Ο μήνας Νοέμβριος αποτέλεσε σημαντικός μήνας διεθνών γεγονότων. Περισσότερο όμως, αποτέλεσε κρίσιμος  για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού και συγκεκριμένα για τις Η.Π.Α., καθώς τα βλέμματα στράφηκαν στην ενδιάμεση εκλογική περίοδο του 2022 η οποία θα συγκροτούσε το 118ο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο θα έχει διάρκεια ζωής από τις 3 Ιανουαρίου του 2023 έως τις 3 Ιανουαρίου του 2025. Για ακόμη μια φορά, Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί «ρίχτηκαν στην μάχη» ώστε να καταφέρουν τις όσο πιο δυνατές καλύτερες επιδόσεις στην κάλπη, αλλά και να κερδίσουν τις όσες πιο περισσότερες έδρες στη Γερουσία (Senate) και στη Βουλή των Αντιπροσώπων (House of Representatives) αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά και μπορούν να φανερώσουν αρκετές παραμέτρους για την πολιτική και κοινωνική ζωή της Αμερικής το τρέχον διάστημα.

Συγκεκριμένα, τον έλεγχο της Γερουσίας κατάφεραν να αναλάβουν οι Δημοκρατικοί, με τις κερδισμένες έδρες να ανέρχονται στις 50 έναντι 49 των Ρεπουμπλικάνων μετά την κρίσιμη μάχη στην πολιτεία της Νεβάδα και της τελικής ανάδειξης της Δημοκρατικής Κάθριν Κορτέζ Μάστο, έναντι του Ρεπουμπλικάνου Άνταμ Λάξαλτ. Φυσικά, μετά την ανάδειξη των αποτελεσμάτων ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν δεν έκρυψε με τις δηλώσεις του τον ενθουσιασμό του αλλά και την επιφυλακτικότητα του, υποστηρίζοντας πως νιώθει αυτοπεποίθηση για τα επόμενα χρόνια  της Προεδρίας του, ταυτοχρόνως όμως έκανε λόγο και για τον επαναληπτικό εκλογικό γύρο στην πολιτεία της Τζόρτζια που θα καθορίσει την τελευταία και πιο καθοριστικής σημασίας έδρα στη Γερουσία. Στην περίπτωση ανάδειξης Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου  έναντι Δημοκρατικού, οι δύο πλευρές θα αποκτήσουν ισοψηφία –με 50 έδρες οι Δημοκρατικοί και με 50 έδρες οι Ρεπουμπλικάνοι- με την ψήφο της Αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Κάμαλα Χάρις να αποτελέσει τον παράγοντα που θα λύσει τον «γόρδιο δεσμό». Ο Αμερικανός Πρόεδρος πάντως, διακαώς  ελπίζει στην κατάκτηση της 51ης έδρας από το Δημοκρατικό Κόμμα για την εξασφάλιση πλειοψηφίας.

Είναι απορίας άξιο για την πλειονότητα των Αμερικανών πολιτών αλλά και των πολιτικών αναλυτών, πως ο Πρόεδρος Μπάιντεν φάνηκε να βγήκε κερδισμένος αλλά και δικαιωμένος μέσα από την ανάδειξη των Δημοκρατικών στην Γερουσία, τη στιγμή που αρκετές εκτιμήσεις έδειχναν πως ο Πρόεδρος δεν θα κατορθώσει μια καθόλου καλή επίδοση λόγω της χαμηλής δημοτικότητας του, η οποία οφείλεται στις μη αποτελεσματικές πολιτικές του όσον αφορά στο τομέα της οικονομίας και του πληθωρισμού τους τελευταίους μήνες. Όπως και να έχει η ξεκάθαρη αυτή νίκη των Δημοκρατικών, δίνει το εφαλτήριο στον Πρόεδρο Μπάιντεν να πραγματώσει ορισμένους από τους στόχους του μέχρι και το 2024, έτος που σηματοδοτεί τη λήξη της προεδρικής του θητείας.

Στην άλλη όψη του νομίσματος, ο έλεγχος της Βουλής των Αντιπροσώπων ανακτήθηκε από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, με τον ρεπουμπλικάνο Κέβιν Μακάρθι να γίνεται ο επόμενος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, αναλαμβάνοντας τα ηνία από την μέχρι πρότινος Πρόεδρο της Δημοκρατικής πλευράς Νάνσυ Πελόζι. Αναλυτικότερα, στο πλαίσιο της πλειοψηφίας στην Βουλή των Αντιπροσώπων, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα επικράτησε με 221 έδρες έναντι των 214 εδρών του Δημοκρατικού Κόμματος. Και σε αυτό το εκλογικό πόρισμα, τα σχόλια του Μπάιντεν δεν έλειψαν, καθώς  ο Αμερικανός Πρόεδρος συνεχάρη τον Μακάρθι για την νίκη της παράταξης του, ξεκαθαρίζοντας παράλληλα πως δεν πρόκειται να συνεργαστεί με καμία Ρεπουμπλικανική πολιτική που αποβλέπει στην αύξηση του πληθωρισμού και κατά επέκταση στην επιδείνωση των συνθηκών ζωής του αμερικανικού λαού.

Το μεγάλο και αναμενόμενο «κόκκινο κύμα» που πρόσμενε η Ρεπουμπλικανική πλευρά και περισσότερο ο ίδιος ο πρώην ρεπουμπλικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τράμπ δεν έφτασε ποτέ. Αντιθέτως, αν ληφθεί υπόψη και η παραδοσιακή αμερικανική πολιτική τακτική που θέλει το κόμμα της αντιπολίτευσης να θριαμβεύει στις ενδιάμεσες εκλογές, η επίδοση των Ρεπουμπλικάνων θεωρείται καλή προς ικανοποιητική. Το δεδομένο αυτό μπορεί να σημαίνει πολλαπλά πράγματα: Καταρχάς, μπορεί να βάλει φρένο στα σχέδια του Τράμπ που στοχεύουν στην διεκδίκηση ξανά του Προεδρικού αξιώματος το 2024. Οι Ρεπουμπλικάνοι φαίνεται πως είναι διχασμένοι ανάμεσα σε αυτούς που εξακολουθούν να πιστεύουν τα λεγόμενα του περί κλεμμένης ψήφου και νοθευμένου αποτελέσματος στις εκλογές του 2020, και σε αυτούς που θέλουν να απομακρυνθούν από το ρεύμα του «τραμπισμού» μιας και δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τα αποτελέσματα των εκλογών. «Η συνεχής ρητορική του Τράμπ να κοιτάξουμε πίσω στο τι έγινε στις εκλογές του 2020, δεν αποδείχθηκε αρκετά ελκυστική στους ψηφοφόρους» υποστήριξε ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος με έδρα το Τέξας, Τζον Κόρνυν. Συμπληρωματικά ο Γκάρι Πίτερς της Δημοκρατικής πλευράς, τόνισε πως αν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα παραμείνει στο ρεύμα του τραμπισμού και δεν επιστρέψει στις καθιερωμένες θέσεις του τότε αυτό θα είναι σίγουρα προβληματικό για την Ρεπουμπλικανική παράταξη.

Φυσικά, όλα αυτά συνδέονται και με το τραγικό συμβάν της εισβολής των υποστηρικτών του Τράμπ στο Καπιτώλιο την 6η Ιανουαρίου του 2021, μετά από “προτροπή” του ιδίου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, αποτελεί λογικό το γεγονός πως η Ρεπουμπλικανική πλευρά θα θέλει να απομακρυνθεί από την επίδραση του πρώην Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, μιας και αρκετές εκτιμήσεις δείχνουν την πιθανή άνοδο του ρεπουμπλικάνου Κυβερνήτη της πολιτείας της Φλόριντα Ρον ΝτεΣάντις ως του «εκλεκτού» που μπορεί να διεκδικήσει το χρίσμα των ομοϊδεατών του για την Προεδρία στις επικείμενες εκλογές του 2024, αν και ο ΝτεΣάντις έχει μείνει γνωστός ως «Τράμπ με μυαλό» μιας και ο ίδιος διαθέτει τις ίδιες απόψεις με τον τέως Αμερικανό Πρόεδρο με τη διαφορά να βρίσκεται στο ότι δίνει μεγαλύτερη προσοχή στην έκφραση του λόγου του.

Η χαμηλή επίδοση των Ρεπουμπλικάνων, οφείλεται ασφαλώς και στην ανατροπή της απόφασης Roe v Wade από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία αφορούσε στο δικαίωμα ενός ατόμου να προβεί σε άμβλωση όποτε το επιθυμούσε. Σύμφωνα και με τα exit polls των τωρινών ενδιάμεσων εκλογών, το 27% των ψηφοφόρων δήλωσε πως το ελεύθερο δικαίωμα στην άμβλωση αποτελούσε τη νούμερο 1 παράμετρο που θα καθόριζε τη ψήφο τους, με δεδομένο το ότι τα προηγούμενα χρόνια το συγκεκριμένο ζήτημα δεν απασχολούσε ιδιαίτερα την αμερικανική κοινότητα. Όπως φάνηκε επίσης και από τα exit polls, το 76% των ψηφοφόρων που θεωρούν το δικαίωμα στην άμβλωση φλέγον ζήτημα της φετινής πολιτικής ατζέντας έδωσαν την ψήφο τους στους Δημοκρατικούς, αφού ο Μπάιντεν και το επιτελείο του διαβεβαίωσαν το αμερικανικό κοινό πως θα κάνουν ότι μπορούν ώστε να προστατεύσουν το θεμελιώδες αυτό ανθρώπινο δικαίωμα.

Οι Δημοκρατικοί σίγουρα αποσκοπούν στο να εκμεταλλευτούν το συγκεκριμένο θέμα στην επαναληπτική εκλογική αναμέτρηση στην πολιτεία της Τζόρτζια την 6η Δεκεμβρίου, αφενός για να επικρατήσουν στη Γερουσία έναντι των Ρεπουμπλικάνων, και αφετέρου για να «μπουν στο μάτι» του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου και πρώην αθλητή Χέρσελ Γουόκερ, ο οποίος δηλώνει φανατικός υπέρμαχος της απαγόρευσης του δικαιώματος στην άμβλωση στο σύνολο της αμερικανικής επικράτειας.

Ένας σημαντικός παράγοντας που καθόρισε τις Αμερικανικές ενδιάμεσες εκλογές του 2022, ήταν αυτός της ανάμειξης της Γενιάς Ζ στην ανάδειξη των εκλογικών αποτελεσμάτων. Ο μόλις 25χρονος Δημοκρατικός από τη Φλόριντα Μάξγουελ Αλεχάνδρο Φρόστ, έγραψε ιστορία ως το πρώτο μέλος της Γενιάς Ζ που κέρδισε μια θέση και θα υπηρετήσει στο Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με την έρευνα του Κέντρου Πληροφόρησης και Έρευνας πάνω στην Εκμάθηση και Εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών (CIRCLE) του πανεπιστημίου Τάφτς με έδρα την Βοστώνη, το 27% των ηλικιών μεταξύ 18 και 29 αποτελούσαν ψηφοφόροι των φετινών ενδιάμεσων εκλογών, εν συγκρίσει με το 20% που σημείωναν προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Η έρευνα αιτιολόγησε αυτό το ποσοστό, αναφέροντας πως οι ψηφοφόροι νεαρών ηλικιών τείνουν να υψώνουν τις φωνές τους και να υπερασπίζονται ζητήματα που θίγουν τις κοινωνίες τους. Με αυτό τον τρόπο δικαιολογείται και η εκλογική υποστήριξη της Γενιάς Ζ προς τους Δημοκρατικούς, καθώς το 63% των νεαρών ψηφοφόρων συμπαρατάχθηκαν με την Δημοκρατική πλευρά όπως έδειξαν και τα exit polls του CNN, ενώ μόλις στην πολιτεία της Πενσυλβάνια το 70% των ηλικιών από 18 έως και 29 στήριξε τον Δημοκρατικό υποψήφιο Τζόν Φέτερμαν.

Οι αναλύσεις των ειδικών όμως όπως αναφέρει και η Deutsche Welle, υποδεικνύουν πως η Γενιά Ζ επηρεάζεται περισσότερο από κοινωνικά και πολιτικά θέματα, παρά από τις ιδεολογίες των πολιτικών κομμάτων. Έτσι, το δικαίωμα πρόσβασης στην αντισύλληψη και στην άμβλωση βρισκόταν πρώτο στην πολιτικοκοινωνική λίστα των ψηφοφόρων της Γενιάς Ζ κάτι που την οδήγησε προς το ρεύμα των Δημοκρατικών και ως εκ τούτου συνέβαλε θετικά στην επίδοση τους, με τον Μπάιντεν να χαρακτηρίζει το αποτέλεσμα των εκλογών ως «ιστορικό» χάρις τις ψήφους των νεαρών Αμερικανών ψηφοφόρων, φυσικά προς όφελος της Δημοκρατικής πλευράς.

Στο δια ταύτα η πλειοψηφία των Δημοκρατικών στο σώμα της Γερουσίας, σίγουρα ευνοεί την πολιτική πορεία του Τζο Μπάιντεν στην Προεδρία της Αμερικής τα επόμενα δύο χρόνια. Αντίθετα η επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων στο σώμα της Βουλής των Αντιπροσώπων εγκυμονεί κινδύνους για τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς η Ρεπουμπλικανική πλευρά ετοιμάζεται για τη διεξαγωγή ερευνών πάνω στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειας Μπάιντεν και ειδικότερα σε εκείνες του νεαρού γιού της οικογένειας Χάντερ, ο οποίος βρίσκεται ήδη υπό ομοσπονδιακή έρευνα. Αυτό που μπορεί να σηματοδοτήσει τη πορεία των αμερικανικών προεδρικών εκλογών του 2024, είναι η πιθανή αναμέτρηση Τράμπ και Ντε Σάντις στο Ρεπουμπλικανικό μέτωπο με τον ΝτεΣάντις να διαθέτει αυξημένες πιθανότητες υποψηφίας ως μελλοντικού Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών και διαδόχου του Μπάιντεν.

Συντάκτης: Μαρία Ανδρίκου

Πηγές: