Η ηγεμονία στο άναρχο διεθνές σύστημα ή μάλλον η επιθυμία αυτής, έχει αποτελέσει τη κινητήρια δύναμη των πιο αιματηρών πολέμων που γνώρισε ο πλανήτης από την αρχαιότητα έως σήμερα. Ως μία λέξη που συνδυάζει το δέος και την επιβολή με την έννοια της ισχύος, τοποθετείται εύστοχα στο επίκεντρο των συζητήσεων περί κυριαρχίας, ειδικότερα όταν εκείνες αφορούν την επεκτατική πολιτική των επονομαζόμενων «Μεγάλων Δυνάμεων». Την τελευταία δεκαετία, η μεγιστοποίηση της οικονομικής ισχύος της Κίνας, η διόγκωση του στρατιωτικού εξοπλισμού της και οι πρωτοβουλίες της στο χώρο των διεθνών διαπραγματεύσεων στρέφουν με ανησυχία τα βλέμματα της Δύσης προς την κατεύθυνσή της. Δικαίως. Η κυριαρχία της στη περιφέρεια της Ανατολικής Ασίας, καλλιεργεί την επιθυμία αφενός για αναχαίτηση της εξάπλωσης άλλων ηγεμονικών χωρών στην περιοχή και αφετέρου για επέκταση της δικής της επιρροής σε άλλες περιοχές του πλανήτη, ιδίως στις εγγύτερες, έστω και μακροπρόθεσμα.

H Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ) είναι δημιούργημα του Κουμμουνιστικού Κόμματος της Κίνας (ΚΚΚ), το οποίο ανέλαβε της εξουσία της χώρας το 1949. Η σημερινή κινεζική εξουσία βρίσκεται ουσιαστικά στα χέρια των απογόνων των αγωνιστών εκείνης της εποχής, είναι δηλαδή ένα είδος πολιτικής αυτοκρατορίας. Έχοντας βιώσει τον «αιώνα των ταπεινώσεων» (1832-1949), κατά τον οποίο υπέστη σημαντικές γεωγραφικές απώλειες, η Κίνα βασίζεται στις νέες γενιές ώστε να της επιστραφεί η χαμένη ισχύς και περηφάνια, αλλά και να πραγματοποιήσει το μύθο της «Μεγάλης Κίνας» δηλαδή την ενοποίηση όλων των εδαφών που ήταν υπό την πολιτική της επιρροή. Για το ΚΚΚ ο εθνικισμός προβάλλεται ιδιαίτερα ως μια εναλλακτική βάση νομιμοποίησης σε περίπτωση μείωσης των ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης. Παράλληλα, οι δυτικές πιέσεις για εκδημοκρατισμό της χώρας αποτελούν απειλή για το Κόμμα, το οποίο είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο σε δυτικές κριτικές σχετικά με το πολιτικό του μονοπώλιο και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Πέρα από την σταθερότητα που της αποφέρει ο μονοκομματισμός, η Κίνα, ούσα χώρα με σημαντικό φυσικό πλούτο , μεγάλο πληθυσμό , πυρηνικό οπλοστάσιο και ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, διαθέτει όλα τα πλεονεκτήματα μιας εξελισσόμενης μεγάλης δύναμης. Σύμφωνα με δηλώσεις του Κινέζου ηγέτη Xi Jinping που εισήλθε επίσημα στην τρίτη θητεία του πριν δύο μήνες, η Κίνα επιλέγει μία «ειρηνική άνοδο», απορρίπτοντας τη χρήση βίας ως μέσο εξέλιξης της σε περιφερειακό και μετέπειτα παγκόσμιο ηγεμόνα. Ωστόσο, παρόλο που ο βίαιος επεκτατισμός απορρίπτεται ως πλάνο εξωτερικής πολιτικής, η χρήση βίας σε περιπτώσεις εξέχουσας απειλής παραμένει επιλογή. Αυτό που παρατηρείται στην πραγματικότητα είναι η άσκηση μίας σταθμισμένης υψηλής στρατηγικής. Δηλαδή, η οικονομική πολιτική, η εσωτερική πολιτική, η διπλωματία, ο στρατιωτικός σχεδιασμός και η διεθνής νομιμοποίηση αποτελούν αλληλοκινούμενα γρανάζια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Κάθε επιλογή κινείται με βάση τα συμφέροντα της χώρας και την μεγιστοποίηση της ετοιμότητας της σε περίπτωση κρίσης. Έτσι, αιτιολογείται η σύσφιξη των σχέσεων με την -επίσης μεγάλη δύναμη- Ρωσία, η οποία επισφραγίστηκε και προσφάτως με τις δηλώσεις κατά τη διάρκεια της επίσημης συνάντησης του Ρώσου πρωθυπουργού Vladimir  Putin και του Κινέζου Προέδρου Xi Jinping στη Σαμαρκάνδη. Άλλωστε, η επιλογή συμμάχων είναι καθοριστικής σημασίας υπό το πρίσμα της συγκρουσιακής πραγματικότητας που διαμορφώνεται στη βάση της κρατικής συμφεροντολογίας.

Εξετάζοντας τις δηλώσεις του Ρώσου πρωθυπουργού, η Ρωσία υποστηρίζει την πολιτική της Μεγάλης Κίνας, αντιτίθεται στις προκλήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών στα Στενά της Ταϊβάν και εκτιμά την «ισορροπημένη στάση» της Κίνας για την Ουκρανία, επισημαίνοντας τοιουτοτρόπως τη αλληλοϋποστήριξη των δύο χωρών η οποία αποτελεί σημαντική στρατηγική κατοχύρωση. Οι δύο χώρες πέραν της μεγάλης ενεργειακής και εμπορικής αλληλεξάρτησης τους, αντιμετωπίζουν επίσης μία κοινή απειλή που ευνοεί την συνεργασία τους. Συγκεκριμένα, η σύσφιξη των σχέσεων Κίνας-Ρωσίας δρα κατασταλτικά του επεκτατισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες στοχεύουν δυναμικά στη συνεχή διεύρυνση της σφαίρας επιρροής τους, υπονομεύοντας την θέση όλων των υπόλοιπων κρατών, δη των ισχυρότερων, στο διεθνές σύστημα. Η συζήτηση στην προκειμένη περίπτωση λαμβάνει γεωπολιτικές και οικονομικές προεκτάσεις οι οποίες βοηθούν στην ερμηνεία των σχέσεων κυριαρχίας μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων και μπορούν να συσπειρωθούν παραδειγματικά γύρω από το ζήτημα της ανεξαρτητοποιήσεως της Ταϊβάν.

Συγκεκριμένα, η Ταϊβάν είναι ένα νησί, περίπου 100 μίλια από τις ακτές της νοτιοανατολικής Κίνας. Βρίσκεται στη λεγόμενη «πρώτη νησιωτική αλυσίδα», η οποία περιλαμβάνει έναν κατάλογο φιλικών προς τις ΗΠΑ εδαφών που είναι κρίσιμα για την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, για αυτό και σε περιόδους υποβοσκουσών συγκρούσεων μεταξύ Κίνας-Ταϊβάν, οι ΗΠΑ παρείχαν χρηματική, στρατιωτική και πολιτική στήριξη στο νησί που διεκδικούσε την ανεξαρτησία του. Αν η Ταϊβάν περάσει στα γεωγραφικά όρια άσκησης εξουσίας της Κίνας, τότε οι ΗΠΑ χάνουν αυτομάτως ένα γεωγραφικό πεδίου ελέγχου και η δύναμη τους στη περιοχή μειώνεται. Ωστόσο, πέραν της γεωπολιτικής σημασίας, η Ταϊβάν διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Μεγάλο μέρος του καθημερινού ηλεκτρονικού εξοπλισμού του κόσμου τροφοδοτείται από τσιπ υπολογιστών που κατασκευάζονται εκεί. Κατά ένα μέτρο, μία μόνο ταϊβανέζικη εταιρεία – η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company ή TSMC – έχει πάνω από το ήμισυ της παγκόσμιας αγοράς. Ως εκ τούτου, η πρόσδεση του νησιού στην Κίνα  θα μπορούσε να δώσει στο Πεκίνο κάποιο έλεγχο σε μια από τις σημαντικότερες βιομηχανίες του κόσμου, μεγιστοποιώντας την οικονομική του δύναμη. Σαφέστατα, οι ΗΠΑ θα κάνουν ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν την τεράστια μεταβίβαση εξουσίας που θίγει την κυριαρχία τους και εύλογα η Κίνα θα αντιτεθεί στη κίνηση αυτή προκειμένου να επεκτείνει την πολιτική επιρροή της. Η παροχή υποστήριξης της Ρωσίας στη Κίνα μπορεί να φανεί παράδοξη διότι ισχυροποιεί την ανάδυση μίας δεύτερης πανίσχυρης δύναμης στην Ευρασία, εντούτοις πρόκειται για διπλωματικό παιχνίδι που στόχο έχει τον περιορισμό του ηγεμονισμού των Ηνωμένων Πολιτειών.

Το παράδειγμα της Ταϊβάν είναι χρήσιμο διότι η στάση που έχει κρατήσει η Κίνα ως προς το ζήτημα προτάσσει τα πασιφιστικά της ιδεώδη που συναρτώνται με το σχέδιο της «ειρηνικής ανόδου» χωρίς ωστόσο να αποκλείει την άσκηση σκληρής ισχύος όταν θίγονται ζωτικά της συμφέροντα. Όπως έχει πει και ο Henry Kissinger «Η μετριοπάθεια είναι προσόν μόνο όταν οι άλλοι αντιλαμβάνονται ότι έχεις και άλλες επιλογές» και η Κίνα εμπράκτως έχει δείξει ότι μπορεί να ακολουθήσει και άλλους δρόμους , πέραν των ειρηνικών, αν κρίνει πως υπονομεύεται η ακεραιότητά της. Ειδικότερα, η ανάδειξη της Κίνας ως την κυρίαρχη χώρα στο Διεθνές Εμπόριο έχει συνδράμει στην διόγκωση των κρατικών εσόδων της. Όπως είναι φυσικό, η  οικονομική ανάπτυξη παρέχει δυνατότητες υψηλότερης χρηματοδότησης σε υπηρεσίες που χρίζουν αναπτύξεως, όπως οι στρατιωτικές υπηρεσίες. Το γεγονός ότι οι στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας υπολογίζεται ότι ανέρχονταν σε 270 δις δολάρια το 2021, δηλαδή είχαν σχεδόν διπλασιαστεί σε σχέση με το 2010 (140 δις), μαρτυρά την απόφαση της χώρας να ενισχύσει το στρατιωτικό της υπόβαθρο, ώστε αυτό αφενός να αποτελέσει στήριγμα στις διπλωματικές δράσεις της και αφετέρου να την καταστίσει αντάξια ή και υπέρτερη των αντιπάλων της. Τη δεδομένη στιγμή, η Κίνα διαθέτει το μεγαλύτερο αριθμητικά ναυτικό, κατέχει υπερσύγχρονους πυραύλους, επενδύει στην ενίσχυση των πυρηνικών αποθεμάτων της, ενώ παράλληλα σημειώνει άλματα στον τομέα της Τεχνητής Νοημοσύνης και βελτιστοποιεί τις τακτικές διεξαγωγής κυβερνοπολέμου. Με άλλα λόγια, εξελίσσεται σταδιακά σε μία στρατιωτική υπερδύναμη η οποία μεριμνά για την αποδοτικότητα της σε περίπτωση πολέμου, παρόλο που εμπλοκή σε συρράξεις ή σκόπιμη έναρξη τους δεν αποτελούν κυρίαρχους τρόπους διεξαγωγής της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.

Από την άλλη πλευρά, ο «εκδημοκρατισμός» και η διπλωματία ως ειρηνικοί και αποτελεσματικοί τρόποι διεκδικήσεων, φαίνεται ότι κερδίζουν την πρωτοκαθεδρία στις μεθόδους άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Απόδειξη αποτελεί η συμμετοχή της Κίνας σε σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς, με κυριότερους τον Ο.Η.Ε. στο πλαίσιο του οποίου τελεί και ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας, αλλά και στον BRICS που αποτελείται από πέντε κορυφαίες αναδυόμενες αγορές: Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική. Σε περιφερειακό επίπεδο, η διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής- διπλωματίας της Κίνας είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς ο μεγάλος αριθμός των όμορών της κρατών επιφέρει αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα που είναι δύσκολο να συμβιβαστούν διότι θίγονται τα οικονομικά πλεονεκτήματα των χωρών στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας. Εντούτοις, το δόγμα ειρηνικής ανόδου της Κίνας επεξηγείται σε μεγάλο βαθμό από τη θέλησή της να αποφύγει τη συσπείρωση των άλλων μεγάλων δυνάμεων εναντίον της, όπως συμβαίνει στη περίπτωση των ΗΠΑ. Επιπλέον, οι χαμηλοί τόνοι στην εξωτερική πολιτική της Κίνας υπηρετούν  την επιδίωξή της για συνέχιση της οικονομικής της ανόδου, αποφεύγοντας μέτρα προστατευτισμού από τα δυτικά κράτη.

Προς το παρόν η Κίνα φαίνεται να ακολουθεί την προσέγγιση «νίκη χωρίς μάχη», χωρίς να αποστασιοποιείται από τις πολιτικές κατευθυντήριες που έχει θέσει περί δημιουργίας μίας ισχυρής δημοκρατικής, πνευματικά καλλιεργημένης και αρμονικής σοσιαλιστικής χώρας μέχρι το 2049, όταν συμπληρώνεται ένας αιώνας από τη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Όπως έχει δηλώσει και ο ανώτερος συνταγματάρχης Zhou Bo  «Η Κίνα δεν έχει καμία πρόθεση να αστυνομεύσει τον κόσμο, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη κι αν γίνει πολύ πιο δυνατή μια μέρα, θα διατηρήσει τις βασικές της πολιτικές». Ωστόσο, η μεγιστοποίηση της ισχύος της γεννά αδιαμφισβήτητα ανησυχίες στη Δύση, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες οι οποίες φαίνεται ότι προσπαθούν να χαλιναγωγήσουν των «κινεζικό δράκο» μέσω διεθνών συμφωνιών και στρατιωτικής περικύκλωσης.

Με άλλα λόγια, η ανάδυση της Κίνας στο διεθνές σύστημα γεννά ένα δίλλημα ασφάλειας η κλιμάκωση του οποίου προβλέπεται με δυσκολία από τους διεθνολόγους. Μπορεί, προς το παρόν, ο εκσυγχρονισμός των κινεζικών στρατιωτικών δυνάμεων, να μην έχει φτάσει ακόμη σε σημείο που να μπορέσει να απειλήσει ευθέως την στρατιωτική, συμβατική, πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, όμως σίγουρα κινείται με ταχύτατους ρυθμούς. Η ανατροπή αυτή στα δεδομένα της ως τώρα κατανομής ισχύος στο διεθνές σύστημα σπέρνει πρωτίστως τον φόβο. Παρά τις επίσημες δηλώσεις της, οι οποίες χαρακτηρίζονται από πασιφισμό, η Κίνα αποκτά σταδιακά όλα τα συστατικά στοιχεία μίας ηγέτιδας δύναμης, σε σημείο που είναι εύλογο τόσο τα κράτη της Ανατολικής Ασίας όσο και της Δύσης να επιθυμούν η χώρα να εμείνει στην φιλειρηνική της πολιτική, καθώς σε αντίθετο σενάριο, η μοίρα των αντιπάλων της φαντάζει δυσοίωνη.

Συντάκτης: Ειρήνη Κόρδα