Δικαιοσύνη. Πώς ορίζεται; Πρόκειται για έναν καθαρά επιστημονικό όρο τον οποίο δικαιούνται να επικαλούνται και να χρησιμοποιούν μόνο όσοι γνωρίζουν και ασχολούνται εις βάθος την νομική επιστήμη; Είναι αναγκαία η επιμόρφωση της ελληνικής κοινής γνώμης γύρω από θέματα που άπτονται της απονομής δικαιοσύνης και των κανόνων δικαίου; Μπορούμε να πούμε ότι η ελληνική δικαιοσύνη είναι αμφίβολης ποιότητας; Τις πταίει, τέλος πάντων, με το περιβόητο κοινό περί δικαίου αίσθημα; Σωρεία τέτοιων ερωτημάτων εγείρεται ενώ παρακολουθεί κανείς τις πολύκροτες δίκες που κατακλύζουν τα δελτία ειδήσεων – περίοδος που διαρκεί κατά το μέγιστο δύο εβδομάδες. Εύκολες απαντήσεις είναι απίθανο να δοθούν στις παραπάνω ερωτήσεις, όσο εμβαθύνει κανείς όμως, αρκείται στην πολυπλοκότητα της φύσης τους κι επαναπαύεται.
Πολλοί έχουν διατυπώσει κατά καιρούς την άποψη ότι η κοινωνία είναι αποκομμένη από την έννοια της δικαιοσύνης, κρίνοντας από τα ζωώδη αντανακλαστικά της στις δίκες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Ο κατασπαραγμός των διαδίκων, η εμμονική υπερπροβολή τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και η διεξαγωγή λαϊκών δικαστηρίων εντός των παραθύρων των ειδησεογραφικών καναλιών, καθώς και στο πλαίσιο των δημοσιεύσεων στα κοινωνικά δίκτυα έρχονται να επιβεβαιώσουν την παραπάνω άποψη. Ας διερωτηθούμε εδώ, λοιπόν∙ πώς είναι δυνατόν μία πλειοψηφία η οποία προσβλέπει μονάχα στην σκληρή τιμωρία, δηλαδή εκδίκηση η οποία έρχεται να αποκαταστήσει την ηθική τάξη – το δίκαιο – να σέβεται τα αναφαίρετα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο μάλιστα συγκαταλέγεται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ; Η έντονη δυσαρέσκεια των μαζών, όμως, έρχεται κι ως αντίδραση στα ολοένα και συχνότερα αποτρόπαια εγκλήματα αυτά καθαυτά που διαπράττονται τη σημερινή εποχή, καθώς επίσης λειτουργεί ως «εξισορρόπηση» τρόπον τινά θα λέγαμε στην φαινομενικά τουλάχιστον ευνοϊκή μεταχείριση των κατηγορουμένων, στις άδικες εντός κι εκτός εισαγωγικών αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων – βλέπε υπόθεση Λιγνάδη, δίκη της Χρυσής Αυγής κ.α. .
Το μορφωτικό επίπεδο αιτιολογεί την εξαγρίωση αυτή των μαζών, χωρίς αυτό να σημαίνει, όμως, πως ευθύνεται ολοκληρωτικά. Μπορεί εκ πρώτης όψεως τα δομικά προβλήματα που εντοπίζονται να είναι, πρωτίστως, η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας των δικών και δευτερευόντως, οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης στις φυλακές για τις οποίες η χώρα μας έχει καταδικαστεί πολλάκις, αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, πως η ελληνική δικαιοσύνη είναι άριστης ποιότητας. Τα ευρήματα της δημοσκόπησης που διεξήχθη από την Metron Analysis και που παρουσιάστηκε στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών «Δικαιοσύνη: Η μεταρρύθμιση μιας εξουσίας και η αφύπνιση μιας ιδέας» καταδεικνύουν ότι η ελληνική δικαιοσύνη θεωρείται όχι μόνο κατευθυνόμενη από πολιτικούς παράγοντες, αλλά και κοινωνικά άδικη και υπερβολικά επιεικής, ενώ οι ερωτηθέντες αποφάνθηκαν ότι είναι αναποτελεσματική και συνάμα ανεπαρκώς οργανωμένη, δηλαδή αμφιβόλου ποιότητας. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι λογικό κι επόμενο να αιωρείται στην πολιτική ατμόσφαιρα ένα κλίμα δυσπιστίας, καχυποψίας και γενικότερης αμφισβήτησης και τάσεων ανατροπής της πολιτικής εξουσίας∙ κλίμα το οποίο κάλλιστα μπορεί και πράγματι εκμεταλλεύεται ο μέσος Έλληνας δημοσιογράφος.
