Την επερχόμενη άνοιξη με βάση τις εξαγγελίες της κυβέρνησης επίκειται η διεξαγωγή εκλογών στη χώρα μας , καθώς ακόμα μία τετραετία οδεύει προς το τέλος της. Ένα ζήτημα το οποίο θα μας απασχολήσει και σε αυτές τις εκλογές αφορά το ποσοστό των Ελλήνων πολιτών οι οποίοι θα ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα. Η αποχή από τις κάλπες είναι ένα φαινόμενο το οποίο εξαπλώνεται και εντείνεται τις τελευταίες δεκαετίες σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες . Η αδιαφορία για τα κοινά ,ευνοούμενη από πολλούς παράγοντες ,αφορά κυρίως την νέα γενιά αλλά και το ευρύτερο φάσμα των πολιτών αποτελώντας τροχοπέδη για την ορθή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

 Τα  ποσοστά από τις πρόσφατές εκλογές στη χώρα μας αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δημοκρατίες είναι ενδεικτικά της κατάστασης. Συγκεκριμένα στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα 2019 μόλις το 42,2% απείχε από τις κάλπες ενώ πολύ περισσότερο στην Ιταλία (51%) και στην Γαλλία το 53 %. Σχετικά με την νομική πρόβλεψη το άρθρο 51 παράγραφος 5 του συντάγματος καθιερώνει την υποχρεωτική άσκηση του εκλογικού δικαιώματος , ενώ σε άλλη διάταξη τυπικού νόμου προβλέπεται πως όποιος δεν ασκεί το δικαίωμα του εκλέγειν τιμωρείται με φυλάκιση από ένα μήνα ως ένα έτος. Παρόλα αυτά οι προαναφερθείσες κυρώσεις δεν έχουν επιβληθεί ποτέ σε πολίτη για τον ανωτέρω λόγο. Βέβαια δεν θεωρώ πως σε καμία περίπτωση ένα δημοκρατικό πολίτευμα θα είχε επιτύχει τους στόχους του και συγκεκριμένα την αρχή  της λαϊκής κυριαρχίας όταν οι πολίτες θα προσέρχονταν στις κάλπες αποκλειστικά για να αποτινάξουν τον φόβο των προβλεπόμενων κυρώσεων. Βαθύτερος στόχος αποτελεί η επιθυμία των πολιτών να καθίστανται κοινωνοί και συμμέτοχοι της δημοκρατίας. 

  Αξιοσημείωτο ρόλο στην αποστροφή των πολιτών και ιδιαίτερα των νέων από τα κοινά διαδραματίζει ο σύγχρονος τρόπος ζωής σε συνδυασμό με την γενικότερη “αποπνευματοποίηση”  της εποχής. Ειδικότερα, η καθημερινότητα των νέων αλλά και των εργαζομένων κατακλύζεται από πολλαπλές υποχρεώσεις , ανάγκες και προβλήματα στα οποία πρέπει να ανταπεξέλθουν. Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των παραπάνω καθίσταται αναγκαίος ο αυστηρός προγραμματισμός τους με απόρροια την ελαχιστοποίηση του ελεύθερου χρόνου ή στην καλύτερη περίπτωση την επένδυσή του σε δραστηριότητες που δεν απαιτούν πνευματικό μόχθο. Η πλειονότητα επιδίδεται στην συνεχή ενασχόληση με το διαδίκτυο και στα  social media χωρίς κάποιο ουσιαστικό αντίκρισμα στην ψυχική και πνευματική τους υπόσταση. Στο πλαίσιο αυτό, απορρίπτουν συλλήβδην την πολιτική και τους πολιτικούς καθώς αναντίρρητα δεν χαίρουν αξιοπιστίας και φερεγγυότητας και επιπλέον, δεδομένου ότι, η τρέχουσα πολιτική κατάσταση απαιτεί ενημέρωση, κριτική σκέψη και πολιτική ταυτότητα αυτομάτως αναστέλλει την πρωτοβουλία των νέων.  

 Βέβαια το διαδίκτυο αποτελεί πρωτόγνωρη πηγή “αυτομόρφωσης” καθώς σε κάθε ιστοσελίδα παρέχεται πλήθος πληροφοριών και γνώσεων για κάθε ζήτημα επομένως και για τον πολιτικό τομέα. Ωστόσο , υποκρύπτονται δύο μεγάλοι κίνδυνοι στον κυβερνοχώρο οι οποίοι τροφοδοτούν την πολιτική αποχή. Ο πρώτος σχετίζεται με την προπαγάνδα που υφέρπεται σε ορισμένες ιστοσελίδες υπέρ ενός συγκεκριμένου κόμματος η ιδεολογίας οδηγώντας πολυάριθμους άπειρους χρήστες στην εξιδανίκευση της και στον φανατισμό με απότοκο την μη διαμόρφωση ολοκληρωμένης πολιτικής άποψης. Ο δεύτερος κίνδυνος εντοπίζεται στο παράδοξο της υπερπληροφόρησης ,καθώς, οι δυνατότητες γνώσης και ενημέρωσης των τελευταίων δεκαετιών του πολιτικού κοινού δεν αρκούν για να αυξήσουν το ενδιαφέρον του ώστε να  οδηγηθεί στις κάλπες από μόνη της. Απαιτείται  ο συνδυασμός κουλτούρας πολιτικής συμμετοχής κυρίως στις νεότερες γενιές μέσω της επίσημης εκπαίδευσης.  

 Ωστόσο, στο πλαίσιο της σχολικής εκπαίδευσης η αβελτηρία των νέων για τα κοινά συνδαυλίζεται εξαιτίας της υποβάθμισης των κοινωνικών και πολιτικών μαθημάτων που προάγουν την σχέση των μαθητών με την κοινωνία ως μελλοντικοί πολίτες. Αυτή η ουσιαστική  μεταλαμπάδευση των αρχών της δημοκρατίας αντικαθίσταται από τον εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα των συγκεκριμένων μαθημάτων , την στείρα απομνημόνευση και άκριτη υιοθέτηση γνώσεων με την χρήση κακογραμμένων σχολικών εγχειριδίων. Κατά συνέπεια οι μαθητές καταλήγουν στην βαθμοθηρία αναπτύσσοντας μία χρησιμοθηρική σχέση με την γνώση η οποία δεν επιφέρει την πνευματική τους καλλιέργεια και την αγχίνοια τους. Επομένως ,καθίσταται επιτακτική κατ’ αδήριτη ανάγκη η αναβάθμιση των πολιτικών μαθημάτων και η επικαιροποίηση του θεσμού των μαθητικών εκλογών.  

 Επιπλέον, είναι γνωστό ότι τις  τελευταίες δεκαετίες οι κυβερνώντες διέπραξαν πολλαπλά σφάλματα στη διαχείριση των τρεχουσών ζητημάτων την χώρας ιδίως των οικονομικών, είτε λόγω απειρίας , είτε επειδή στόχευαν στην εξυπηρέτηση αναφανδόν των αδηφάγων προσωπικών συμφερόντων τους αδιαφορώντας για τον λαό. Αποτέλεσμα, οι νεότερες γενιές να υφίστανται τις επονείδιστες συνέπειες των λανθασμένων επιλογών των πολιτικών με αποκορύφωμα τις περιορισμένες και κακοπληρωμένες επαγγελματικές ευκαιρίες που προσφέρονται αλλά και τις ανεπαρκείς παροχές από το κράτος σε συνδυασμό με την υψηλή φορολογία. Για τον παραπάνω λόγο , οι πολίτες απέχουν από τα κοινά εκφράζοντας αισθήματα δυσαρέσκειας και αγανάκτησης  για τα κακώς κείμενα της εποχής τους τα οποία γίνονται φανερά με τις γνωστές σε όλους μας εκφράσεις  “όλα τα κόμματα είναι ίδια” , η “ψήφος μου δε μετράει”. Παράλληλα με τα παραπάνω παρατηρείται ένα σχήμα αποιδεολογικοποίησης της πολιτικής συμμετοχής. Πρόκειται για το σημείο όπου το εκλογικό σώμα ετεροκαθορίζεται με τις παραδοσιακές σχέσεις με τα βασικά πολιτικά υποκείμενα , με όρους ιδεολογικούς και κομματικής ταύτισης . Σε αντιδιαστολή επιλέγεται μία πιο χαλαρή σχέση με την πολιτική και ως συνέπεια με την εκλογική διαδικασία εκλαμβάνοντάς την ως ευκαιριακή και ακραία ωφελιμιστική σχέση , άρα και συγκυριακή.  

