύασμα στο οποίο οι άνθρωποι εκχωρούν κάποια δικαιώματα τους σε αντάλλαγμα της προστασίας τους, στον κράτος “Λεβιάθαν”. Αυτός έχει το μονοπώλιο της βίας και της απόλυτης εξουσίας, σε οποιοδήποτε καθεστώς. Ασκεί απόλυτη εξουσία για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, της προστασίας των πολιτών τόσο από εσωτερικούς  όσο και από εξωτερικούς κινδύνους αλλά και από το ίδιο το κράτος  μέσω της αστυνομίας και του στρατού. Με τη θεωρία αυτή αρνείται το δικαίωμα επανάστασης των πολιτών εναντίον του κράτους εκτός και αν το τελευταίο παρεκκλίνει από τα καθήκοντα του, τη διατήρηση δηλαδή της ειρήνης και της προστασίας τους. Σε αυτή την περίπτωση θα προκληθεί η εξέγερση της κοινωνίας, η ακύρωση του συμβολαίου, η διάλυση του κράτους και η επιστροφή στον φυσικό νόμο/φυσική κατάσταση, αναρχίας και χάους. 

 Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό πως τα όρια και η ισχύς της αστυνομίας δεν αποτελούν ζήτημα κομματικό και ούτε θα πρέπει να αντιλαμβάνονται ως τέτοια. Ως εκ τούτου ανεξάρτητα από παρατάξεις και εκλογικά προγράμματα, η θέση της πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με την αρχή του κράτος δικαίου, να μην αποκτά υπέρμετρη δύναμη και να μη δικαιολογείται από κυβερνήσεις που την καλύπτουν, φέρνοντας την σε σύγκρουση με την με την κοινωνία. Με τον ίδιο τρόπο καπηλεύοντας στον δημόσιο χώρο θεωρητικές προσεγγίσεις όπως αυτή του Μαξ Βέμπερ, εντείνεται η παρανόηση γύρω από τον ρόλο της κρατικής βίας και τα όρια που κινείται η κυριαρχία της. Ο Άντριεν Ντεσιέν γράφει στο ακροδεξιό περιοδικό Causer τον Γενάρη του 2019 : «απέναντι στον εκτραχηλισμό ορισμένων κίτρινων γιλέκων και την αυξανόμενη βία των μπαχαλάκηδων, οι δυνάμεις της τάξης ασκούν το μονοπώλιο της έννομης φυσικής βίας προστατεύοντας πολίτες και μαγαζιά». Σε άλλο άρθρο διευκρινίζει πως οι δυνάμεις της τάξης κάνουν απλά  τη δουλειά τους: «την άσκηση του μονοπωλίου της έννομης βίας, για να επαναλάβουμε την έκφραση που επεξεργάστηκε ο Μαξ Βέμπερ». Μόνο που ο Βέμπερ στην πραγματικότητα δεν συγκαλύπτει αστυνομικά εγκλήματα. Σύμφωνα με τέτοιες ακροδεξιές ρητορικές, είναι σαν να δικαιολογούμε κάθε απάνθρωπη πράξη όπως την δολοφονία ενός παιδιού που δεν είχε να βάλει βενζίνη στην Ελλάδα του 2022, ή της δολοφονίας ενός μαύρου υπόπτου για πλαστό χαρτονόμισμα στην Μινεάπολη των ΗΠΑ. Με αυτό το σκεπτικό αν κάθε κρατική βία είναι νόμιμη, η ίδια η έννοια της βίας χάνει το νόημα της. 

 Σύμφωνα με τον πραγματικό Βέμπερ όμως, το κράτος δεν νομιμοποιείται αυθαίρετα από μόνο του. Ο φυσικός καταναγκασμός και η εξουσία που ασκεί με μονοπωλιακό τρόπο, νομιμοποιείται μόνο εφόσον αναγνωρίζεται και γίνεται αποδεκτός από το σύνολο των πολιτών.  

 Δεν υπάρχει ίσως πιο αντιπροσωπευτικός δείκτης για το επίπεδο νομικού πολιτισμού μιας χώρας από το πως συμπεριφέρονται οι αστυνομικές δυνάμεις στους πολίτες. Επομένως όταν έχουμε καθημερινά τόσα περιστατικά βίας και κατάχρησης εξουσίας από τις αστυνομικές αρχές, κύριο πρόβλημα αποτελεί το θεσμικό επίπεδο του κράτους και η θεσμική αδυναμία για επιβολή κυρώσεων και αναγνώρισης παραπτωμάτων των σωμάτων «ασφαλείας». Με την μεροληψία και δικαιολόγηση  ακραίων περιστατικών βίας διαιωνίζεται το πρόβλημα, θέτοντας σε κίνδυνο τόσο τους πολίτες  όσο και το κράτος δικαίου εν γένει.  

  Περιστατικά κρατικής βίας και αυθαιρεσίας υπάρχουν παντού ανεξαιρέτως και η εξαφάνιση τους είναι πρακτικά αδύνατη. Προηγμένες όμως αστυνομικές υπηρεσίες του κόσμου όπως αυτές στις σκανδιναβικές χώρες, στον Καναδά και στην Αυστραλία επί παραδείγματι, έχουν καταφέρει να περιορίσουν την αστυνομική βία και αυθαιρεσία μέσα από σύγχρονες μορφές αστυνομικής εκπαίδευσης, με τη χρήση των καινοτόμων τεχνολογιών και με τη θέσπιση αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου των αστυνομικών δράσεων. Μία σύγχρονη αστυνομία κτίζεται στη βάση σύγχρονων μεθόδων και πρακτικών αστυνόμευσης, με απόλυτο σεβασμό των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών, η προστασία των οποίων εξαρχής άλλωστε  αποτελεί τον λόγο ύπαρξης και δράσης της. 

 Σύμφωνα με τον Όρσον Γουέλς: «μόνο σε ένα αστυνομικό κράτος η δουλειά του αστυνομικού είναι εύκολη». Και κάτι τέτοιο προφανώς είναι γεγονός και πρέπει να γίνεται αντιληπτό. Για αυτό η εκπαίδευση, ο ρόλος και οι κανόνες που ακολουθεί ένας αστυνομικός υπάλληλος πρέπει να είναι πολύ συγκεκριμένοι για την προστασία των πολιτών αλλά και του ίδιου. Οι  περιορισμοί της άκρατης δημόσιας δύναμης μέσω των κανόνων και του νόμου είναι θεμιτοί και ρεαλιστικοί, πετυχαίνοντας μια σχέση μεγαλύτερης εμπιστοσύνης και λιγότερου φόβου, μεταξύ κράτους πολιτών. 

Συντάκτης: Ιόλη Σταματάκη