Έχουν μεσολαβήσει έντεκα μήνες έπειτα από την παράνομη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου. Μία εισβολή που τάραξε τα θεμέλια του διεθνούς στερεώματος ασφαλείας όπως αυτό διαμορφώθηκε με το πέρας του ψυχρού πολέμου, κλονίζοντας τους πυλώνες σταθερότητας στην Ευρώπη και τον υφήλιο ευρύτερα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το κάποτε, σύμφωνα με τον πρόεδρο Μακρόν, «εγκεφαλικά νεκρό» ΝΑΤΟ, εν μία νυκτί απέκτησαν πνοή και άλλες δύο δεκαετίες ζωής, χώρες όπως η Γερμανία απελευθερώθηκαν από τα ονειρικά δεσμά τους και επανεξοπλίζονται, ενώ οι ΗΠΑ έχουν αδράξει την ευκαιρία να πάρουν τα ηνία της βιομηχανίας κάθε επιπέδου, απεμπλουτίζοντας την Ευρώπη από την ανεξαρτησία που σχημάτιζε καιρό.

 Η Μόσχα συνάντησε αντίσταση που δεν υπολόγιζε και σίγουρα βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν δυτικό συνασπισμό που έδρασε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα όπως ποτέ στο παρελθόν. Ο πρώτος στόχος της αποκαλούμενης από τη Ρωσία «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» που ήταν η γρήγορη κατάληψη του Κιέβου και η ανατροπή της κυβέρνησης απέτυχε, με τις αερομεταφερόμενες μονάδες να συντρίβονται στο αεροδρόμιο του Γκοστόμελ, τις χερσαίες δυνάμεις να εμποδίζονται στα περίχωρα του Κιέβου, τη μεταφορά λογιστικών στο Βορρά να καθιστάται αδύνατη λόγω υπερφόρτωσης και χτυπημάτων ακριβείας. Σύντομα, ακολούθησε η εδραίωση ζώνης ασφαλείας και ο πλήρης έλεγχος της Ουκρανίας στην κρίσιμη περιφέρεια της πρωτεύουσας, ακολούθησαν τεράστια πακέτα στρατιωτικής και οικονομικής ενίσχυσης με υπερσύγχρονα συστήματα μάχης, με την φθινοπωρινή αντεπίθεση να εξουδετερώνει τις ρωσικές εφεδρείες, σε ολόκληρη την περιοχή του Χαρκόβου. Ήρθε η ανακατάληψη της Χερσώνας και η υποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από την περιοχή με το μέτωπο πλέον να έχει παγιωθεί και τις εχθροπραξίες να συνεχίζονται σκληρά στη γραμμή Ντόνετσκ-Λουγκάνσκ, την πόλη του Μπάχμουτ και τις πυραυλικές επιθέσεις να κορυφώνονται σε αστικά κέντρα. Μία πραγμάτευση όμως της τρέχουσας στρατιωτικής κατάστασης στο μέτωπο θα ήταν μάλλον ζήτημα διαφορετικής ανάλυσης και δεν έγκειται στο θέμα που μας απασχολεί στο εν λόγω κείμενο.  

 Η Κριμαία βρέθηκε να κατοικείται από ελληνικές αποικίες ήδη από τον 5ο αιώνα προ Χριστού, με βασικό κίνητρο την γιγαντιαία παραγωγή σιτηρών και της εμπορευματοποίησής τους στον υπόλοιπο γνωστό κόσμο της περιοχής. Μία σειρά εδαφικών αλλαγών και επικυριαρχίας ακολούθησε με τους Οθωμανούς να κατακτούν την περιοχή πριν περάσει στα χέρια της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Δεκαετίες μετά, το 1954, η Κριμαία δόθηκε στον έλεγχο της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας, χώρα – μέλος της Σοβιετικής Ένωσης. Με την πτώση του τείχους, η Ουκρανία ανεξαρτητοποιήθηκε και ακολούθησε φυσικά και η Κριμαία, με την ένταξή της στο νεοσύστατο κράτος, με ειδικούς όρους να υφίστανται. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, στην Κριμαία ο αριθμός των εθνικών Ρώσων άγγιζε το 60% ενώ των Ουκρανών το 24% με ένα επιπλέον 10% να αποτελούν οι Τάταροι της Κριμαίας. Η ίδια απογραφή, δημοσιεύει ότι το 77% των κατοίκων της Κριμαίας μιλούσαν ρωσικά, ενώ μόλις το 10.1% τα ουκρανικά. Με την πτώση του Γιανουκόβιτς από την ουκρανική προεδρία και την δημοκρατική εγκαθίδρυση νέας κυβέρνησης, ποσοστό φιλορώσων αποσχιστών στην Κριμαία προχώρησε σε στάση, με τη Ρωσία να επιχειρεί κατά της Κριμαίας, καταλαμβάνοντας στρατιωτικά κομβικά σημεία και μεγάλες πόλεις, με τη χερσόνησο να αποσπάται μέσα σε μερικές ώρες. Ακολουθεί ένα αμφίβολο δημοψήφισμα και η επίσημη προσάρτηση με κατάσταση αυτόνομης ζώνης στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ωστόσο, έχει περάσει σχεδόν μία δεκαετία και η ζωή στην Κριμαία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυλούσε όπως και σε κάθε άλλο αστικό κέντρο, χωρίς τις εντάσεις που ποτέ δεν έπαψαν, όπως για παράδειγμα στο Ντονμπάς. Υπό αυτό το πρίσμα, κρίνοντας από τις τρέχουσες στρατιωτικές εξελίξεις, δύναται η Κριμαία να ενταχθεί ξανά στην Ουκρανία;  

 Στις διεθνείς σχέσεις, όπως και στα μαθηματικά, αρκετές φορές χρησιμοποιούνται διάφορα αξιώματα. Ένα παράδειγμα είναι πως, ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Είναι η έσχατη λύση για την επίτευξη πολιτικών στόχων. Επομένως ενδέχεται σε μία σύγκρουση, μία πλευρά να χάνει στρατιωτικά όμως παράλληλα να πετυχαίνει τους πολιτικούς της στόχους. Βέβαια η πρώτη παράμετρος, αποκτά και έκταση εγχώρια, καθώς η εκάστοτε εσωτερική σταθερότητα και η ραχοκοκαλιά των μικρομεσαίων τάξεων που συνήθως μάχονται κλονίζεται. Εξαρτάται πάντοτε από τα κίνητρα που κανείς έχει, τις υποχωρήσεις που προτίθεται να κάνει, και τις θυσίες που αποφασίζει να δεχτεί. Ας αποδεχτούμε το γεγονός ότι, τουλάχιστον στρατιωτικά, η Ουκρανία κερδίζει. Έχει ανακαταλάβει την πλειοψηφία των εδαφών που η Ρωσία απόσπασε, σε κορυφαία μικρότερο χρονικό διάστημα από αυτό που χρειάστηκε για να καταληφθούν. Αναμένεται νέα αντεπίθεση, ενδεχομένως για τη διάσπαση του ενιαίου μετώπου της Αζοφικής σε δύο μέρη, ίσως από τον κάθετο άξονα της Μαριούπολης, με την άλλη θεωρία να αναφέρει αντεπίθεση και ανακατάληψη μεγάλου μέρους του Λουγκάνσκ. Ας εργαστούμε παρά ταύτα, σε μία υπόθεση εργασίας, συγκεκριμένα σε μία ενδεχόμενη φόρμουλα συνθήκης ειρήνης ή έστω, εκεχειρίας.  

 Ας υποθέσουμε ότι οι δύο περιοχές που θεωρητικά εντάχθηκαν στην ομοσπονδία χωρίς όμως να έχουν καταληφθεί πλήρως από αυτήν, η Ζαπορίζια και η Χερσώνα δίνονται πίσω στην Ουκρανία. Χωρίς να εικάζουμε την πιθανή εξέλιξη των άλλων δύο περιοχών, θα στρέψουμε την ερευνητική ματιά στην χερσόνησο της Κριμαίας. Με τα ποσοστά των ομιλούμενων γλωσσών και τις εθνοτικές συστάδες να έχουν ήδη αναφερθεί, αρκεί μία ρεαλιστική ματιά για να αναγνωρίσει κανείς ότι η Κριμαία, έχει ενσωματωθεί πλέον σε πλειοψηφικό βαθμό στον τρόπο ζωής της Ρωσίας. Η ζωή στη Σεβαστούπολη κυλάει όπως ακριβώς και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως τη Μόσχα και την Αγιά Πετρούπολη. Η ρωσική ηγεσία, υπολογίζει την περιοχή αυτή, με την ίδια σοβαρότητα που δίνει στα υπόλοιπα κυριαρχικά της εδάφη. Με σταθεροποιητικές δράσεις να έχουν ληφθεί από την πλευρά της ρωσικής Δούμας, όπως η εξάλειψη ουκρανικών στοιχείων στην περιοχή, η εκτεταμένη διδασκαλία του ρωσικού πολιτισμού και της γλώσσας, δράσεις πολιτισμικές, θρησκευτικές αλλά και κινήσεις αστυνόμευσης και ασφάλειας, έχουν μετατρέψει την Κριμαία σε ένα βασικό έδαφος – πυρήνα της ομοσπονδίας. Για το Κρεμλίνο και τους ρώσους, η Κριμαία πλέον αποτελεί ρωσικό έδαφος, με τον ίδιο τρόπο που το κάνει κάθε άλλη ρωσική επικράτεια. Θα παρέδιδε ποτέ η Ρωσία το Ροστόβ; Η απάντηση είναι όχι και το ίδιο εφαρμόζεται για την Κριμαία. 

