Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία την πρωινή της 24ης Φεβρουαρίου με απώτερο στόχο την πραγμάτωση της λεγόμενης από τον Ρώσο Πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης περί αποστρατιωτικοποίησης και αποναζιστικοποίησης της χώρας», γνώρισε σημαντική ευρωπαϊκή αλλά και παγκόσμια κατακραυγή όχι μόνο από την πρώτη στιγμή της έναρξης της, αλλά και πριν αυτή γίνει απτή πραγματικότητα όταν ήταν μονάχα ένα σχέδιο του Πούτιν. Αρκετά ήταν τα κράτη τα οποία έσπευσαν να καταδικάσουν –και συνεχίζουν να καταδικάζουν- τις ενέργειες του Ρώσου Προέδρου και του Κρεμλίνου, με τις χώρες της Δύσης και τους διεθνείς οργανισμούς να έχουν επιβάλλει μια σειρά από κυρώσεις εναντίον της Ρωσικής ομοσπονδίας οι οποίες ποικίλλουν από τον οικονομικό και πολιτικό, έως και τον αθλητικό και πολιτιστικό τομέα.
Ο παράγοντας που καθίσταται ακόμη εντονότερου ερευνητικού ενδιαφέροντος και μελέτης, αποτελεί αυτός των χωρών που τάσσονται υπέρ της ρωσικής πλευράς, και τη δεδομένη χρονική στιγμή θα πρέπει να αναλυθεί η χαρακτηριστική περίπτωση της Λευκορωσίας.
Τα τελευταία χρόνια, οι σχέσεις της Ρωσίας με την Λευκορωσία έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό, με την Λευκορωσία να δέχεται την επιρροή και στην ουσία να αποτελεί «προπύργιο» της Μόσχας. Μάλιστα οι δύο χώρες συνδέθηκαν μεταξύ τους το 1997, με μια Συνθήκη Ειρήνης που απέβλεπε στην παροχή δικαιωμάτων διαμονής και υπηκοότητας προς τους κατοίκους του άλλου κράτους, αλλά και στην οικονομική και στρατιωτική ενίσχυση σε περίπτωση πολέμου αντίστοιχα, ενώ είχαν ξεκινήσει διαδικασίες και για τη δημιουργία κοινού νομίσματος, οι οποίες όμως στη συνέχεια ναυάγησαν. Έτσι με τη Συνθήκη του 1997, Ρωσία και Λευκορωσία δεσμεύτηκαν να βρίσκονται σε κοινό μέτωπο με ότι και να σήμαινε αυτό μετέπειτα.
Με την παράμετρο αυτή της Μόσχας να κρατά υπό τον έλεγχο της τη Λευκορωσία –το μόνο πρώην σοβιετικό κράτος το οποίο μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ δεν προσχώρησε στην ένταξη του στο ΒορειοΑτλαντικό Σύμφωνο (NATO) ή την Ευρωπαϊκή Ένωση- να είναι αύξουσας σημασίας, σειρά έχει η «ταραγμένη περίοδος του 2020» για την χώρα, η οποία προκλήθηκε από το αμφισβητούμενο αποτέλεσμα των Προεδρικών εκλογών της 9ης Αυγούστου 2020, στις οποίες ανεδείχθη για 4η συνεχόμενη φορά ο Αλεξάντερ Λουκασένκο ως νικητής.
Το κύμα αντιδράσεων ξέσπασε σε σύντομο χρονικό διάστημα, με τον λαό να βγαίνει στους δρόμους, αφενός αποκαλώντας τον Λουκασένκο δικτάτορα αφού ο ίδιος διατηρεί το προεδρικό αξίωμα από το 1994, και αφετέρου διαμαρτυρόμενο για το εμφανές νόθο και άδικο πόρισμα της εκλογικής διαδικασίας. Φυσικά, ο Λευκορώσος Πρόεδρος δεν είχε άλλη επιλογή από το να στραφεί προς την κυβέρνηση Πούτιν ζητώντας την προστασία του, με τον Ρώσο Πρόεδρο να τον διαβεβαιώνει πως «ο ρωσικός στρατός θα παρέμβει αν χρειαστεί» και με αυτό τον τρόπο η Ρωσία να έβαζε το χέρι της στην διατήρηση της τάξης και στην επικράτηση εν τέλει του καθεστώτος Λουκασένκο.
