Ο όρος εθνικότητα (nationality) ορίζεται ως η ιδιότητα ενός ατόμου να ανήκει σε ένα έθνος. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο όρος εθνική ταυτότητα εμπεριέχει ηθικό και πολιτισμικό χαρακτήρα καθώς δεν περιορίζεται στον τόπο διαμονής του ατόμου αυτού ή την καταγωγή των γονιών του. Σκοπός δεν είναι να κάνουμε μάθημα ελληνικών ή να διδάξω κάτι, απλά με αφορμή το πρόσφατο παγκόσμιο κύπελο ποδοσφαίρου και τα σχόλια σχετικά με το σε ποια χώρα αγωνίζεται ο κάθε παίκτης έβαλα τον εαυτό μου στην διαδικασία να αναρωτηθεί ορισμένα πράγματα. Τι σημαίνει είμαι Έλληνας, Βρετανός, Βούλγαρος;
Ακούμε συχνά την φράση είμαι περήφανος που κατάγομαι από την οποιαδήποτε χώρα. Ναι, αλλά κανείς μας δεν διάλεξε σε ποια χώρα θα γεννηθεί. Ή σε ποια χώρα θα γεννηθούν οι γονείς και οι υπόλοιποι πρόγονοί του. Ήταν κάτι που απλά έτυχε. Γιατί είμαστε περήφανοι για κάτι στο οποίο δεν είχαμε τον έλεγχο και δεν θεωρείται επίτευγμα μας; Νιώθουμε ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας όταν πετυχαίνουμε τους στόχους που έχουμε θέσει, ένα πτυχίο, μια δουλειά που ονειρευόμασταν καιρό, ή ακόμη και όταν καταφέρνουμε να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε.
Προσωπικά τέτοια “καταστάσεις” θα με έκαναν να νιώσω περήφανη και όχι για ένα σωρό αγάλματα που στο κάτω κάτω δεν είναι δικά μου δημιουργήματα. Κι αν θεωρούσαμε ότι είμαστε περήφανοι για όσα έχουν κάνει οι προηγούμενοι Έλληνες, και όσα έχουν καταφέρει, γιατί νιώθουμε κομμάτι τους, για την ελληνική επανάσταση, για την εναντίωση απέναντι στο φασισμό και ύστερα στην δικτατορία, πού πάει αυτή η εθνική μας υπερηφάνεια άραγε όταν βλέπουμε ξένους να παρελαύνουν με την ελληνική σημαία; Τι μας διαχωρίζει αλήθεια από την ιδεολογία του Μουσολίνι που προσπαθήσαμε, εμείς, οι Έλληνες να πατάξουμε; Μα αυτοί δεν είναι Έλληνες. Ε και; Από πότε ο τόπος γέννησης, το χρώμα δέρματος, τα διαφορετικά χαρακτηριστικά προσώπου αποτελούν τροχοπέδη;
Φαντάσου να ζεις μια ολόκληρη ζωή σε μια χώρα , να πηγαίνεις σχολείο, να κάνεις φίλους ή και να ερωτεύεσαι και να σε θεωρούν όλοι ξένο. Ή να προσπαθείς να χτίσεις μια νέα ζωή σε έναν μακρινό, πολλές φορές αφιλόξενο τόπο επειδή η δική σου πατρίδα δεν μπόρεσε να σε κρατήσει ασφαλή. Ενώ εσύ αντικρίζεις τα ίδια μέρη καθημερινά, πας για ψώνια στα ίδια μαγαζιά με εκείνους, ταΐζεις τα ίδια αδέσποτα, τι σε κάνει λοιπόν ξένο; Και κυρίως, τι απ’ όλα αυτά σου αφαιρεί το δικαίωμα να νιώθεις ότι αποτελείς μέρος ενός έθνους το οποίο όμως έχεις διαλέξει εσύ; Τίποτα.
Οι άνθρωποι που συνειδητά έχουν διαλέξει ποια χώρα είναι κομμάτι τους, ποια ιστορία να διδαχθούν, ποια γλώσσα να μιλήσουν, είναι απαλλαγμένοι από κάθε είδους ρατσισμό και εθνικισμό. Κι εσύ περήφανε Έλληνα όταν βλέπεις ένα κορίτσι ή ένα αγόρι με πιο σκούρο χρώμα δέρματος από το δικό σου να κρατά την σημαία και να τραγουδά τον εθνικό σου ύμνο δεν θα έπρεπε να νιώθεις χαρά και ευγνωμοσύνη που τα άτομα αυτά επέλεξαν την πατρίδα σου και για δική τους; Που την αγάπησαν και ένιωσαν την ανάγκη να αποτελέσουν κομμάτι της; Γιατί παντού βλέπω εμετικά σχόλια τύπου ‘να πάνε πίσω στην χώρα τους’. Ή είναι μαύρος αυτός, γιατί βρίσκεται στην εθνική Γαλλίας; Τι πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για το θέμα μας από τον Γιάννη Αντετοκούμπο; Ένας άνθρωπος που ξεκίνησε από το μηδέν, που μοιραζόταν ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια με τα υπόλοιπα αδέρφια του για να καταφέρει να παίξει μπάσκετ που τόσο αγαπούσε. Και όσο δυσκολευόταν αυτός και η οικογένεια του να επιβιώσουν, γιατί σε αυτή την χώρα ακόμη κι αν έχεις γεννηθεί και ζήσει εδώ δεν έχεις χαρτιά κι ούτε είσαι Έλληνας πολίτης, ήταν απλά ένας μαύρος, για πολλούς ενοχλητικός μετανάστης που ίσως και να μας έπαιρνε τις δουλειές και να φορτώναμε πάνω του όλες τις δυσλειτουργίες του σάπιου μας συστήματος.
Βέβαια τώρα, κράτος και κοινωνία σπεύδουν να τον χαρακτηρίσουν Greek Freak, τώρα που τα κατάφερε όμως, και τον γνωρίζει όλος ο κόσμος. Πόση υποκρισία χωρά πια μέσα στην εθνική μας υπερηφάνεια; Γιατί να θεωρούνται Έλληνες μόνο όσοι είναι πετυχημένοι; Και το κυριότερο, πώς εσύ Νεοέλληνα ισχυρίζεσαι ότι αγαπάς την Ελλάδα όταν δεν αφήνεις και τους άλλους να κάνουν το ίδιο;
Συντάκτης: Χαρά Σοφιανίδου