Το να ισχυριστεί κανείς ότι η φετινή χρονιά ήταν αδιάφορη και χωρίς εκπλήξεις θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εύκολα ως ψέμα. Η Μαύρη Βίβλος του 2022 είναι γεμάτη αιματηρά γεγονότα και πολιτική αστάθεια και εμείς, όπως φαίνεται έχουμε πάντα την επιθυμία να γεμίζουμε ακόμη μία σελίδα. Το σκάνδαλο των υποκλοπών, η αποτυχημένη συγκάλυψή του καθώς και οι κοινωνικό-πολιτικές συνέπειές του αποτελούν ένα γεγονός αρκετό από μόνο του για να πρωταγωνιστήσει σε διεθνές επίπεδο. Την εποχή κατά την οποία παίρνουν ζωή οργουελικές προφητείες και δυστοπικά σύμπαντα στην μικρή μας Ελλάδα, αποκαλύπτεται πως οι ρίζες της θεσμικής αποσύνθεσης στην πολιτική σκηνή της χώρας έχουν μεγαλύτερο βάθος από το προσδοκώμενο.

 Όσον αφορά όμως το χρονικό της κατάστασης. Τον Ιούλιο της φετινής χρονιάς αποκαλύφθηκε σε κλειστή συνεδρίαση της Βουλής από τον πρόεδρο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Παναγιώτη Κοντολέων, η παράνομη δράση της με την υποκλοπή τηλεφωνικών κλήσεων εις βάρος (αρχικά) του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, ο οποίος είναι γνωστός για τη συμβολή του στην αποκάλυψη τραπεζικών σκανδάλων και του Σταύρου Μαλιχούδη που έχει ως κύριο τομέα απασχόλησης το προσφυγικό ζήτημα. Στην κορυφή της λίστας των θυμάτων των τηλεφωνικών υποκλοπών βρίσκεται και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκος Ανδρουλάκης με αφορμή τις δηλώσεις του για όσον αφορά τη συγκυβέρνηση με το κυβερνών κόμμα. Γίνεται λοιπόν φανερό πως το “έγκλημα” κατά των δικαιωμάτων και της έντιμης άσκησης πολιτικής αποκτά ήδη οικονομικό και κοινωνικό κίνητρο, πέρα από πολιτικό.

 Με την ευρεία έκταση που έλαβε το θέμα στις  διαδικτυακές πλατφόρμες και τον έντυπο τύπο, φυσικό και επόμενο ήταν η ίδια η κυβέρνηση να απαρνηθεί κάθε εμπλοκή όπως ακριβώς έκανε με τη σειρά της η ΕΥΠ σχετικά με την (κατά)χρήση του ισραηλινής καταγωγής, κακόβουλου λογισμικού predator . Παρά τις σφοδρές μομφές από την αντιπολίτευση περί στηλίτευσης της δημοκρατίας και χρήσης παράνομων μέσων, το ζήτημα εξαφανίστηκε σχεδόν από τα (φιλικά προσκείμενα) Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Όμως επειδή ουδέν κρυπτόν υπό του ηλίου, και μετά τις δημοσκοπικές έρευνες της 4ης Αυγούστου, το ζήτημα βρέθηκε στο φως της δημοσιότητας την αμέσως επόμενη μέρα που ο Κοντολέων και ο Γρηγόρης Δημητριάδης -Γενικός Γραμματέας του γραφείου του Πρωθυπουργού- δήλωσαν αμφότεροι την παραίτηση από τα καθήκοντά τους.