Η μεγάλη εξάρτηση του Μίνσκ από τη Μόσχα, βεβαίως είχε ως συνέπεια την άφιξη 30.000 Ρώσων στρατιωτών στη χώρα κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 2022, ώστε να διεξαχθούν πολεμικές ασκήσεις λίγο πριν την αναμενόμενη εισβολή στην Ουκρανία, αν λάβει κανείς υπόψη πως το Κίεβο γεωγραφικά βρίσκεται πλησιέστερα στη Λευκορωσία.
Σχεδόν εφτά μήνες αργότερα η ενέργεια αυτή θα επαναλαμβανόταν, με την ανακοίνωση του Υπουργείου Άμυνας του Μίνσκ στις 17 Οκτωβρίου να κάνει λόγο για την άφιξη 9.000 στρατιωτών και 170 αρμάτων μάχης στο Λευκορωσικό έδαφος, αναπαράγοντας ταυτόχρονα και τις δηλώσεις του Λευκορώσου Προέδρου την 10η Οκτώβρη περί διαμόρφωσης μιας «περιφερειακής στρατιωτικής δύναμης» με το Κρεμλίνο, ακολουθώντας την έκρηξη στην Κριμαϊκή γέφυρα δύο ημέρες νωρίτερα. Μάλιστα ο Λουκασένκο αιτιολόγησε την στρατιωτική αυτή συμμαχία, μέσω των κατηγοριών του προς την Ουκρανία, την Πολωνία αλλά και τη Λιθουανία πως συνωμοτούν εναντίον της χώρας του ετοιμάζοντας τρομοκρατικά χτυπήματα και εξεγέρσεις στο εσωτερικό της, και ως εκ τούτου είναι πρέπον να διαφυλαχτούν τα Λευκορωσικά σύνορα.
Επιπλέον, ο Λευκορώσος Πρόεδρος έσπευσε αμέσως να αναφέρει πως οι επιχειρήσεις αυτές «αποτελούν καθαρά αμυντικές δράσεις και αποσκοπούν στην ανάπτυξη μιας πιο αποτελεσματικής απάντησης απέναντι στα χτυπήματα που πραγματοποιούνται κοντά στα σύνορα». Με την κυβέρνηση του Μίνσκ να επισημαίνει πως η χώρα δεν πρόκειται να ενταχθεί στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας, στην Δύση δεν κυριαρχεί η ίδια εντύπωση. Ο Γενικός Γραμματέας του NATO Γένς Στόλτενμπερκ προειδοποιεί για άλλη μια φορά τη Λευκορωσία να πάψει να υποστηρίζει τα παιχνίδια του Ρωσικού κράτους. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της Συνόδου των G7 στις 11 Οκτωβρίου ο Πρόεδρος του Ουκρανικού κράτους Βολόντιμιρ Ζελένσκι «άνοιξε πυρ» εναντίον του Πούτιν, κατηγορώντας τον ευθέως πως προσπαθεί να «τραβήξει τη Λευκορωσία στη ρωσοουκρανική σύγκρουση», ζητώντας ταυτόχρονα από τους αρχηγούς των 7 πιο ισχυρών κρατών του πλανήτη, την εγκατάσταση ειδικών δυνάμεων στα σύνορα Ουκρανίας- Λευκορωσίας ώστε να γίνει στενή παρακολούθηση των πολεμικών επιχειρήσεων. Στην Ουκρανία φυσικά, είναι ανεπτυγμένη η άποψη πως η πολεμική συνεργασία Ρωσίας-Λευκορωσίας υποδηλώνει μια ενδεχόμενη εισβολή της Λευκορωσίας στο Ουκρανικό κράτος ασφαλώς υπό την επίβλεψη της Ρωσίας.
