Καίτοι η Αραβική Άνοιξη αυτή καθαυτή δεν αποτελεί φλέγον ζήτημα των ημερών, εν μέρει εξαιτίας της χρονικής απόστασής μας από το “domino” αυτό των γεγονότων όπως κάλλιστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, η Αραβική Άνοιξη καθώς και ο «Χειμώνας» που την διαδέχθηκε – εάν παραμένει θα εξετασθεί στη συνέχεια – αποτελούν ίσως τα πιο επιδραστικά κοινωνικά τεκταινόμενα του 21ου αιώνα, παρ’ όλο που έλαβαν χώρα εκτός ευρωπαϊκής και αμερικανικής ηπείρου. Προτού βιαστεί κανείς, λοιπόν, να εξάγει εύκολα συμπεράσματα για το κατά πόσο τελέσφορο υπήρξε το κύμα των λαϊκών εξεγέρσεων της προηγούμενης δεκαετίας το οποίο σάρωσε πραγματικά πολλές από τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, είναι αναγκαίο να κάνει μία αναδρομή πίσω στα μακρινά έτη 2010 και 2011 και να κοιτάξει κατάματα την κατάσταση. Εάν κάποιος μας έλεγε τότε ότι η αυτοπυρπόληση ενός 27χρονου Τυνήσιου μικροπωλητή φρούτων σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατάσχεση των προϊόντων του από τις αστυνομικές αρχές θα πυροδοτούσε τέτοιου είδους εξελίξεις, μάλλον δεν θα τον πιστεύαμε.
Θα είχαμε, όμως, δίκιο; Είναι γεγονός ότι στον απόηχο της Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης του 2008, σε όλες οι παραπάνω χώρες, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, επικρατούσαν συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης. Ο αυξανόμενος ρυθμός πληθωρισμού και η ανεργία μάστιζαν τις κοινωνίες, βυθίζοντας ολοένα και περισσότερο τους ανθρώπους στην απόγνωση, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να παρακολουθούν παθητικά την ανεξέλεγκτη κυβερνητική διαφθορά, καθώς η δύναμη και ο πλούτος συγκεντρώνονταν στα χέρια λίγων – κυρίως των στελεχών του στρατού και των θρησκευτικών αρχηγών. Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας ανάμεσα στους νέους και ειδικά στις γυναίκες είναι, μάλιστα, εκείνα που ώθησαν χιλιάδες να διαδηλώσουν σε δρόμους και πλατείες για τις ευρύτατες οικονομικές ανισότητες. Εξίσου αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης, Ευρώπη και Αμερική μείωσαν δραματικά την ζήτηση βιομηχανοποιημένων – μεταποιημένων προϊόντων τα οποία εισήγαγαν από αυτές τις χώρες, ενώ η κατακόρυφη πτώση της τιμής του πετρελαίου δεν έπληξε σοβαρά μόνο τις εξαγωγικές χώρες, μα την ευρύτερη περιοχή.
Είναι επίσης αλήθεια ότι οι πολίτες των παραπάνω χωρών στερούνταν για δεκαετίες ολόκληρες ελευθερίες και δικαιώματα που θεωρούνται αναφαίρετα και θεμελιώδη στον ανεπτυγμένο κόσμο της Δύσης, όπως το δικαίωμα στη ψήφο και την ελευθερία της έκφρασης, λόγω των απολυταρχικών καθεστώτων που κυριαρχούσαν. Οι στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις των εκεί καθεστώτων χρησιμοποιούσαν – ως είθισται – σκληρότατη βία η οποία επιτελούσε διττό σκοπό∙ την παραδειγματική τιμωρία η οποία θα ενέπνεε φυσικά φόβο και θα εξασφάλιζε την εδραίωση της καθεστηκυίας τάξης. Οι βαθιά παγιωμένες έμφυλες διακρίσεις σαφώς δεν θα μπορούσαν να λείψουν από την εξίσωση, αφού ο κατ’ οίκον περιορισμός – εντός κι εκτός εισαγωγικών – των γυναικών, τις απέκλειε πραγματικά από την αγορά εργασίας, από ίσες ευκαιρίες εκπαίδευσης και άλλες πτυχές του δημόσιο βίου. Ταυτόχρονα, η απαλλαγή διάφορων θρησκευτικών μειονοτήτων, όπως των Αλαουιτών (Συρία), των Δρούζων μουσουλμάνων (Λίβανος), των Κόπτων (Αίγυπτος) και των Μπαχάι (Ιράν), αλλά και εθνικών μειονοτήτων, παραδείγματος χάριν Κούρδων, Αρμένιων, Ασσύριων και Τουρκμένιων, από την περιθωριοποίηση κέρδισε επάξια εξέχουσα θέση στα αιτήματα των διαδηλωτών.