 Παρά την αποκάλυψη του διπλού σκανδάλου, το δυστοπικό αυτό  κατασκοπευτικό “μυθιστόρημα” φαίνεται να έχει πάρει έναν δρόμο που επιστροφή δεν έχει μετά από την δημοσίευση της λίστας των παρακολουθέντων, αποτελούμενη από πρωτεύοντα πρόσωπα της εγχώριας πολιτικής, όσο και άτομα από τον επιχειρηματικό κόσμο. Εδώ μας δίνεται η ευκαιρία για μία αναφορά στην προαναφερθείσα έννοια της ευθύνης, βαρύνουσα αρκετά σαν ιδέα ώστε να μην την αναλαμβάνει κανείς. Η πολιτική ευθύνη από μόνη της, το ουσιώδες αυτό συστατικό ενός δημοκρατικού και συντεταγμένου πολιτεύματος, παραμένει ανέγγιχτη καθώς το πολιτικό κόστος απέναντι στο κοινό, το οποίο ισούται με παραίτηση αποτελεί ακριβό τίμημα, ένα τίμημα που κανένας δεν δύναται να πληρώσει. Βεβαίως και είναι σύνηθες σε τέτοιου βεληνεκούς πολιτικά (και όχι μόνο) σκάνδαλα να αποπειράται η συγκάλυψη τους, όπως άλλωστε το ίδιο σύνηθες είναι να αποφεύγεται η ανάληψη του λάθους. Στη δεδομένη περίπτωση τόσο η ίδια η ΕΥΠ, αποποιείται των ευθυνών όσο και ο πρωθυπουργός της χώρας, που σύμφωνα με τα λεγόμενα του δεν είχε κανένα απολύτως στοιχείο για τις αθέμιτες πρακτικές της προαναφερθείσας υπηρεσίας, κάνοντας έτσι την πραγματική ευθύνη “μπαλάκι” σε ένα παιχνίδι που πλέον δεν έχει νικητή. Μπορεί οι δείκτες να μην σταματούν να αλλάζουν κατεύθυνση αλλά η έννομη τάξη φυσικώς και δεν ψεύδεται, καθώς κοιτώντας πίσω στο 2019, στο νόμο περί επιτελικού κράτους όταν η ΕΥΠ ανελήφθη από την πρώτη κιόλας στιγμή της νέας διακυβέρνησης από το πρωθυπουργικό γραφείο.

 Ως γνωστόν ο κόσμος είναι μικρός και τα νέα μαθαίνονται γρήγορα, οπότε δεν προκλήθηκε καμία εντύπωση όταν σημειώθηκε διεθνής σάλος μπροστά στο άκουσμα του σκανδάλου. Η πολυαναμενόμενη επέμβαση της επιτροπής PEGA, με τις ευχές πάντοτε του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είχε το αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθώς ο πρωθυπουργός αρνήθηκε να εμφανιστεί στην ανακριτική διαδικασία στέλνοντας αντ’ αυτού τον υπουργό Επικρατείας, Γεώργιο Γεραπετρίτη. Η επιτηρήτρια της PEGA, Σόφι Ιν’’ Βελντ, έκρουσε τον κώδωνα του άμεσου κινδύνου, ο χρόνος όμως δεν σταματά να κυλά και ο κίνδυνος ελλοχεύει, απορρίπτοντας όσα νομίζονταν κάποτε αυτονόητα και η διεθνής εικόνα της χώρας του φωτός ξαφνικά σκοτείνιασε πριν ξεθωριάσει στη σωρεία “καταλάθος εξαφανισμένων” θεμάτων. Η φήμη της καταγραφής τηλεφωνημάτων από το Μέγαρο Μαξίμου που δίνει εντολή για την αποσιώπηση των γεγονότων στη χώρα από τον διεθνή Τύπο αποτελεί επαρκέστατη απάντηση για μερικούς. Για κάποιους άλλους όμως όχι. Παρ’ όλα αυτά οι θεωρίες συνομωσίας, τα μυστικά τα οποία αγκομαχούν να βγουν στο φως και η συνέχιση της “ανυπαρξίας” επαρκών εξηγήσεων όχι μόνο βγάζουν την αλήθεια εκτός παιχνιδιού, αλλά δημιουργούν ένα συνοθύλευμα σύγχυσης το οποίο δημιουργεί μία συνεχή απορία για ποιο προορισμό οδεύουμε σε εθνικό επίπεδο.

 Η σωστή απάντηση είναι “ Σε εκλογές” και δεν είναι άγνωστη στους περισσότερους. Η κυβερνητική θητεία οδεύει μεν προς το τέλος της, αλλά σε ουδεμία των περιπτώσεων όπως ήταν αναμενόμενο (και όχι, αυτό δεν σχετίζεται με την πανδημία). Το σκάνδαλο των υποκλοπών λειτούργησε ως εκρηκτικός μηχανισμός στην εκλογική σκηνή, ενώ το όζον πολιτικό κλίμα φαίνεται να καλύπτει την αλήθεια και να οδηγεί την επικείμενη εκλογική μάχη σε ένα ιδιαίτερα ομιχλώδες τοπίο. Η ζωή συνεχίζεται, όπως και οι καινούριες πληροφορίες, οι προεκλογικές εκστρατείες έχουν ξεκινήσει, με την προκήρυξη των εκλογών να είναι επιμελώς καθυστερημένη. Βεβαίως και δεν έχουν εκλείψει σχολιασμοί για αυτό, δεδομένου όμως του επιβαρυμένου πεδίου των εκλογικών αναμετρήσεων και της σχεδόν εξεγερτικής αντιπολίτευσης, αυτή η καθυστέρηση λειτουργεί καταλυτικά ως προς την αποσυμπίεση της κατάστασης για την -κατά μία έννοια- ομαλή διεξαγωγή τους.

