Στις 17 Ιανουαρίου τελέσθηκε η κηδεία και η ταφή του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου του τελευταίου μονάρχη της Ελλάδας της δυναστείας των Γλυξμπουργκ. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όμως τέθηκε ο τρόπος που θα έπρεπε να ενταφιαστεί ο τέως μονάρχης ανοίγοντας εξ αντιδιαστολής ένα κύκλο συζητήσεων αναφορικά με τον ρόλο του ως αρχηγός κράτους αλλά και το πολιτειακό ζήτημα που λύθηκε με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974.
Από τα εννέα δημοψηφίσματα που έγιναν στην Ελλάδα από το 1862 και μετά, τα επτά αφορούσαν το πολιτειακό ζήτημα, δηλαδή το πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα λειτουργούσε το κράτος και η δημόσια ζωή του τόπου. Η λήξη του ζητήματος ήρθε με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου το 1974, λίγους μήνες μετά την πτώση της Χούντας των συνταγματαρχών. Μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, η οποία είχε σχηματιστεί από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ήταν η επαναφορά του συντάγματος του 1952. Το Σύνταγμα του 1952 αποτελούνταν από 114 άρθρα και λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικράτησαν κατά την κατάρτισή του, υπήρξε συντηρητικό. Βασικές καινοτομίες του ήταν η ρητή καθιέρωση του Κοινοβουλευτισμού σε καθεστώς βασιλευόμενης δημοκρατίας και η κατοχύρωση, στις γυναίκες, του δικαιώματος ψήφου και υποβολής υποψηφιότητας για το βουλευτικό αξίωμα. Ταυτοχρόνως, αντιμετώπιζε με πολύ παρωχημένο τρόπο τα ατομικά δικαιώματα, την εκπαίδευση και την ελευθεροτυπία. Μετά την ορκωμοσία της πρώτης εκλεγμένης κυβέρνησης του Καραμανλή, εκδόθηκε προεδρικό διάταγμα που όριζε την ημερομηνία και το πλαίσιο του δημοψηφίσματος. Ο ελληνικός λαός έπρεπε να αποφασίσει την παλινόρθωση της βασιλευόμενης δημοκρατίας η την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας. Η πλειοψηφία ψήφισε υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, σε ποσοστό 69,18% (3.244.748 ψήφοι), έναντι του 30,82% (1.445.857 ψήφοι) που τάχθηκαν υπέρ της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Το δημοψήφισμα αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της μεταπολίτευσης στην χώρα, με την εγκαθίδρυση της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, δίνοντας τέλος στην ελληνική βασιλεία.
Αυτές τις μέρες, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα κατά του ενταφιασμού του Κωνσταντίνου με δημόσια δαπάνη και με τιμές αρχηγού κράτους. Βεβαίως ο Κωνσταντίνος ήταν για αρκετά χρόνια ο αρχηγός του ελληνικού κράτους, όμως πρέπει να συνυπολογιστεί και η εμπλοκή του σε μια από τις πιο ταραγμένες πολιτικές περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Στις 15 Ιουλίου 1965, ένα χρόνο σχεδόν μετά την επικράτηση της Ένωσης Κέντρου στις εκλογές και την ανάδειξη του Γεωργίου Παπανδρέου ως πρωθυπουργού, ο Γεώργιος Παπανδρέου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από τον νεαρό τότε βασιλιά Κωνσταντίνο. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η κεντρώα παράταξη έλαβε σχεδόν το 53% των ψήφων. Ο λόγος που εξαναγκάστηκε ο Παπανδρέου σε παραίτηση ήταν, μεταξύ άλλων, επειδή ήθελε ο ίδιος να αναλάβει το υπουργείο εθνικής άμυνας και όχι ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, εκλεκτός του παλατιού. Την ίδια μέρα ορκίστηκε κυβέρνηση από αποσχισθέντα στελέχη του κόμματος του Παπανδρέου υπό τον Νόβα, οι οποίοι έμειναν στην ιστορία ως ‘αποστάτες’.
Η αποστασία του 1965 εισήγαγε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας που έμελλε να οδηγήσει στο πραξικόπημα των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου. Από τις πρώτες μέρες της ανόδου της στην εξουσία, η κυβέρνηση Παπανδρέου θέλησε να αφήσει το στίγμα της, παρουσιάζοντας ένα εκσυγχρονιστικό πρόσωπο και πρόγραμμα, επιδιώκοντας να αναδιαμορφώσει το μετεμφυλιακό κράτος των προηγούμενων συντηρητικών κυβερνήσεων της δεξιάς, με σειρά μέτρων που αφορούσαν τον τερματισμό του εμφυλιοπολεμικού κλίματος. Η κυβέρνηση προχώρησε στην απελευθέρωση κομμουνιστών κρατουμένων, στην κατάργηση θεσμών αστυνόμευσης των πολιτικών απόψεων και στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Φυσικά αυτές οι μεταρρυθμιστικές μεταβολές δεν έμειναν απαρατήρητες από το παλάτι. Η κρίση θα οξυνθεί όταν ο πρωθυπουργός, που θα ζητήσει την παραίτηση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, Πέτρου Γαρουφαλιά, προκειμένου να αναλάβει ο ίδιος το κρίσιμο αυτό υπουργείο. Ο εκλεκτός τού Παλατιού αρνείται και δηλώνει απροκάλυπτα ότι θα το πράξει μόνο αν του το ζητήσει ο βασιλιάς. Ο 25χρόνος Κωνσταντίνος που τότε βρισκόταν στην Κέρκυρα εν αναμονή της γέννησης του πρώτου του παιδιού, αρνείται να υπογράψει το διάταγμα για την αντικατάσταση του Γαρουφαλία. Στις 7 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος αποστέλλει επιστολή στον Παπανδρέου και τον κατηγορεί ότι υποθάλπει συνωμοσία με στόχο την ανατροπή του συντάγματος και του πολιτεύματος. Ο Παπανδρέου θα λάβει και δεύτερη επιστολή του Βασιλιά στις 10 Ιουλίου, οπού ο Κωνσταντίνος επιμένει στο να μην υπογράψει την αντικατάσταση του Γαρουφαλία. Στις 12 Ιουλίου ο Παπανδρέου συγκαλεί το Υπουργικό Συμβούλιο και όλοι οι παριστάμενοι συμφωνούν ότι ο Γαρουφαλιάς που είναι απών, θα πρέπει να διαγραφεί από το κόμμα. Την επομένη ο Γαρουφαλιάς διαγράφεται από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, αλλά αρνείται και πάλι να εγκαταλείψει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Το βράδυ της 14ης Ιουλίου ο Παπανδρέου λαμβάνει την τρίτη βασιλική επιστολή, με την οποία του επισημαίνεται να μην επιμείνει στην παραίτησή του Γαρουφαλιά. Ο ίδιος θα απαντήσει στον βασιλιά με δεύτερη επιστολή, επισημαίνοντας του ότι δεν μπορεί να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευση», προειδοποιώντας έτσι για την παραίτηση του.
Η σύντομη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα ανάμεσα στον Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο κατέληξε στην παραίτηση του πρώτου. Ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε από την προφορική παραίτηση του πρωθυπουργού και εντός λίγων ωρών όρκισε την δεύτερη κυβέρνηση των ‘αποστατών’, την λεγομένη κυβέρνηση Νόβα υπό την αιγίδα του τότε προέδρου της Βουλής Γεωργίου Αθανασιάδη Νόβα, η οποία θα καταρρεύσει στις 5 Αυγούστου. Την επομένη μέρα θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα ένα από τα μεγαλύτερα συλλαλητήρια για την προάσπιση της δημοκρατίας, όπου θα δολοφονηθεί και ο 22χρόνος φοιτητής και στέλεχος της Αριστεράς, ο Σωτήρης Πετρούλας. Θα ορκιστεί και τρίτη κυβέρνηση αποστατών από τον βασιλιά Κωνσταντίνο, παρά τις προτροπές των προέδρων των δύο μεγάλων κομμάτων (Παπανδρέου και Κανελλόπουλο) να διενεργηθούν εκλογές. Η τελευταία κυβέρνηση πριν την Χούντα θα είναι η μεταβατική κυβέρνηση του τραπεζίτη Ιωάννη Παρασκευόπουλου, η όποια είχε ειρωνικά λάβει εντολή να οδηγήσει την χώρα σε εκλογές στις 28 Μαΐου 1967, λίγο παραπάνω από έναν μήνα μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.
Συνοψίζοντας, ο Κωνσταντίνος αποτέλεσε θεσμικός παράγοντας, σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα κυριολεκτικά ‘μάζευε τα σπασμένα’ λόγω των εκτεταμένων καταστροφών από την Γερμανική κατοχή και μετέπειτα τον εμφύλιο. Όμως τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι όσον αφορά την ομαλότητα του πολιτεύματος και τις υποχρεώσεις του απέναντι στο σύνταγμα, ο Κωνσταντίνος δεν ανταποκρίθηκε σωστά. Η ιστορική τεκμηρίωση απαιτεί αντικειμενικότητα και την αποστασιοποίηση από κάθε ιδεολογική και πολιτική άποψη. Η πληθώρα ιστορικών πηγών και η ιστορική εξέλιξη όμως έρχονται να αποδώσουν την ιστορική αλήθεια που καλώς η κακώς ενέχει πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις. Η θέληση του Κωνσταντίνου να αναμειχτεί στην πολιτική ζωή με τόσο λανθασμένο τρόπο, αποτέλεσε το έναυσμα για την πολιτική αστάθεια που οδήγησε στην Χούντα των συνταγματαρχών. Η επταετία των συνταγματαρχών θα αποτελέσει μια από τις πιο μελανές σελίδες της νεοελληνικής ιστορίας. Οι διώξεις, οι φυλακισμοί και τα βασανιστήρια χιλιάδων ανθρώπων λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων, αφήσαν ανατριχιαστικές μνήμες και στιγμάτισαν χιλιάδες Έλληνες. Και δυστυχώς, οι δηλώσεις του Κωνσταντίνου, ότι αντιστάθηκε στην Χούντα με το να κάνει γκριμάτσες, είναι απαξιωτικές για χιλιάδες δημοκρατικούς πολίτες διαφορετικών πεποιθήσεων, που βασανίστηκαν από το δικτατορικό καθεστώς. Βεβαίως και να λυπηθούμε για τον θάνατο ενός ανθρώπου, αλλά ας θυμόμαστε και πως πορεύτηκε σε ζητήματα που άλλαξαν κυριολεκτικά την πορεία ενός έθνους και εν τέλει και του ίδιου του Στέμματος.
Συντάκτης: Πάρης Γιαννούλης