Εστιάζοντας στην κοινωνική διάσταση, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς της ελληνικής δικαιοσύνης σχετίζεται – αν όχι εξαρτάται – κατά βάση με την εμπειρία που έχει αποκτήσει καθείς από εμάς κατά την επαφή του με την ελληνική δικαιοσύνη. Εμπειρικά μιλώντας, λοιπόν, είναι γεγονός ότι δεν παρέχονται ίσες ευκαιρίες σε όλους τους πολίτες ενώπιον των δικαστηρίων και δη των ποινικών. Συγκεκριμένα, η παρασχόμενη από τις δικαστικές αρχές νομική εκπροσώπηση όσων δεν διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να προσλάβουν δικηγόρο, οι οποίοι προέρχονται κατά κανόνα από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, μπορεί να χαρακτηριστεί το λιγότερο ανεπαρκής σύμφωνα με τα ευρήματα του «Νομικού Παρατηρητήριου για την Νομική Βοήθεια»∙ ένα έργο που υλοποιήθηκε από την Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Παρ’ όλα αυτά, αντί να ρίξουμε όλο το βάρος στην ανεύθυνη κι ανήθικη εκτελεστική και δικαστική εξουσία – καίτοι πράξη καθόλα βολική – πρέπει να αναγνωρίσουμε την ανάγκη επιμόρφωσης των ίδιων των πολιτών σε κρίσιμα θέματα Δικαίου, όπως φερ’ ειπείν της αυστηροποίησης των ποινών, πρακτική η οποία όπως έχει αποδειχθεί περίτρανα μπορεί να γυρίσει boomerang (βλέπε τροποποίηση κύρωσης για τον ομαδικό βιασμό). Αποδεχόμενοι, λοιπόν, το αμετάθετο χρέος των επιστημόνων να επαναπροσεγγίσουν και να επανεκπαιδεύσουν τους πολίτες με τις γνώσεις εκείνες που θα συμβάλλουν στην διαμόρφωση μίας πληρέστερης εικόνας για τη δικαιοσύνη και συνάμα στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης, επιβάλλεται να αναγνωρίσουμε και το δικαίωμά τους στην δημόσια τοποθέτηση. Δεν είναι δυνατόν να συμφωνούμε ότι οι πολίτες χρίζουν επανεκπαίδευσης, αλλά να μην τους αφήνουμε να τοποθετούνται πάνω σε θέματα απονομής της δικαιοσύνης και κράτους δικαίου. Όποιοι κι αν είναι αυτοί κι όποιες αντιλήψεις – λανθασμένες ή μη δεν είναι σε θέση να το κρίνει με ασφάλεια κανείς μας – κι αν εκφράζουν.
Δεν νοείται κράτος δικαίου στην σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία χωρίς την ελευθερία έκφρασης, ειδικά πάνω στις δικαστικές αποφάσεις, η οποία στην ουσία δεν είναι τόσο επικίνδυνη όσο την παρουσιάζουν. Δεν διαμορφώνει ο Λεξ την «αδαή» κοινή γνώμη – όπως ισχυρίσθηκε ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου στο προαναφερθέν συνέδριο – και την στρέφει εναντίον του συστήματος κατά το δοκούν. Μάλλον την εκφράζει και για αυτό χαίρει τόσο ευρείας αποδοχής. Ούτε όσοι επικαλούνται το κοινό περί δικαίου αίσθημα προέρχονται από το αριστερό μέρος του πολιτικού φάσματος και το χρησιμοποιούν βάσει συμφέροντος για να επιτεθούν στα δικαστήρια συλλήβδην. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα, έχει παρουσιαστεί συχνά ως ένα τεχνητό κατασκεύασμα των τελευταίων ετών, μα αυτό που αγνοούν πολλοί είναι ότι συνδέεται άμεσα με το σύστημα των ορκωτών δικαστηρίων και τον θεσμό των ενόρκων.
Σε όσους απαξιούν, λοιπόν, τη θέση που δικαιωματικά κατέχουν, ή αν δεν κατέχουν, που θα έπρεπε να κατέχουν οι πολίτες στην απονομή της δικαιοσύνης δίδεται η εξής απάντηση∙ η δικαιοσύνη δεν ανήκει ούτε στους δικαστές, ούτε στους δικηγόρους, ούτε στους δικαστικούς υπαλλήλους. Ανήκει και αφορά όλους μας ανεξαιρέτως κοινωνικού status, οικονομικής ευχέρειας και μορφωτικού επιπέδου.
Συντάκτης: Σπυριδούλα Γιαννοπούλου