 Η προαναφερθείσα ομαλή διεξαγωγή αποτελεί γεννήτρια τόσο εμποδίων, όσο και ερωτημάτων, δίνοντάς μας έτσι την αφορμή για το βασικότερο παράγοντα. Η πολυπόθητη έννοια της εθνικής ασφάλειας ως η αιτία στην οποία γίνεται προσπάθεια να στηριχθεί . Η έννοια της εθνικής ασφάλειας παραμένει ανεξιχνίαστο μυστήριο καθώς δεν υφίσταται κάποιο στοιχείο που να την ορίζει με ουσιώδη τρόπο. Ο ισχυρισμός των κυβερνητικών εκπροσώπων κατά του κ. Ανδρουλάκη για μυστικές συνομιλίες με τόσο τη Ρωσική, όσο και τον Τουρκική κυβέρνηση φαίνεται να έχει λειτουργήσει ως αφύπνιση για το πατριωτικό φρόνημα του ελληνικού λαού. Ή τουλάχιστον του μέρους που υποστηρίζει πως όποιος δεν υπερασπίζει την αδικαιολόγητη παραβίαση των δικαιωμάτων, της ιδιωτικότητας και κάθε νομικού πλαισίου είναι φιλικά προσκείμενος στις εκάστοτε χώρες. Στην ελληνική, αποδίδονται χαρακτηρισμοί όπως αυτοί του προδότη ή του ανθέλληνα. Κι ας μην υπάρχουν απτές αποδείξεις για τέτοιου είδους ενέργειες από πλευράς του παρακολουθούμενου. Αυτή η πλευρά συγκρούεται με μία άλλη, διαμαρτυρόμενη στα γεγονότα, δημιουργώντας μία σύγχρονη έκφανση του Εθνικού Διχασμού, με την εξαίρεση ότι ο πόλεμος αυτή τη φορά βρίσκεται στον πυρήνα της χώρας. Δεν είναι τελείως παράλογο με την “πολυποικιλότητα” των αντιλήψεων και τη σύνδεση τους με τον ελληνικό πατριωτισμό, να παρατηρηθεί η ανάδυση μίας νέας έννοιας της εθνικοφροσύνης που βασίζεται σε αβάσιμα και ασταθή γεγονότα και σε μία πραγματικότητα που πωλείται μέσω ψευδαισθήσεων.

 Αν υπάρχει μία αλήθεια που πρέπει να ειπωθεί, αυτή είναι η εξής. Ο κόσμος δεν νοιάζεται για σκάνδαλα, υποκλοπές και υποτιθέμενα σύνδρομα καταδίωξης. Αυτό το οποίο χαίρει προσοχής είναι ότι το πολίτευμα μας με θεμελιώδες σκοπό ύπαρξης την διασφάλιση της  ελευθερίας μας, διολισθαίνει ολίγον κατ’ ολίγον στον αυταρχισμό. Οι πρεσβευτές της δημοκρατίας ασπάζονται όλο και περισσότερο τον αμοραλισμό της πολιτικής στο όνομα μίας εξουσίας που αλλάζει συνεχώς “αφέντη” ενώ κάθε αξία που προσδιορίζει ένα ελεύθερο πολίτευμα γίνεται βορά κρατικών θηρίων. Η ενότητα του κράτους αλλά και η άμυνα του εργαλειοποιείται ως πολιτική προπαγάνδας και χειραγώγησης σε ένα κοινό που έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τέτοιου είδους κόλπα.

 Η έννοια της εθνικής ασφάλειας παύει να ισχύει στη θέα οικονομικο-πολιτικών σκανδάλων, τόσο στα εδάφη και τα σύνορα, όσο και στα σπίτια των πολιτών. Σε ακραίες εποχές υπάρχει χώρος μόνο για ακρότητες, οι οποίες μετά λησμονούνται με κάθε απόπειρα αποσιώπησης, όσο η πόλωση από πολίτη σε πολίτη μεγαλώνει τις αποστάσεις μεταξύ τους και κάνει τη σιωπή να ακούγεται πιο δυνατά. Ίσως να είναι καλύτερα που δεν μιλάει κανένας. Ίσως καλό θα ήταν να μη λέει κανείς πολλά όταν είναι άγνωστη σε περιεχόμενο η αυριανή δυστοπία. Ίσως θα ήταν καλό να μένουμε σιωπηλοί όταν δεν γνωρίζουμε ποιος είναι ο επόμενος.

Προσοχή αγαπητέ αναγνώστη.

Ο Μεγάλος Αδελφός σε βλέπει.

Συντάκτης: Σοφία Κανελλάκη