Η διαχείριση των ιστορικών τετελεσμένων και η συνύπαρξη σε ένα σύνθετο γεωγραφικά και πολιτισμικά περιβάλλον, σε μια περιοχή με ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία, αναμφίβολα αποτελεί πρόκληση για την υλοποίηση της εξωτερικής πολιτικής των δύο γειτονικών κρατών, Ελλάδας και Τουρκίας, καθ’ όλη τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα. Το μέλλον φαίνεται να επιφυλάσσει ακόμα μεγαλύτερες προκλήσεις και αναταράξεις, όπως διαμηνύουν τόσο γεωπολιτικοί αναλυτές όσο και πολιτικοί επιστήμονες και νομικοί. Αυτό είναι ,άλλωστε, φανερό στον καθένα παρατηρώντας τη ραγδαία κλιμάκωση από την πλευρά της Τουρκίας, η οποία εκφράζεται μέσω των αξιώσεων και διεκδικήσεων, που αντιβαίνουν σε κάθε έννοια του διεθνούς δικαίου.  Στο τέλος του δρόμου, όμως, διαφαίνεται η ελπίδα. Η ελπίδα ότι οι σχέσεις μεταξύ τους θα εξομαλυνθούν, όπως είχε συμβεί το 1930, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος από πλευράς Ελλάδας και ο Μουσταφά Κεμάλ από πλευράς Τουρκίας προέβησαν σε μία Συμφωνία, περιορίζοντας το ενδεχόμενο επανάληψης εχθροπραξιών ανάμεσα στα κράτη τους. Ποια είναι, όμως, τα ζητήματα που οδηγούν στην όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών; Για να τα κατανοήσουμε ,κρίνεται απαραίτητο να τεθεί το ιστορικό και γεωγραφικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσεται ο σύγχρονος αναθεωρητισμός της Τουρκίας, που αμφισβητεί και προσπαθεί να αναδιαμορφώσει το status quo της περιοχής του Ανατολικού Αιγαίου, όπως διαμορφώθηκε με τις Συνθήκες της Λωζάνης, του Montreux και των Παρισίων. 

 Το 1923 αποτελεί το έτος υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης, και πιο συγκεκριμένα, η 24η  Ιουλίου θεωρείται η ημέρα ,κατά την οποία η Ελλάδα, η Τουρκία και τα λοιπά κράτη που συμμετείχαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922), δεσμεύτηκαν σε ένα κείμενο, σκοπός του οποίου ήταν, καταρχήν, ο καθορισμός νέων συνόρων ανάμεσα  στους πρώην αντιμαχόμενους, καθορίζοντας και την οριστική (μέχρι και σήμερα) εδαφική κυριαρχία μεταξύ τους. Η εν λόγω Συνθήκη, όπως και κάθε συνθήκη ειρήνης που διαμορφώνει εδαφικό καθεστώς, ασχολείται σε δεύτερο βαθμό με την αποκατάσταση της ασφάλειας και της ειρήνης στην περιοχή, εφόσον, μέσα από την ανωτέρω διαδικασία απόδοσης εδαφών, αποκαθίστανται οριστικά. Και, εξάλλου, για το λόγο αυτό, περιβάλλεται τον χαρακτήρα μιας αντικειμενικής συμφωνίας, διαθέτοντας, πρωτίστως, erga omnes αποτελέσματα, δηλαδή καθίσταται αντικείμενο επίκλησης και από τα κράτη που δεν αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία, ταυτόχρονα, δεσμεύονται από το περιεχόμενό της. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Συνθήκη των Παρισίων (10 Φεβρουαρίου 1947), που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με αυτά της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης. 