 Εξαιτίας των προαναφερθέντων , το δημοκρατικό πολίτευμα υπεισέρχεται αναπόφευκτα σε καθεστώς εκφυλισμού ,καθώς, η αδιαφορία για τα κοινά σηματοδοτεί τον περιορισμό από την μεριά του λαού άσκησης ελέγχου και κριτικής στους φορείς της εξουσίας. Κατά αυτό τον τρόπο ικανοποιείται η βούληση των λίγων που ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα και κατά συνέπεια αποφασίζουν για τους υπόλοιπους που απέχουν. Επιπρόσθετα, ευνοούνται πολιτικές αυταρχισμού και η επικράτηση καθεστωτικών αντιλήψεων από επιτήδειους πολιτικούς οι οποίοι επιδιώκουν ,μέσα από την ανάληψη της εξουσίας  την μετατροπή της πολιτικής σε χώρο εξυπηρέτησης συμφερόντων και της χώρας σε μία οργουελική κοινωνία στην οποία θα βασιλεύει η τυφλή υποταγή και η αναγκαστική συμπόρευση του λαού με τις επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης. Ωστόσο, την ευθύνη για την φαλκίδευση του πολιτεύματος επωμίζονται και οι πολίτες , καθώς σε αυτούς επαφίεται η κατάλληλη επιλογή ,μέσω της άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν , οξυδερκών πολιτικών οι οποίοι θα παρέχουν τα εχέγγυα μιας αμερόληπτης διακυβέρνησης. Στην άποψη ότι η πολιτική εκτυλίσσεται αποκλειστικά στο δρόμο μέσω κινημάτων που ευαισθητοποιούνται αναφορικά με την κλιματική αλλαγή , την κρατική βία κλπ και ότι οι εκλογές είναι αναχρονιστικές είναι απαραίτητο να αντιταχθεί ότι το κοινοβούλιο και η εκτελεστική εξουσία μπορούν να θεσπίσουν τις πολυπόθητες κοινωνικές αλλαγές από βουλευτές οι οποίοι έχουν εκλεγεί από τον άμεσα από τον λαό. 

 Οι επιπτώσεις δεν παύουν να είναι οδυνηρές και για το ίδιο τα ίδια τα θύματα της πολιτικής αλλοτρίωσης καθώς η αδιαφορία τους για τα κοινά ταυτίζεται με την αποψίλωση της κριτικής τους σκέψης και την αδυναμία εκφοράς προσωπικής άποψης, απαραίτητα στοιχεία κάθε δημοκρατικού πολίτη. Έτσι , καθίστανται πνευματικά ετερόφωτοι αποτελώντας αθύρματα και εύκολη λεία πολιτικών επιτηδείων που επιθυμούν να τους εκμεταλλευτούν και να τους παρασύρουν στην ικανοποίηση των ατέρμονων φιλοδοξιών τους. 

 Όσο, απέχουμε από τη συμμετοχή στην κάλπη τόσο το δημοκρατικό πολίτευμα εκμαυλίζεται ,καθώς, λείπει το βασικότερο συστατικό του ο δήμος το οποίο καθιερώθηκε για πρώτη φορά στην αρχαιότητα. Ο Περικλής μάλιστα στον Επιτάφιο λόγο αποκαλούσε άχρηστους όσους απείχαν από τα κοινά. 

 Συντάκτης: Αχιλλέας Παπαστεργίου