Η υποστήριξη του Λουκασένκο προς τον Πούτιν και οι σχέσεις του Μίνσκ με τη Δύση αποτελούν πηγή ανάλυσης: Η Λευκορωσία σαφώς υποστήριξε τις επιθέσεις της Ρωσίας από την πρώτη στιγμή, δεν ψήφισε υπέρ των ευρωπαϊκών κυρώσεων προς τη Ρωσία, ενώ δεν πήρε θέση όταν ο Πούτιν αναγνώρισε τις επαρχίες του Ντονέτσκ και του Λούγκανσκ ως ρωσικές. Από τα τέλη Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιβάλλει κυρώσεις και στην Λευκορωσία προκαλώντας περαιτέρω ρωγμές στην ήδη αποδυναμωμένη οικονομία της, με οφειλές 68,43 εκατομμυρίων δολαρίων να έχουν συγκεντρωθεί σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, και με το κράτος να αδυνατεί να εξοφλήσει τα χρέη του. Στην επιβολή κυρώσεων συμμετέχουν επίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, με την πολιτική κρίση του 2020 να έχει ήδη χειροτερέψει τις διπλωματικές σχέσεις ΗΠΑ-Λευκορωσίας, με τις πληροφορίες να φέρουν πως το Λευκορωσικό κράτος διέταξε το κλείσιμο της Αμερικανικής Πρεσβείας στο Μίνσκ το 2021, με αποτέλεσμα το αξίωμα του Λευκορώσου Πρέσβη στην Ουάσιγκτον να μην υφίσταται πλέον.
Σύμφωνα πάντοτε και με τις τελευταίες εξελίξεις, το Λευκορωσικό κράτος διαθέτει πλάνα ανάπτυξης του στρατιωτικού δυναμικού, με τα έργα να τελούνται έως το 2030. Ο Λουκασένκο έχει καταστήσει σαφές εδώ και κάποιο διάστημα πως λόγω των ειδικών στρατιωτικών ασκήσεων με τη Ρωσία ο στρατός θα πρέπει να αναβαθμιστεί, με ειδικά τανκς τύπου Τ-72 να έχουν ήδη αναβαθμιστεί και να βρίσκονται στη διαθεσιμότητα του Λευκορωσικού στρατού. Την ίδια στιγμή, φωτογραφία που τραβήχτηκε στις 16 Οκτωβρίου και απεικονίζει δορυφορικά το αεροδρόμιο Ζιαμπρόφσκα το οποίο τοποθετείται στην επαρχία Γκόμελ κοντά στα ουκρανικά σύνορα αποκαλύπτει τη συγκέντρωση ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων, και συγκεκριμένα ειδικών αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων τύπου S-300 και S-400. Οι πολεμικές ενέργειες στην περιοχή είχαν γίνει άλλωστε γνωστές, χάρις στις μαρτυρίες των κατοίκων του Γκόμελ που φέρονται να άκουσαν εκρήξεις κοντά στο αεροδρόμιο τη βραδινή της 10ης προς 11ης Αυγούστου, με το Λευκορωσικό Υπουργείο Άμυνας να δίνει τη δική του εκδοχή περί φωτιάς σε κάποιο όχημα μετά από τη διαδικασία αντικατάστασης του κινητήρα του, προσπαθώντας πάντα να καθησυχάσει τους πολίτες. Τα παραπάνω δείχνουν πως η ρωσική εμφάνιση στα σύνορα Λευκορωσίας-Ουκρανίας, αναπτύχθηκε πριν από τον Οκτώβριο.
Με βάση τα συγκεκριμένα στοιχεία, ένα ερώτημα μείζονος σημασίας γεννιέται: Είναι δυνατή και πιθανή μια ένταξη της Λευκορωσίας στο πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας; Η ανάλυση του Aljazeera προσεγγίζει το θέμα, ξεκινώντας αρχικά από το γεγονός πως οι Λευκορώσοι στρατιώτες διαθέτουν έλλειψη πολεμικής εμπειρίας και είναι λίγοι σε αριθμό, κάτι το οποίο δεν φαίνεται πως θα αποδεχτεί ωφέλιμο για τη Ρωσία. Επιπλέον αν οι Λευκορώσοι επιτεθούν στην Ουκρανία για λογαριασμό της Ρωσίας, είναι πολύ πιθανό οι Ουκρανοί στρατιώτες να αντεπιτεθούν και να προκαλέσουν ζημία στο εσωτερικό της χώρας.
Εν συνεχεία, η πολιτική κρίση στη Λευκορωσία που έχει δημιουργηθεί από το 2020 θα κορυφωθεί. Όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, μόνο το 9% των πολιτών δηλώνουν υπέρ μιας ενδεχόμενης αποστολής Λευκορώσων στρατιωτών στην Ουκρανία. Αν ληφθεί υπόψη και η χαμηλή δημοτικότητα του καθεστώτος Λουκασένκο όπως έδειξαν και οι λαϊκές διαμαρτυρίες του 2020, είναι αναμενόμενο ότι ο Λευκορώσος Πρόεδρος θα χρειαστεί στρατιωτικές δυνάμεις ώστε να προστατευτεί, οι οποίες θα εκλείπουν αφού θα πολεμούν στο ουκρανικό μέτωπο. Οι σκληρές αντιδράσεις των πολιτών, σε συνδυασμό με τις ακόμα πιο σκληρές κυρώσεις που θα επιβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ήδη παρακμάζουσα οικονομία της χώρας θα οδηγήσουν σε μια τεράστια λαϊκή αναταραχή, με τις εξεγέρσεις να καταπνίγουν τη χώρα για άλλη μια φορά.
Ως επακόλουθο, ο Πρόεδρος του Λευκορωσικού κράτους θα ζητήσει για άλλη μια φορά πολιτική και οικονομική υποστήριξη αλλά και εγγύηση ασφάλειας από τον Πούτιν, κάτι το οποίο θα οδηγήσει στην απόσπαση προσοχής του Ρώσου Προέδρου από το ουκρανικό γίγνεσθαι, ενώ υπάρχει και το ενδεχόμενο πολιτικής κρίσης και αγανάκτησης του λαού και στο εσωτερικό του Ρωσικού κράτους. Αν το Κρεμλίνο έχει σκεφτεί αυτές τις σημαντικές παραμέτρους, τότε εκτιμάται μια μη πιθανή συμμετοχή της Λευκορωσίας στη ρωσοουκρανική σύγκρουση.
Σε επιφυλακή βρίσκονται οι ουκρανικές δυνάμεις μέρος των οποίων σύμφωνα με το Associated Press, έχουν εγκατασταθεί στο βόρειο κομμάτι των συνόρων με τη Λευκορωσία, σε ετοιμότητα μιας ενδεχόμενης επίθεσης των Ρώσων από το συγκεκριμένο μέτωπο. Στο βίντεο που κυκλοφόρησε την 26η Οκτωβρίου το οποίο ανήκει στην δικαιοδοσία του ουκρανικού στρατού, τα λόγια των ουκρανών στρατιωτών προς τη Ρωσία ήταν ιδιαίτερα απειλητικά: «Η ηγεσία σας σχεδιάζει να τραβήξει τον Λευκορωσικό λαό σε έναν βρώμικο πόλεμο, ώστε να τον στιγματίσετε με αίμα και θάνατο. Αν ο Λευκορωσικός στρατός υποστηρίξει την Ρωσική βιαιότητα θα απαντήσουμε με ένα μεγάλο σύνολο όπλων».
Μετά και από τις κατηγορίες του Λουκασένκο εναντίον της Πολωνία περί οργάνωσης τρομοκρατικών επιθέσεων και εξεγέρσεων στο εσωτερικό της Λευκορωσίας, η χώρα έχει λάβει και εκείνη τα δικά της μέτρα. Η Βαρσοβία με σχετική ανακοίνωση της προειδοποιεί τους Πολωνούς που βρίσκονται στη Λευκορωσία να την εγκαταλείψουν, καθώς η Πολωνική κυβέρνηση φοβάται πως η ανάμειξη του Λουκασένκο στον ρωσοουκρανικό πόλεμο εντείνεται όλο και πιο πολύ, ενώ υπάρχουν ενδείξεις πως οι πολωνικές πυροσβεστικές υπηρεσίες ελέγχουν την ακεραιότητα των καταφυγίων, σε περίπτωση που το Πολωνικό κράτος βρεθεί στο στόχαστρο επιθέσεων και βομβαρδισμών. Συνεπώς, η εξέλιξη της κρίσιμης αυτής κατάστασης θα εξαρτηθεί εν τέλει από το πώς θα κινηθούν η Λευκορωσία αλλά και η Ρωσία ως προς την ρωσοουκρανική διένεξη, με την αγωνία των γειτονικών χωρών να βρίσκεται στο κόκκινο.
Συντάκτης: Μαρία Ανδρίκου