Η επικαιρότητα για ακόμη μία φορά τάραξε την ελληνική κοινωνία. Όμως, όχι στον βαθμό που πρέπει καθώς, όπως πάντα οι ταραχές αυτές διαρκούν έως ότου να εμφανιστούν στο φως της δημοσιότητας άλλες φρικαλεότητες που συμβαίνουν στην κοινωνία μας ή έως ότου να λάμψει η “δημοσιογραφική αλήθεια”. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι καταστάσεις αυτές να μην λαμβάνουν τις διαστάσεις που πρέπει και την επόμενη μέρα να έχουν ήδη ξεχαστεί. Πόσο εύκολο, όμως, είναι να ξεχάσει κανείς ότι χιλιάδες παιδιά μεγάλωσαν, μεγαλώνουν και θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν σε ιδρύματα; Σε ιδρύματα που ασκούν βία στα παιδιά τόσο σωματική όσο και ψυχολογική, σε ιδρύματα που προκαλούν επιζήμιες συνέπειες στην ψυχοκοινωνική εξέλιξη των παιδιών, σε ιδρύματα που μέχρι πρότινος δεν τολμούσε κανείς να ασκήσει κριτική καθώς αυτό που -δήθεν- τα χαρακτήριζε ήταν η αγάπη προς τα παιδιά. Ένα από αυτά τα ιδρύματα είναι και η Κιβωτός του Κόσμου, η οποία ύστερα από πολλές καταγγελίες, αποδεικνύεται ότι όχι μόνο δεν ήταν ένας χώρος που φρόντιζε τα απροστάτευτα παιδιά αλλά αντιθέτως, ένας χώρος κακοποίησης που το μόνο που πρόσφερε στα παιδιά  ήταν τραύματα.

  Η Κιβωτός του Κόσμου αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς της χώρας μας. Βασικός στόχος της είναι να στηρίζει παιδιά από τη βρεφική ηλικία έως την ενηλικίωσή τους, παρέχοντάς τους τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης όπως είναι η τροφή, η στέγη, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και η εκπαίδευση. Ιδρύθηκε το 1998 στην Αθήνα και στο πέρασμα των χρόνων δημιουργήθηκαν και άλλες εγκαταστάσεις όπως στην Πωγωνιανή της Ηπείρου ,στην Χίο και στο Βόλο. Όμως, το τελευταίο διάστημα, ένας χείμαρρος καταγγελιών εις βάρος της Κιβωτού του Κόσμου, έφερε στο προσκήνιο αλήθειες για το τι πραγματικά συνέβαινε πίσω από τις πόρτες αυτού του ιδρύματος. 

   Το συμβάν αυτό, αποτέλεσε την αφορμή για την προσέγγιση και την ανάλυση του ζητήματος τόσο της αποϊδρυματοποίησης όσο και της διαδικασίας της αναδοχής των παιδιών. Ως ιδρύματα ορίζονται οι δομές φροντίδας που στεγάζουν παιδιά χωρίς γονική μέριμνα. Στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης τα ιδρύματα παιδικής προστασίας έχουν εγκαταλειφθεί. Αντιθέτως, στην Ελλάδα εν έτει 2022 μετράμε 83 ιδρύματα – δημόσια, ιδιωτικά, εκκλησιαστικά- τα οποία λειτουργούν κάτω από ένα πέπλο αδιαφάνειας και αδιαφορίας. 

 Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία των ιδρυμάτων στη χώρα μας παρουσιάζει σοβαρή ανεπάρκεια στην στελέχωση -κυρίως σε επιστημονικό προσωπικό- το οποίο δεν εποπτεύεται επαρκώς ή και καθόλου. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένας έλεγχος στα ιδρύματα επιβεβαιώνεται από την επιβολή αυστηρής ρουτίνας στα παιδιά ,από τα διάφορα είδη τιμωριών και γενικότερα από την αντιμετώπιση των παιδιών ως “αντικείμενα”. Πρόκειται για καταστάσεις που γίνονται γνωστές κατά καιρούς καθώς διατρέχουν φευγαλέα την επικαιρότητα. Εκτός αυτού, είναι προφανές ότι οι συναισθηματικοί δεσμοί των παιδαγωγών με τα παιδιά είναι ανύπαρκτοι. Αυτό όχι μόνο δεν συμβάλλει στην επούλωση των ήδη τραυματισμένων ψυχών των παιδιών αλλά αντιθέτως τα τραύματά τους διευρύνονται περαιτέρω. Για να ευδοκιμήσει ένα παιδί χρειάζεται φροντίδα, τρυφερότητα και κυρίως αγάπη. Κανένα ίδρυμα, όσο σύγχρονο και αναβαθμισμένο και αν είναι δεν μπορεί να αντικαταστήσει το οικογενειακό περιβάλλον, όπου μόνο  εκεί αρμόζει να μεγαλώσει ένα παιδί.   

   Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, καθίσταται σαφές ότι ο ιδρυματισμός δεν θα έπρεπε να υπάρχει ως λύση, όταν μια οικογένεια αδυνατεί για οποιονδήποτε λόγο να προσφέρει στο παιδί όσα χρειάζεται για την ανατροφή του. Ωστόσο, επειδή η αποϊδρυματοποίηση δεν είναι μια απλή διαδικασία, ούτε μπορεί να γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη, για να φτάσουμε σε αυτό το στάδιο θα πρέπει να προηγηθεί μια σειρά από ενέργειες.  Αρχικά, η πολιτεία από την πλευρά της θα πρέπει να σταματήσει να επιχορηγεί ιδρύματα με σκοπό την κάλυψη των λειτουργικών εξόδων τους ,αλλά να δημιουργήσει και να  ενισχύσει  υπηρεσίες οι οποίες θα προσφέρουν στήριξη και πρόνοια στις οικογένειες, έτσι ώστε ο αποχωρισμός ενός παιδιού από τη βιολογική του οικογένεια -όσο είναι δυνατόν- να μην υπάρχει ούτε ως η τελευταία λύση. Χτίζοντας και ενισχύοντας αυτές τις βάσεις θα είμαστε κάθε φορά ένα βήμα πιο κοντά στην αποϊδρυματοποίηση.  

  Μια σημαντική μορφή παιδικής προστασίας η οποία μπορεί εξίσου να συμβάλει στην αποϊδρυματοποίηση, είναι η αναδοχή. Ειδικότερα, ανάδοχη οικογένεια, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν. 2082/ 21-9-1992 (ΦΕΚ 158/τ.Α), ορίζεται η οικογένεια στην οποία ανατίθεται προσωρινά η φύλαξη, η ανατροφή, η φροντίδα και η διαπαιδαγώγηση των ανηλίκων κάτω των 18 ετών που δεν έχουν ή ζουν σε ακατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον μέχρι την ενηλικίωσή τους. Με λίγα λόγια, η ανάδοχη φροντίδα λειτουργεί ως ένας υποστηρικτικός θεσμός στη γονεϊκη λειτουργία, καθώς οι βιολογικοί γονείς για συγκεκριμένους λόγους, την δεδομένη στιγμή, αδυνατούν να εκπληρώσουν το ρόλο τους. 

  Όσον αφορά το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, η διαδικασία της αναδοχής στηρίζεται στον αρχικό Ν. 2082/1992 (ΦΔΚ 158/21-9-1992) και μετέπειτα στο Ν. 2447/1996 (ΦΔΚ 278/30-12-1996), όπου στο κεφ. 15 ορίζονται αναλυτικά οι υποχρεώσεις των αναδόχων γονέων (άρθρο 1656), οι αρμοδιότητες και τα δικαιώματά τους (άρθρο 1659), η άρση της αναδοχής (άρθρο 1662) και η εποπτεία της κοινωνικής υπηρεσίας (άρθρο 1665). Σε αντίθεση με τη διαδικασία της αναδοχής, για τις δομές παιδικής προστασίας ,δεν υπάρχει θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, που να καθορίζει τις προδιαγραφές λειτουργίας τους. Μολονότι το 2014 εκδόθηκε Υπουργική Απόφαση περί αδειοδότησης και προϋποθέσεων λειτουργίας των ιδρυμάτων παιδικής προστασίας,  καταργήθηκε τρείς μόλις μήνες μετά την εφαρμογή της, λόγω των έντονων αντιδράσεων των ιδρυμάτων. Επομένως, με βάση τα παραπάνω η ανάδοχη φροντίδα θεωρείται σε θεσμικό επίπεδο – και όχι μόνο- σαφώς προτιμότερη από την ιδρυματική φροντίδα. 

   Κλείνοντας, το κυριότερο συμπέρασμα που ανάγεται με βάση τα παραπάνω είναι τόσο η αναγκαιότητα οικοδόμησης από την πολιτεία, ενός συνεκτικού συστήματος παιδικής προστασίας με ισχυροποίηση των μηχανισμών και των θεσμών, όσο και η αναγκαιότητα κινητοποίησης του πολίτη μέσα από την ευαισθητοποίηση της κοινωνίας για την καλύτερη προστασία του παιδιού που στερείται ή απομακρύνεται από το οικογενειακό περιβάλλον. Οφείλουμε όλοι, να τονίσουμε την αξία της “αναδοχής αγκαλιάς” για τα παιδιά εκείνα που μεγαλώνουν και θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν σε ιδρύματα παραμένοντας “ αόρατα”. 

Συντάκτης: Κριστιάνα Ντάγια