Επομένως, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ο αγώνας των εξεγερμένων είχε πρωτίστως φιλελεύθερη, ριζοσπαστική χροιά εξαιτίας της χρόνιας καταπίεσης, η οποία βρήκε την διέξοδό της σε έντονες και συχνά ένοπλες ταραχές. Πρέπει να λάβουμε, όμως, υπόψιν και το εξής∙ ο φιλελεύθερος και ριζοσπαστικός χαρακτήρας οφείλεται στην συμμετοχή των νέων έως 29 ετών, οι οποίοι διεκδίκησαν τα δικαιώματά τους με την προοπτική ενός πιο δημοκρατικού και δίκαιου μέλλοντος. Φυσικά, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε και η αναβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης σε αυτές τις χώρες κατά τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες, η οποία επέτρεψε στους νέους τόσο να αποκτήσουν κριτική σκέψη, όσο και να δώσουν μορφή στις ιδέες τους – έστω κι αν το όραμά τους χαρακτηρίστηκε συχνά από πολλούς υπερφίαλα ιδεαλιστικό. Το γεγονός, ωστόσο, παραμένει∙ οι νέοι δεν φοβήθηκαν να έρθουν σε ευθεία αντιπαράθεση με τα καθεστώτα προκειμένου να πυροδοτηθεί ταχύτατα η διαδικασία του εκδημοκρατισμού.
Για να το επιτύχουν αυτό, επιστράτευσαν από τη φαρέτρα τους ένα από τα ισχυρότερα και αποτελεσματικότερα όπλα της σύγχρονης κοινωνίας∙ τα social media (κυρίως τις πλατφόρμες του Facebook και Twitter). Σημαντικά συνέβαλαν και τα τηλεοπτικά κανάλια με την ζωντανή αναμετάδοση των αναταραχών. Έτσι, με την πολύτιμη αρωγή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και παραδοσιακών “αγωγών” ενημέρωσης, οι πληροφορίες για τις επαναστατικές δράσεις εξαπλώθηκαν ραγδαία παγκοσμίως και βρήκαν εκατομμύρια υποστηρικτές, παρά τις συνεχείς κυβερνητικές προσπάθειες για διακοπή των τηλεπικοινωνιών, έλεγχο του διαδικτύου και των ιστότοπων και παραπληροφόρηση.
Τι κληρονομιά άφησε πίσω της η Αραβική Άνοιξη; Πρώτα και σημαντικότερα, ευθύνεται για την κατάρρευση των αυταρχικών κυβερνήσεων που είχαν εγκαθιδρυθεί μέσω πραξικοπήματος και μετρούσαν δεκαετίες ζωής. Την αρχή έκανε στην Τυνησία ο Πρόεδρος Zein El Abidine Ben Ali, ο οποίος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση έπειτα από 23 ολόκληρα χρόνια στην εξουσία. Επόμενη ήταν η Λιβύη, όπου και ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. NATO και NTC παρέμβηκαν στρατιωτικά υπό το πρόσχημα της προστασίας του άμαχου πληθυσμού. Ο Πρόεδρος Muammar al-Qaddafi τελικά σκοτώθηκε από τον στρατό του Εθνικού Μεταβατικού Συμβουλίου. Έπειτα ακολούθησε η παραίτηση του επί τριακονταετίας Προέδρου της Αιγύπτου Hosni Mubarak υπό την ασφυκτική πίεση των μαζικών διαδηλώσεων. Στην Υεμένη ξέσπασε επίσης εμφύλια σύρραξη ύστερα από την αθέτηση της υπόσχεσης του Προέδρου Ali Abdullah Saleh να παραιτηθεί με το πέρας της θητείας του. Εμφύλιος ξέσπασε και στην Συρία, με την διαφορά ότι το καθεστώς Assad επιβίωσε καθώς είχε παγιώσει την κυριαρχία του με την βοήθεια του στρατού. Ο Σουδανός Πρόεδρος Omar al-Bashir με την σειρά του ανακοίνωσε ότι δεν θα συμμετέχει στις επόμενες εκλογές για να κατευνάσει τα πνεύματα, ωστόσο ένα χρόνο αργότερα το αρνήθηκε. Οι διαδηλώσεις στην Ιορδανία ακόμη, οδήγησαν σε παραίτηση τον Πρόεδρο Marouf al-Bakhit. Οι δυνάμεις ασφαλείας στο Μπαχρέιν πάλι, κατέστειλαν βίαια τις εξεγέρσεις. Τέλος, σε Ομάν, Σαουδική Αραβία, Μαρόκο και Αλγερία οι ηγέτες παραχώρησαν μία σειρά κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων στους πολίτες προκειμένου να τους καθησυχάσουν και να αποφύγουν μοίρα παρόμοια των ομόλογων τους.