 Τι συμβαίνει, όμως, με το καθεστώς αποστρατικοποίησης που ρυθμίζει η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης και γιατί η Τουρκία αμφισβητεί την εδαφική ακεραιότητα των ελληνικών νησιών στην ευρύτερη περιοχή του Αιγαίου; 

 Αυτό που θα πρέπει, αρχικά, να υπογραμμιστεί είναι ότι το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου δεν είναι ενιαίο, δε ρυθμίζεται, δηλαδή μόνο από μία διεθνή συνθήκη, αλλά διέπεται από διαφορετικές συνθήκες, θέτοντας, κάθε φορά, διαφορετικό περιεχόμενο. Σε ό,τι αφορά τα νησιά Λήμνο και Σαμοθράκη, εφαρμόζεται η Σύμβαση της Λωζάνης για τα Στενά (αρ. 3,4,6), που ρυθμίζει το καθεστώς αποστρατικοποίησής τους, και η οποία αντικαταστάθηκε στο σύνολό της από τη Σύμβαση του Montreux 1936. Για τα νησιά Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία, ισχύει η Συνθήκη της Λωζάνης (αρ.13), ενώ για τα νησιά Ρόδο, Κάρπαθο, Καστελόριζο, Σύμη, Τήλο, Κω, Κάλυμνο, Λέρο και Πάτμο, εφαρμόζεται η Συνθήκη των Παρισίων 1947, σύμφωνα με την οποία η Ιταλία παραχώρησε τα νησιά των Δωδεκανήσων στο ελληνικό κράτος, ενεργοποιώντας το καθεστώς αποστρατικοποίησής τους. 

 Η Τουρκία είναι το μοναδικό κράτος που προβαίνει εσχάτως σε μία σοβαρή κλιμάκωση των διεκδικήσεών της που εκφράζονται μέσω μια προκλητικής ρητορικής ,ειδικά για ζητήματα που αφορούν στην εδαφική ακεραιότητα της ελληνικής επικράτειας, παραβλέποντας σκοπίμως τα διαφορετικά καθεστώτα από τα οποία διέπονται τα νησιά, όσον αφορά στους εξοπλισμούς. Προς απόδειξη των ανωτέρω, λίγες ώρες μετά την ομιλία του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 24/09/2022, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας της Τουρκίας, Hulusi Akar, έκανε λόγο για «δικαίωμα αυτοάμυνας», αμφισβητώντας εκ νέου την κυριαρχία των ελληνικών νησιών. Κατηγόρησε, επίσης, το ελληνικό κράτος ότι στρατιωτικοποιεί νησιά με αποστρατικοποιημένο καθεστώς κατά παράβαση των συνθηκών. Παράλληλα, ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στα Ηνωμένα Έθνη ισχυρίζεται ότι η παραχώρηση των νησιωτικών εδαφών στην Ελλάδα έγινε με τον όρο της αποστρατικοποίησής τους, γεγονός αβάσιμο και ανακριβές. Η εδαφική κυριαρχία ενός κράτους δεν υπόκειται σε όρους, παρά μόνο όταν μια ρητώς αναφερόμενη και στενά προσδιορισμένη διάταξη άρθρου μιας συνθήκης το επιβεβαιώνει. Και στην προκειμένη περίπτωση δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. 

΄Επανερχόμενοι στο ζήτημα αποστρατικοποίησης που διέπουν τα προαναφερθέντα ελληνικά νησιά, το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη αναγνωρίστηκε από την Τουρκία, σύμφωνα με την επιστολή που απηύθυνε στον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδος, Ιωάννη Μεταξά, στις 6 Μαΐου 1936 ο τότε Πρέσβης της Τουρκίας στην Αθήνα, Rusen Erfen, κατόπιν οδηγιών της κυβέρνησής του. Η Τουρκική Κυβέρνηση επανέλαβε αυτή τη θέση, όταν ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας, Tevfik Rustu Aras, απευθυνόμενος προς την Τουρκική Εθνοσυνέλευση με την ευκαιρία της κύρωσης της Συνθήκης του Montreux (η οποία στρατιωτικοποιεί τα Στενά των Δαρδανελίων, τα νησιά Ίμβρο, Τένεδο και Λαγούσες νήσους), αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδας να εγκαταστήσει στρατεύματα στη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, κάνοντας τις εξής δηλώσεις: «Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γείτονα και φίλη Ελλάδα ,και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ’εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάνης 1923, αναθεωρούνται με τη νέα Σύμβαση του Montreux 1936, γεγονός που μας δίνει ιδιαίτερη ικανοποίηση». 

 Επιπλέον, για τα νησιά της Μυτιλήνης, Χίου, Ικαρίας και Σάμου, η Συνθήκη της Λωζάνης δεν προβλέπει καμία ρύθμιση ως προς το καθεστώς αποστρατικοποίησης. Σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 της εν λόγω Συνθήκης, η Ελληνική Κυβέρνηση αναλαμβάνει μόνο την υποχρέωση να μην εγκαταστήσει εκεί ναυτικές βάσεις ή οχυρωματικά έργα, ενώ η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου αναφέρεται στην απαγόρευση, από πλευράς της τουρκικής στρατιωτικής αεροπλοΐας, να υπερίπταται των ανωτέρω νήσων. Από το 1980, η Τουρκία υποστηρίζει ότι τα στρατιωτικά της αεροσκάφη δε χρειάζεται να υποβάλλουν σχέδιο πτήσης κατά την είσοδό τους στο FIR (Flight Information Region) Αθηνών, με αποτέλεσμα να γίνονται συχνά παραβιάσεις και η ελληνική πολεμική αεροπορία να προβαίνει σε πτήσεις αναγνώρισης, των αγνώστων στις αρχές εναέριας κυκλοφορίας, αεροσκαφών και στις προβλεπόμενες αναχαιτίσεις. 

 Η πρώτη αμφισβήτηση για το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τα εν λόγω νησιά ήρθε το 1969, όταν η Τουρκία διαμαρτυρήθηκε με διάβημα προς την Αθήνα για τις «απόπειρες στρατιωτικοποίησης» της Λήμνου. Έκτοτε, η Τουρκία διαμηνύει ότι η Συνθήκη του Montreux είχε αποκλειστικό σκοπό την εξυπηρέτηση της ασφάλειας της Τουρκίας, και ότι εφόσον τα δύο νησιά δεν αναφέρονται ρητά σε αυτή, η συνθήκη δεν αναθεώρησε τους περιορισμούς στρατιωτικοποίησης νησιών εκτός τουρκικής επικράτειας.  

 Υπό το φως των παραπάνω, έχει καταστεί σαφές ότι θρυαλλίδα των διαφορών από πλευράς Τουρκίας είναι η προκλητική στάση του ελληνικού κράτους, το οποίο είναι αναξιόπιστο και δεν τηρεί κατά γράμμα τα όσα οι συνθήκες ορίζουν. Η πραγματικότητα, ωστόσο, διαφέρει παρασάγγας. Η Ελλάδα, όπως και κάθε άλλο κράτους του οποίου η κυριαρχία αμφισβητείται εναργώς, έχει το δικαίωμα να αμυνθεί, από τη στιγμή που υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για «επικείμενη απειλή» και πολύ περισσότερο για «απειλή χρήσης βίας» από την Τουρκία, η οποία συνιστά ευθεία παραβίαση του άρθρου 2 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (ΚΧΗΕ), όπως επίσης του άρθρου 2 παρ. 3 περί ειρηνικής επίλυσης διαφορών και της αναφοράς στο Προοίμιο του εν λόγω Χάρτη, περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης.  

 Η Αθήνα επικαλέστηκε το άρθρο 51 του ΚΧΗΕ, το οποίο ορίζει το νόμιμο, συλλογικό ή ατομικό, δικαίωμα στην άμυνα, σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης, επιχειρηματολογώντας ότι η στρατιωτικοποίηση των νησιών αποτελεί προληπτική άμυνα (preemptive self defense, anticipatory self defense), γεγονός που δεν ανταποκρίνεται πλήρως στη λειτουργικότητα του όρου. Παρόλα αυτά, η πλειονότητα των διεθνολόγων συμφωνεί με την ελληνική τοποθέτηση, αναγνωρίζοντας στο υπό απειλή κράτος το δικαίωμα να προετοιμάζεται αμυντικά απέναντι σε μία επικείμενη ένοπλη επίθεση, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει εκδηλωθεί ακόμη.  

 Στην πραγματικότητα, υπάρχουν προπαρασκευαστικές ενέργειες που καταστούν πρόδηλο το ενδεχόμενο επίθεσης της Τουρκίας εναντίον της Ελλάδας, με την πρώτη να συγκεντρώνει στρατιωτικές μονάδες και υλικό σε σημεία κατά μήκος των μικρασιατικών παραλίων, απέναντι από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η πιο ανησυχητική πρωτοβουλία της Τουρκίας ήταν η συγκρότηση της 4ης Στρατιάς (ή αλλιώς «Στρατιάς του Αιγαίου») τον Απρίλιο του 1975, στην οποία υπάγονται δύο ταξιαρχίες πεζικού και δύο πυροβολικού, το μεγαλύτερο μέρος των τουρκικών ειδικών δυνάμεων και ο δεύτερος μεγαλύτερος στόλος στο NATO, μετά τον αμερικανικό. Σύμφωνα με επαΐοντες των αντικειμένων της γεωπολιτικής, η συγκρότηση των εν λόγω μονάδων έγινε προκειμένου να εκπαιδεύει τον τουρκικό στρατό για ενδεχόμενη επίθεση εναντίον των ελληνικών νησιών του Αιγαίου. 

 Πρόσθετη απόδειξη αποτελεί και το περίφημο «casus belli», με το οποίο η Τουρκική Βουλή με ψήφισμά της (8/06/1995) εξουσιοδοτεί την Τουρκική Κυβέρνηση, εν λευκώ και στο διηνεκές, να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα, κάνοντας χρήση στρατιωτικών μέσων, σε περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ., όπως αναφέρει το άρθρο 3 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας 1982. 

 Κλείνοντας, τα ζητήματα που ταλανίζουν τα δύο γειτονικά κράτη σε καθημερινή βάση είναι πολυάριθμα και περιπλέκονται, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που φαίνεται να μην υπάρχουν ενεργοί δίαυλοι επικοινωνίας και πνεύμα συνεργασίας, προκειμένου, μέσω διαπραγματευτικών οδών, να καταλήξουν σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις στις μεταξύ τους διαφορές. Φυσικά, η επίλυση και η ρύθμιση των όποιων διαφορών δεν μπορεί να γίνεται εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου, όπως επιδιώκει η πολιτική και στρατιωτική τάξη της Τουρκίας, η οποία ερμηνεύει τις διεθνείς συνθήκες κατά το δοκούν. Ωστόσο, όπως φαίνεται και από το παράδειγμα του πολέμου στην Ουκρανία, οι δίαυλοι επικοινωνίας ακόμη και μεταξύ δύο αντιμαχόμενων πλευρών δεν μπορούν να παραμένουν ερμητικά κλειστοί, αλλά θα πρέπει πάντα να υπάρχει χώρος για διαπραγματεύσεις. Στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, πριν αυτές οξυνθούν περαιτέρω, εγκυμονώντας κινδύνους για εκδήλωση θερμών επεισοδίων και συγκρούσεων, θα μπορούσε να βρεθεί ένας κοινός τόπος για μια αμοιβαία αποδεκτή ρύθμιση των παραπάνω διαφορών. Στο τέλος του δρόμου βρίσκεται, μάλλον, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. 

Συντάκτης: Αγγελική Καλογεροπούλου

Πηγές: