Μέσα από το προηγούμενο άρθρο, αναφερθήκαμε στις συνέπειες του δυτικού ιμπεριαλισμού και στις συνθήκες που δημιούργησε τόσο στην αφρικανική ήπειρο, όσο και στο κινεζικό κράτος. Συγχρόνως, μνημονεύσαμε τις πρώιμες επαφές του κινεζικού “Δράκου” με τα αφρικανικά κράτη, αλλά και τα πρώτα βήματα για την δημιουργία του “Κινήματος των Αδέσμευτων”. Ας περάσουμε, λοιπόν, στο επόμενο στάδιο, μελετώντας την εξέλιξη των σχέσεων αυτών από την δεκαετία του 1980 μέχρι και σήμερα.
Η βίαιη καταστολή των φοιτητικών κινητοποιήσεων στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου, το 1989, επηρέασε σημαντικά την εικόνα της Κίνας σε διεθνές επίπεδο. Την στιγμή που τα κράτη του λεγόμενου “Δυτικού κόσμου” καταδίκασαν τα γεγονότα, χώρες όπως η Ολλανδία και η Νορβηγία δεν δίστασαν να διακόψουν κάθε διπλωματική σχέση με την ασιατική χώρα. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε το Πεκίνο ίσως και ως αντιστάθμισμα στην ενίσχυση των σχέσεων του με τα αφρικανικά κράτη. Η βία, η λογοκρισία και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελούσαν συνήθεις τακτικές των αφρικανικων κυβερνήσεων. Επομένως, τα φαινόμενα αυτά δεν εμπόδισαν την περαιτέρω ανάπτυξη των σινοαφρικανικών δεσμών. Τα επόμενα χρόνια, η αλλαγή της κινεζικής οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής ενίσχυσε ακόμα περισσότερο τις σχέσεις του Πεκίνου με τις χώρες της Αφρικής. Η “Go Out Policy” του 1999 προέτρεπε τόσο τις ιδιωτικές, όσο και τις κρατικές επιχειρήσεις να στραφούν στην αναζήτηση επενδυτικών ευκαιριών πέρα από τα σινικά σύνορα. Η φτωχή, αλλά γεμάτη δυνατότητες, αφρικανική ήπειρος αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους κινέζους επενδυτές.
Μέσα σε μια εικοσαετία, η Κίνα κατάφερε να γίνει ο σημαντικότερος οικονομικός συνεργάτης της Αφρικής, δανείζοντας εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή σημαντικών κρατικών υποδομών. Στα τέλη του 2009, η κρατική κινεζική εταιρεία “Sino Hydro” συνέβαλε στην δημιουργία του υδροηλεκτρικού φράγματος “Bui Dam” στα δυτικά σύνορα της Γκάνας. Το φράγμα αυτό κατάφερε να αμβλύνει σημαντικά το χρόνιο πρόβλημα της χώρας σχετικά με την μειωμένη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας. Αρκετά χρόνια αργότερα, η Κινεζική Κρατική Εταιρεία Οδοποιίας και Γεφυροποιίας ανέλαβε την δημιουργία ενός σιδηροδρομικού έργου στην Κένυα, το οποίο θα συνδέσει τις δυο μεγαλύτερες πόλεις της χώρας, Ναϊρόμπι και Μομπάσα. Το σχέδιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στο συγκεκριμένο έργο, με την Εταιρεία Οδοποιίας να στοχεύει στη σύνδεση της Κένυας με το Νότιο Σουδάν, την Ουγκάντα και την Ρουάντα.
Τα “κινεζικά γουαν” στηρίζουν τα έργα στο μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου. Η Κινεζική Κατασκευαστική Εταιρεία Σιδηροδρόμων (CREC) έχει συμβάλει στον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρόμου της Μπενγκουέλα, μιας γραμμής μήκους 1.300 χιλιομέτρων, η οποία συνδέει το Κονγκό με την Αγκόλα και το λιμάνι του Λομπιτο. Τα έργα αυτά αποτελούν μέρος ενός μεγαλύτερου εγχειρήματος, το οποίο έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στα σχέδια του Πεκίνου. Με το όραμα του “Belt and Road Initiative”, η Κίνα θέλει να δημιουργήσει έναν σύγχρονο “δρόμο του Μεταξιού”, ο οποίος θα απλώνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου και θα μεταφέρει αγαθά και ανθρώπους. Η Αφρική θεωρείται βασικό κομμάτι του εν λόγω εγχειρήματος, με την επίσημη ιστοσελίδα του “Belt and Road” να υποστηρίζει πως 52 αφρικανικά κράτη θα συμμετέχουν στο φιλόδοξο έργο.
Ανάλογες επενδύσεις γίνονται και στο διπλωματικό επίπεδο. Στις αρχές της χιλιετίας, οι δύο πλευρές ίδρυσαν το “Φόρουμ για την συνεργασία Κίνας-Αφρικής” (FOCAC). Μέχρι και σήμερα, ο οργανισμός αυτός στοχεύει στην εμβάθυνση της φιλίας, την αντιμετώπιση των κρίσεων, αλλά και στην ενίσχυση της πολιτικο-οικονομικής συνεργασίας των δύο πλευρών. Και αν κρίνουμε από τα έως τώρα δεδομένα, το έχει καταφέρει σε σημαντικό βαθμό. Παράλληλα, συχνές είναι και οι επισκέψεις τόσο των κινέζων αξιωματούχων στα αφρικανικά κράτη, όσο και των Αφρικανών ηγετών στην ασιατική χώρα αντιστοίχως. Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του το 2013, το πρώτο διεθνές ταξίδι του κινέζου Προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, έγινε στην Ρωσία, την Τανζανία, την Νότια Αφρική και το Κονγκό. Το γεγονός αυτό μαρτυρά πως η κινεζική ηγεσία αναγνωρίζει την σημασία των σχέσεων της με την Αφρική. Επίσης, εξίσου σημαντικό παράγοντα διατήρησης των σινοαφρικανικών διπλωματικών σχέσεων αποτελεί και η υιοθέτηση της “μη επέμβασης” στα εσωτερικά ζητήματα των υπολοίπων κρατών, μιας πολιτικής που εξακολουθεί να τηρείται μέχρι σήμερα στην εξωτερική πολιτική της Κίνας.
Η συγκεκριμένη συνεργασία προσφέρει αρκετά οφέλη και στις δύο πλευρές. Η οικονομική αδυναμία των αφρικανικών και, ιδιαίτερα, των υποσαχάριων χωρών περιόρισε τις δυνατότητες κατασκευής και αναδόμησης των υποδομών τους. Η κατάσταση αυτή έπληξε την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των περιοχών, περιορίζοντας την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της ηπείρου και δημιουργώντας δύσκολες συνθήκες διαβίωσης για τους αφρικανικούς λαούς. Στις μέρες μας, τα αφρικανικά κράτη κυριαρχούν στην λίστα των πιο φτωχών κρατών. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF και του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, σχεδόν 450 εκατομμύρια άνθρωποι μαστίζονται από την λειψυδρία, ενώ παράλληλα, τα 3/5 του πληθυσμού δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρική ενέργεια. Τα κινεζικά δάνεια και οι επενδύσεις σε όλους τους τομείς φαντάζουν σαν σανίδα σωτηρίας μέσα στην κρίση, δίνοντας λύση στα χρόνια προβλήματα.
Από την άλλη πλευρά, η Κίνα είναι αυτή που συγκεντρώνει τα περισσότερα κέρδη. Ένας από τους σημαντικότερους λόγους εμπλοκής της στην περιοχή είναι, φυσικά, το πλούσιο σε ορυκτά υπέδαφος. Η Αφρική διαθέτει, σχεδόν, το 40% των παγκόσμιων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Στο υπέδαφος της βρίσκονται πλούσια κοιτάσματα ορυκτών καυσίμων (πετρελαίου, φυσικού αερίου κτλ), μετάλλων και μεταλλευμάτων (χρυσός, ουράνιο, χαλκός κτλ). Όπως υποστηρίζει ο οικονομολόγος Τόμας Σκάρφιλντ, του αγγλικού Ινστιτούτου Διακυβέρνησης Φυσικών Πόρων, η αφρικανική ήπειρος έχει δυνατότητες που μπορούν να την βοηθήσουν να αποτελέσει σημαντικό παγκόσμιο ενεργειακό κόμβο. Η Κίνα γνωρίζει τις ενεργειακές δυνατότητες της ηπείρου και “ξεψαχνίζει” τα εδάφη της για την εξαγωγή τους. Μεγάλες κινεζικές εταιρείες, όπως η Huayou Cobalt και Chengtun Mining, επενδύουν στην εξόρυξη των κοιτασμάτων χαλκού και κοβαλτίου του Κονγκό. Την ίδια στιγμή, το Πεκίνο χρηματοδοτεί το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της Γκάνας και της Γουινέας, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσει την πρόσβαση της κινεζικής βιομηχανίας στα αποθέματα βωξίτη των δύο χωρών.
Οι συνεργασίες αυτές ακολουθούν το επιτυχημένο μοντέλο που εφάρμοσε η κινεζική ηγεσία στην Αγκόλα την δεκαετία του 1990. Συγκεκριμένα, η ηγεσία της Αγκόλα είχε προχωρήσει στον δανεισμό μεγάλων οικονομικών ποσών από κρατικές κινεζικές τράπεζες. Προκειμένου να επιτύχει την σύναψη των δανείων, η Αγκόλα επέτρεπε την πρόσβαση των κινεζικών εταιρειών στα αποθέματα πετρελαίου της, “υποθηκεύοντας” την μελλοντική της παραγωγής. Η συμφωνία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των εξαγωγών πετρελαίου από την Αγκόλα προς την Κίνα από το 1995 μέχρι και το 2003. Παράλληλα, η Κίνα χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό μοντέλο, το οποίο καταφέρνει να ενισχύσει την οικονομία της πολύ πιο άμεσα. Συγκεκριμένα, τα δισεκατομμύρια που εκταμιεύονται από τις κινεζικές τράπεζες διοχετεύονται σε κινεζικές εταιρείες, οι οποίες αναλαμβάνουν την υλοποίηση των έργων. Με τον τρόπο αυτό, τα μεγάλα κεφάλαια δεν βγαίνουν ποτέ εκτός των σινικών συνόρων, στηρίζοντας έτσι την κινεζική κοινωνία και οικονομία.
Συγχρόνως, η αφρικανική ήπειρος συγκεντρώνει περίπου το 60% της παγκόσμιας, αναξιοποίητης, αρόσιμης γης. Την ώρα που η κινεζική γεωργία έχει πληγεί από την έντονη βιομηχανική ανάπτυξη και την ταχεία αστικοποίηση, η Αφρική αποτελεί έναν από τους κύριους συνεργάτες της στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων. Μέσα σε δύο δεκαετίες, το εμπόριο αγροτικών και γεωργικών αγαθών ανάμεσα στην Κίνα και την Αφρική άγγιξε τα 7 δισεκατομμύρια δολάρια, με τις ασιατικές εταιρείες να αυξάνουν διαρκώς τις επενδύσεις τους στην αφρικανική γεωργία.
Στην συνέχεια, πολύ σημαντικές διαφορές ανιχνεύονται στα οικονομικά και δημογραφικά μεγέθη των δυο πληθυσμών. Η αύξηση των πτυχιούχων και η άρνηση αυτών να εργαστούν στα εργοστάσια, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο κόστος ζωής στα αστικά κέντρα και την σταδιακή αύξηση των μισθών, σύντομα θα οδηγήσουν σε κλιμακωτή έλλειψη φθηνών εργατικών χεριών στον βιομηχανικό τομέα. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις της κινεζικής στατιστικής υπηρεσίας, η ασιατική χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα ενός δημογραφικού προβλήματος. Οι ρυθμού ζωής της κινεζικής κοινωνίας, η πολύωρη εργασία και το δυσβάσταχτο κόστος της ανατροφής ενός παιδιού οδηγεί στην σταδιακή μείωση των γεννήσεων. Σύντομα, όλα τα παραπάνω δεδομένα θα έχουν ως αποτέλεσμα την μείωση της κινεζικής πληθυσμιακής δύναμης και θα έχουν αντίκτυπο στην προσπάθεια της να παραμείνει κυρίαρχη στον παγκόσμιο οικονομικό και παραγωγικό τομέα. Αντίθετη πορεία έχουν οι αφρικανικές κοινωνίες. Σύμφωνα με μελέτες του ΟΗΕ, ο συνολικός πληθυσμός της υποσαχάριας Αφρικής αναμένεται να διπλασιαστεί μέχρι τα μέσα του αιώνα. Όπως αναφέρουν, ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού αφορά ανήλικα άτομα, τα οποία μέσα στα επόμενα χρόνια θα δημιουργήσουν οικογένειες και θα έχουν δικά τους παιδιά. Ο πληθυσμός των νέων ανθρώπων και, εν δυνάμει, νέων φθηνών εργατικών χεριών μπορεί να αποτελέσει “δέλεαρ” για τις κινεζικές επιχειρήσεις.
Αναμφίβολα, οι σινοαφρικανικές σχέσεις είναι ωφέλιμες για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη. Με την βοήθεια του κινεζικού κράτους, οι αφρικανικές ηγεσίες καταφέρνουν να βελτιώσουν σημαντικά τις υποδομές και τις συνθήκες διαβίωσης των λαών τους. Βέβαια, το σίγουρο είναι πως η Κίνα συγκεντρώνει τα περισσότερα οφέλη αυτής της συνεργασίας. Επί της ουσίας, μέσω του δανεισμού και των επενδύσεων, ο κινεζικός “Δράκος” στηρίζει την δική του οικονομία. Επιπλέον, καταφέρνει να πλησιάσει και στην επίτευξη του μεγαλύτερου του στόχου: στην αύξηση της οικονομικής και διπλωματικής του επιρροής σε παγκόσμιο επίπεδο.
Συντάκτης: Σάββας Ασικίδης