Τους τελευταίους μήνες, το σκάνδαλο των υποκλοπών και παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων, έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, τόσο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όσο ακόμα και από ορισμένα κυβερνητικά στελέχη. Η ελληνική κυβέρνηση μιλάει για ξένα η εγχώρια κέντρα εξουσίας που λειτουργούν εκτός θεσμικού πλαισίου, υπονοώντας ακόμα και πιθανή εμπλοκή της Ρωσίας. Εν αντιθέσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης, καταλογίζουν την ευθύνη των παρακολουθήσεων στο Μέγαρο Μαξίμου και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, με βασικό επιχείρημα την απευθείας ανάθεση της ΕΥΠ στο πρωθυπουργικό γραφείο στο 2019, η οποία αποτέλεσε μια από τις πρώτες νομοθετικές πράξεις της κυβέρνησης της Νέας δημοκρατίας. Το σημαντικό ζήτημα όμως, το οποίο “χάνεται” μέσα στις πολιτικές αψιμαχίες και διαξιφισμούς, είναι το πολιτικό και το θεσμικό.
Το πολιτικό σύγκειται στον τρόπο με τον οποίο έχει παρουσιαστεί το ζήτημα των υποκλοπών. Από τις αρχές του Σεπτεμβρίου, το σκάνδαλο των υποκλοπών έχει δημιουργήσει ένα πολιτικό πλαίσιο έντονης αντιπαράθεσης, η οποία εν πολλοίς καταλήγει στην τοξικότητα και τον ισοπεδωτισμό. Η αντιπαράθεση αυτή, ενώ κανονικά έπρεπε να αποτελέσει πλαίσιο δημοκρατικού διαλόγου και κοινής προσέγγισης σε ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα, έχει λειτουργήσει ως πεδίο μικροκομματικής πολιτικής και πολιτικής ‘δολοφονίας χαρακτήρων’. Στην πόλωση του κλίματος έχει παίξει καθοριστικό παράγοντα και η κάλυψη του ζητήματος των παρακολουθήσεων από τα ιδιωτικά και κρατικά ΜΜΕ. Οι αποκαλύψεις από γνωστό εκδότη όσον αφορά τα πολιτικά (και μη) πρόσωπα που φέρονται να παρακολουθούνται, έριξαν περισσότερο λάδι στην φωτιά της αντιπαράθεσης, με τα κυβερνητικά στελέχη να απορρίπτουν τα δημοσιεύματα αυτά με πολύ καυστικό τρόπο, ενώ τα αντιπολιτευτικά μέσα να αποδέχονται τα δημοσιεύματα αυτά. Οι αποκαλύψεις αυτές θέτουν το ζήτημα του πόσο ο κομματικός έλεγχος κυριαρχεί επί του κρατικού και κυβερνητικού ελέγχου. Και ενώ η κυβερνητική πλειοψηφία υπερψήφισε νομοθετική πρωτοβουλία με στόχο την αυστηριοποιήση του πλαισίου των νόμιμων επισυνδέσεων, καθώς και του πλαισίου λειτουργίας της ΕΥΠ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πραγματοποιήσει δημόσιες παρεμβάσεις για το ζήτημα των παρακολουθήσεων, καλλιεργώντας παράλληλα ένα αίσθημα ασφάλειας αλλά και ανασφάλειας. Η καταφυγή στην συκοφαντία καταλήγει στην υποτίμηση του γενικότερου ζητήματος των παρακολουθήσεων και την δημιουργία ενός πολωτικού κλίματος.
Τώρα ως προς το θεσμικό του πράγματος, οι παρακολουθήσεις έχουν προκαλέσει θεσμική κρίση και έχουν ανοίξει την συζήτηση για το θεσμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο, λειτουργεί η ΕΥΠ. Η δέσμευση (και εν τέλει υπερψήφιση) για ένα νέο και πιο αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με την λειτουργία της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, εκλαμβάνεται από πολλούς ως απλό επικοινωνιακό τέχνασμα της κυβέρνησης στην καλύτερη ή προπέτασμα καπνού για τη συγκάλυψη των κυβερνητικών ευθυνών. Η θέση όμως των κυβερνητικών στελεχών, καθώς και βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, για τις παρακολουθήσεις, εγείρει ερωτήματα.
Είναι γνωστή η ύπαρξη παράνομων λογισμικών παρακολούθησης, εδώ και μήνες. Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων δεν αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο. Αυτό φαίνεται και από την σύσταση της ευρωπαϊκής επιτροπής PEGA στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Η ιδιομορφία όμως της ελληνικής περίπτωσης έγκεινται στο ότι υπάρχει τεράστια διάσταση απόψεων ως προς το ποιος είναι ο ιθύνων νους των παρακολουθήσεων. Η κυβερνητική θέση ως προς την ανάμειξη του ξένου παράγοντα, και το υπονοούμενο ότι εμπλέκεται η Ρωσία λόγω της ένθερμης στήριξης της Ελλάδας στην Ουκρανία, δημιουργεί ένα πολύ κακό δεδικασμένο. Η τόσο έντονη ανάμειξη μιας ξένης χώρας στην θεσμική λειτουργία μίας άλλης, υποδεικνύει την αδυναμία του Ελληνικού κράτους να προασπίσει και να προστατεύσει τους πολίτες του. Στον αντίποδα, ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης, υποδεικνύουν υπεύθυνο τον πρωθυπουργό. Η υπόδειξη αυτή, εάν εξακριβωθεί από την δικαιοσύνη, κάνει επιτακτική την ανάγκη για τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας και την δημιουργία δικλείδων ασφαλείας ως προς τις εξουσίες και τα προνόμια που κατέχει ο εκάστοτε πρωθυπουργός. Το ενδεχόμενο ότι ένας Έλληνας πρωθυπουργός, σκόπιμα, θα μπορούσε να παρακολουθεί πολιτικούς αντιπάλους, καθώς και μέλη του υπουργικού του συμβουλίου, αποτελεί κίνδυνο όχι μόνο για την δημοκρατία, αλλά θέτει σε κρίση την διαφάνεια του κράτους εν συνόλω. Βεβαίως τίποτα ακόμα δεν μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά, λόγω του μεγάλου όγκου πληροφοριών που πρέπει να εξεταστεί ενδελεχώς από τους δικαστικούς φορείς, όμως το μόνο σίγουρο είναι ότι το σκάνδαλο των υποκλοπών έχει προκαλέσει κρίση θεσμικής εμπιστοσύνης.
Η καλύτερη δυνατή λύση αυτή την στιγμή είναι η δέσμευση όλων των πολιτικών δυνάμεων για περισσότερη διαφάνεια και αξιοκρατία στους κρατικούς και κυβερνητικούς θεσμούς. Παρά τις αρνητικές επιδράσεις των παρακολουθήσεων, οι υποκλοπές μπορούν να αποτελέσουν εναρκτήριο λίθο για την αναδιάρθρωση της ΕΥΠ αλλά και γενικότερα την αναδιαμόρφωση του τρόπου λειτουργίας όλων των κρατικών θεσμών. Η δημιουργία ενός πλαισίου πιο αξιοκρατικού, που διέπεται από την διαφάνεια και την δημοκρατική λήψη αποφάσεων, θα δώσει τέλος στην αδιαφάνεια και θα λειτουργήσει θετικά για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των θεσμών του κράτους.
Συντάκτης: Πάρης Γιαννούλης