 Ένας άλλος βασικός λόγος είναι ο στρατιωτικός. Στόχος της Ρωσίας με την νέα εισβολή, είναι ο έλεγχος ολόκληρης της Αζοφικής με την κατάληψη σημαντικών λιμανιών, όπως αυτό της Μαριούπολης. Από το 2014 έως σήμερα, η Κριμαία εξυπηρετεί σημαντικό σημείο της στρατιωτικής ισχύος της Μόσχας με την έδρα του στόλου της Μαύρης Θάλασσας να βρίσκεται στη Σεβαστούπολη. Πυραυλικά συστήματα όπως τα Καλίμπρ με βεληνεκές τα 2.500 χιλιόμετρα, με τα τελευταία μοντέλα να φτάνουν τα 4.500. Οι αντίστοιχοι πύραυλοι Ισκαντέρ φέρουν δυνατότητα χτυπήματος στόχου στα 500 χιλιόμετρα. Κατανοεί κανείς, πως με την τοποθέτηση των συστημάτων αυτών στην Κριμαία, στην άμεση δυνατότητα πλήξης αντιπάλου του ρωσικού στρατού, βρίσκεται η Ανατολική και κεντρική Ευρώπη, η Μέση Ανατολή, η Μεσόγειος και η Αφρική. Δεν είναι τυχαίοι εξάλλου, οι αμέτρητοι Κριμαϊκοί πολέμοι, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που σκοπό είχαν να προσδώσουν στη Ρωσία πρόσβαση στα «θερμά νερά», τον Βόσπορο και τη Μεσόγειο. Για αυτό, ήταν και τόσο έντονη η ενίσχυση της Ελλάδας και Τουρκίας στο σχέδιο Μάρσαλ και ευρύτερα στο δόγμα Τρούμαν · υπό τον φόβο της επιρροής της Μόσχας στη μεσογειακή, κλειστή θάλασσα.  

 Τέλος, έρχεται το ζήτημα της επικυριαρχίας και της πολιτικής δύναμης της Ρωσίας. Αν αυτή, παραδώσει την Κριμαία, αυτομάτως θα καταρρεύσει το κύρος και η κρατική ισχύ της, προκαλώντας μία αλυσίδα αντιδράσεων, που όχι μόνο θα στερήσει από τη Ρωσία το δικαίωμα να αποκαλείται «παγκόσμια δύναμη» αλλά θα ταράξει και περαιτέρω το στερέωμα ασφαλείας στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ο Πούτιν, δεν πρόκειται να αφήσει ξανά μία δεύτερη διάλυση, όπως συνέβη στη Σοβιετική Ένωση. Θεωρώντας την Κριμαία μέρος του κορμού της Ρωσίας, είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να την κρατήσει στην ομοσπονδία. Και εκεί πέρα, σε περίπτωση προσπάθειας κατάληψης της Χερσονήσου, που διαφαίνεται αδύνατη πτυχή υπό τις παρούσες εξελίξεις, ενδέχεται να γίνουμε μάρτυρες χρήσης μικρών, τακτικών πυρηνικών.  

 Ο πόλεμος συνεχίζεται, με την Ουκρανία να μάχεται όχι μόνο για την αυτοσυντήρησή της ως κράτος, αλλά για ολόκληρο τον Δυτικό και Ευρωπαϊκό πολιτισμό όπως τον ξέρουμε. Μία νίκη της, θα απεμπλούτιζε την ρωσική επιρροή από την ήπειρο, για τις επόμενες δεκαετίες. Μία εκπληκτική ευκαιρία για την Ευρώπη, να ανακτήσει τον χαμένο της εαυτό και να πάρει τα ηνία των αποφάσεων για τον εαυτό της, χωρίς να δένεται σε κάποιο συγκεκριμένο άρμα, αναπτύσσοντας αντίθετα, τη δική της ανεξάρτητη πολιτική και δύναμη. Όποια και αν είναι όμως η τελική έκβαση του πολέμου, τα πράγματα δείχνουν πως κατά πάσα πιθανότητα, η Κριμαία τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, θα παραμείνει μέρος της Ρωσίας και η πλήρης επαναφορά του status quo, δείχνει αδύνατη. Μία ρεαλιστική παραδοχή των γεγονότων, θα εξασφάλιζε λογικά στρατηγικά σχέδια, με συγκεκριμένους στόχους επιδίωξης, χωρίς άπιαστα όνειρα που συνήθως οδηγούν σε αχρείαστες θυσίες και τεράστιο κόστος αίματος. Μένει κανείς να αναμένει τις επόμενες εξελίξεις στο μέτωπο, καθώς ο πόλεμος είναι μία αβέβαιη οδός, γεμάτη απρόσμενες τροπές που συχνά μας εκπλήσσουν. Σε κάθε περίπτωση, μία μόνιμη ειρήνη δείχνει μακρινή, με μία ενδεχόμενη παύση πυρός να οδηγήσει σε μία νέα, Ευρωπαϊκή Συρία.  

Συντάκτης: Δημήτρης Τάκος