Τι συνέπειες επέφερε γενικότερα η Αραβική Άνοιξη; Ξεκινώντας, θα λέγαμε ότι ευθύνεται εξ ολοκλήρου για την “αναγέννηση” του Άραβα πολίτη. Πλέον, οι Άραβες μοιράζονται μία διακριτή συλλογική ταυτότητα, με δικαιώματα που κατέκτησαν μέσω της κοινής τους δράσης. Εξίσου σημαντικό είναι ότι ευνόησε έτι μία ακόμα φορά την άνοδο του Πολιτικού Ισλάμ στη Μέση Ανατολή. Τα ισλαμικά πολιτικά κόμματα συμμετέχουν πια ενεργότατα στη διαμόρφωση και χάραξη των πολιτικών και οι τρομοκρατικές οργανώσεις, η ακραία μορφή του Πολιτικού Ισλάμ, βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να επεκτείνουν την δραστηριότητά τους.
Πέτυχε εν τέλει το επαναστατικό κύμα τους στόχους του κι αν ναι, σε ποιο βαθμό; Η αλήθεια είναι ότι έχει σημειωθεί τόσο πρόοδος όσο και οπισθοδρόμηση όσον αφορά τη δημοκρατία, το επίπεδο διαβίωσης, την ανεργία στους νέους, την ελευθερία του τύπου και του ίντερνετ, την διαφθορά και την θέση των γυναικών. Η κατάσταση γύρω από αυτούς τους τομείς φαίνεται αποκαρδιωτική με μοναδική εξαίρεση την Τυνησία, σύμφωνα με έρευνες που διεξήχθησαν από το Council on Foreign Relations, οι οποίες καλύπτουν μία χρονική περίοδο από το 2006 έως και το 2018. Πολλά από τα κράτη που αναφέραμε κατέληξαν “failed states”. Οι πολεμικές συγκρούσεις όπως ήταν φυσικό εξαχρείωσαν και εξαθλίωσαν τους λαούς, επηρεάζοντας την ίδια στιγμή και τις γειτονικές χώρες (Ιράκ, Λίβανος) και δημιούργησαν εκατομμύρια μεταναστευτικές ροές – οι οποίες κατέληξαν ως γνωστόν στη χώρα μας. Οι εντονότατες θρησκευτικές διαφορές έχουν πολώσει τα πολιτικά συστήματα των χωρών κι ως εκ τούτου καθίσταται πλέον όλο και πιο δύσκολο να παρθούν σοβαρά κυβερνητικά μέτρα πολύπλευρης βελτίωσης χωρίς την αποφασιστική παρέμβαση ξένων δυνάμεων ή περιφερειακών οργάνων.
Οπότε, κατά μία έννοια όντως σκέπασε τις αραβικές χώρες βαρύς χειμώνας, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι ελπίδες και τα όνειρα που με επιμονή πάλεψαν να κάνουν πραγματικότητα οι άνθρωποι δεν ευοθώθηκαν, χωρίς να παραβλέπουμε παρ’ όλα αυτά την δυσκολία αυτή καθαυτή που χαρακτήριζε τα εγχειρήματα, αφού είχαν εξ αρχής αντιπάλους τους τα αυταρχικά καθεστώτα, τις δυνάμεις καταστολής τους, ξένες δυνάμεις και σιωπηλούς παρατηρητές περιφερειακά όργανα όπως ο Αραβικός Σύνδεσμος, ο οποίος δεν συνέβαλε καθόλου στις διαδικασίες του εκδημοκρατισμού, της μεταβατικής δικαιοσύνης και των εθνικών συμφιλιώσεων – για πληθώρα λόγων που αξίζει να αναλυθούν οπωσδήποτε σε ξεχωριστό άρθρο. Ίσως δεν ήταν καταδικασμένα να αποτύχουν, ίσως απλώς ήταν εγγενώς σχεδόν – και λέω σχεδόν γιατί τίποτε δεν είναι δομικά προκαθορισμένο – ακατόρθωτο να απαλλαχθούν οι πολίτες από την χρόνια καταπίεση και στη θέση της να εγκαθιδρύσουν ολομόναχοι δημοκρατικούς θεσμούς ικανούς να προσφέρουν μακροχρόνια οικονομική και πολιτική σταθερότητα.
Συντάκτης: Σπυριδούλα Γιαννοπούλου