Η σημερινή εποχή διέπεται από κρίση αξιών, ιδανικών, προτύπων και ενιαίας συλλογικής συνείδησης, στο κομμάτι που χαρακτηρίζει το κοινωνικό σύνολο, αλλά και το πολιτικό γίγνεσθαι, τόσο σε “όρους” Ελλάδος, όσο και στα παγκόσμια πολιτικά δρώμενα. Ένα φαινόμενο το οποίο επεκτείνεται διαρκώς.
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι τωρινό, υπάρχει πολλούς αιώνες πίσω όσον αφορά στα ελληνικά δεδομένα, όμως με διαφορετικές συνιστώσες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στον ρου της ιστορίας. Τα χρόνια της οθωμανικής κατοχής, οι επιρροές από τους κατακτητές Οθωμανούς και ο ασφυκτικός κλοιός γύρω από τον χριστιανικό πληθυσμό, από τον 14ο αιώνα έως τον 19ο όπου και έπαυσε να υπάρχει, οδήγησαν στην ανάπτυξη νέων συλλογικών “ενστίκτων” και στη δημιουργία μιας νέας νοοτροπίας των χριστιανών κατοίκων της ευρύτερης περιοχής του ελλαδικού χώρου, εστιασμένη στον φόβο και την καχυποψία, όσον αφορά στον τρόπο που αυτά εκφράζονταν. Έτσι αποκτήθηκε μια νέα συνείδηση με περισσότερη έμφαση στην αυτοσυντήρηση και την επιβίωση του καθενός ξεχωριστά, τα οποία υπερίσχυσαν της συλλογικής συνείδησης. Τί οδήγησε όμως έναν λαό καταπιεσμένο, χωρίς προσωπικές ελευθερίες, να συντηρήσει την γλώσσα του και να οδηγηθεί εν τέλει στην επανάσταση και την απελευθέρωσή του μετά από 4 αιώνες συνεχούς υποδούλωσης; Η επαφή με τη θρησκεία, και η συνύπαρξη μέσα σε ένα στενό κοινωνικό πλαίσιο όπως αυτό της τοπικής εκκλησίας, το οποίο προϋπήρχε, αλλά και του “κρυφού σχολείου” όπου οι ιερείς δίδασκαν τους νέους και τα παιδιά, καθόρισε την κρυφή συλλογική συνείδηση, καθώς δεν υπήρχε ελευθερία λόγου, αλλά και τη διατήρηση της γλώσσας στα πλαίσια της θρησκείας. Έτσι η καθημερινότητα των χριστιανών κινούταν γύρω από την θρησκεία και μέσα σε αυτή εξελισσόταν. Εκτός από την ανάπτυξη συλλογικής συνείδησης μέσω της θρησκείας, καθοριστικός ήταν και ο ρόλος της στην ανάδειξη ηγετών μέσα από τους κύκλους της και η προώθηση και αποδοχή επιφανών Ελλήνων, κυρίως εμπόρων ως άτομα που αργότερα θα στήριζαν την επανάσταση και έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στην εθνική ελληνική παλιγγενεσία και ένωσαν υπό κοινό όραμα τον χριστιανικό πληθυσμό στον ελλαδικό χώρο και σε μεταγενέστερο χρόνο κατάφεραν να εμπνεύσουν κι άλλους με τον μη συμβιβασμό τους. Ήταν οραματιστές και ονειρεύονταν κάτι που έμοιαζε εξωπραγματικό για πολλούς τότε. Ωστόσο πολλοί τους ακολούθησαν, πίστεψαν στην ανιδιοτέλεια τους, ήταν ελεύθεροι και ελεύθερος είναι αυτός που αφήνει την ψυχή να κυριεύει τον νου χωρίς να τον περιορίζουν οι υλικές ανάγκες. Επομένως τότε η κοινωνία με απλά θεμέλια και με πολύ χαμηλό βιοτικό και μορφωτικό επίπεδο κατάφερε να εξελιχθεί, επειδή ήξερε προς τα που να κινηθεί μέσα από αυτούς που την ενέπνευσαν και την καθοδήγησαν.
Αυτή είναι και η βασική διαφορά με την σημερινή ελληνική κοινωνία, η έλλειψη ανθρώπων να ηγηθούν του κράτους και των πολιτών και να καταφέρουν να εκμεταλλευτούν τις δυναμικές που διαμορφώνονται εντός του κοινωνικού συνόλου. Σε όρους του σήμερα το πρόβλημα είναι πρωτίστως πολιτικό και έπειτα κοινωνικό. Πολιτικό γιατί υπάρχει έλλειψη οραματιστών και σαν όραμα δεν περιγράφεται μόνο το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο, αλλά πως θα διαμορφωθεί το παρόν και πως θα προγραμματιστεί το μέλλον.
Η σημερινή γενιά, μέσα από τον τρόπο που επιλέγει να ζει την καθημερινότητα της, στέκεται σαν καθρέπτης στις παλαιότερες γενιές και φανερώνει τις παθογένειες πολλών χρόνων αδιαφορίας του συνόλου, σε σημαντικούς τομείς που συμβαδίζουν με την πρόοδο μιας κοινωνίας. Την ουσιαστική/παιδευτική γνώση της ιστορίας, την καλλιέργεια του εσωτερικού κόσμου του ατόμου και του κτισίματος ενός αξιακού συστήματος επικεντρωμένου στο «εμείς» και όχι στο «εγώ». Σημαντικοί τομείς που παραλήφθηκαν από τις προγενέστερες γενιές, διότι δόθηκε μεγαλύτερος αγώνας για την εξεύρεση εργασίας, πως να διαμορφώσουν έναν μη εξαρτώμενο τρόπο ζωής βασισμένο στις επαγγελματικές γνώσεις, αδιαφόρησαν για αυτό που αποκαλείται Παιδεία ή συμβιβάστηκαν με αυτήν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Αυτό φάνηκε και από τους πολιτικούς εκπροσώπους της, που βαραίνουν μέχρι και σήμερα το πολιτικό σκηνικό του τόπου, είναι και ήταν χρηματοκεντρικοί και “μιζοκομματικοί”. Εν μέρει αυτή η ανάγκη αυτοσυντήρησης δικαιολογείται, από την ανάγκη των προηγούμενων γενεών να ξεφύγουν από τον τρόπο ζωής που τους επιβαλλόταν μέσα από αυστηρά κοινωνικά κατεστημένα, αλλά και λόγω των πολλαπλών πολιτικών μεταβολών(η πτώση της χούντας, το κυπριακό, η πτώση του τοίχους του Βερολίνου, κ.α.). Έτσι υπήρξε μια ατονία του κόσμου στην ενασχόληση του με τα κοινά, η οποία αργότερα ενισχύθηκε από αμφίβολες αποφάσεις αυτών που κυβερνούσαν.
Η νεολαία σήμερα, έχει υψηλό μορφωτικό επίπεδο εξαιτίας του συστήματος που δημιουργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια, όμως αυτό δεν της αρκεί, φαίνεται να διεκδικεί κάτι άλλο πιο αγνό, κάτι λιγότερο σύνθετο και πιο λειτουργικό. Υπάρχει ο πληθωρισμός των εννοιών αγάπη, σεβασμός, στοιχεία που τα εκμεταλλεύονται άνθρωποι με ημιτελείς απόψεις, για να αποκομίσουν ίδιον όφελος. Όμως παρατηρείται και μια αγανάκτηση προς το «κατεστημένο», γιατί ακόμα αντιπροσωπεύει το παλιό για τις νέες γενιές, υπάρχει ανακύκλωση προσώπων και καταστάσεων.
Οι νέοι δεν πείστηκαν από τον “ψευτοεκσυγχρονισμό”, ψάχνουν έναν ηγέτη να τους εκπροσωπήσει, να μετατρέψει την δυναμική που δημιούργησαν και να την μετουσιώσει όχι μόνο σε λόγο, αλλά και σε πράξεις, να μη λαϊκίζει. Αυτό θα πρέπει να γίνει αντιληπτό από το σύνολο της κοινωνίας. Αυτοί που κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα δεν είναι σε θέση να το καταλάβουν μόνοι τους, πρέπει να δημιουργηθεί χώρος για νέους ανθρώπους. Γιατί εκτός από τις κοινωνικές δυναμικές που διαμορφώνονται ανά μερικά χρόνια, υπάρχουν και οι δυναμικές της ιστορίας και της γεωπολιτικής. Δεν είναι βέβαιο ότι μπορούν να είναι εκμεταλλεύσιμες χωρίς την πεποίθηση των νέων ανθρώπων ότι ακούγονται και πώς ό,τι γίνεται είναι προς όφελός τους. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι τα γρήγορα αντανακλαστικά και η βαθιά πολιτική σκέψη, διαφορετικά η κοινωνία και το κράτος κινδυνεύουν να βυθιστούν πιο βαθιά στη σκοτοδίνη που έχουν πέσει. Και ο όρος πολιτική, δεν αναφέρεται στα κόμματα και στις εκτός ηθικής μεθοδεύσεις τους ή σε ότι άλλο αντιπροσωπεύει το υπαρκτό σύστημα.
Συντάκτης: Κωνσταντίνος Γαλάνης