O πόλεμος στην Ουκρανία αναθέρμανε τις συζητήσεις περί συντονισμού ενός “κοινού ευρωπαϊκού στρατού”. Πρόκειται για μία πρωτοβουλία η οποία αντιμετώπισε την πρώτη της αποτυχία με το ναυάγιο του σχεδίου Pleven που αφορούσε στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (EDC), το 1954. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν και ειδικά μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας με την οποία η εξωτερική πολιτική απέκτησε πιο συμπαγή οργανωτική βάση, το ζήτημα αναδυόταν συχνά στο προσκήνιο, με σημείο αναφοράς τον Αύγουστο του 2021, όταν η απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν έριξε μια σκιά στην διατλαντική ασφάλεια, αποδεικνύοντας πως η Ευρωπαϊκή  Ένωση δεν μπορεί πλέον να βασίζεται μονοδιάστατα  στις ΗΠΑ για την άμυνα της αλλά ούτε και για την διαχείριση των παγκόσμιων κρίσεων, συγκρούσεων και προκλήσεων. Η απόκτηση αυτονομίας, στη περίπτωση αυτή, άρχισε να γίνεται πιο πιεστική. Τρανταχτή απόδειξη της μεταβολής από την «επιθυμία» στην «αναγκαιότητα» για ευρωπαϊκό στρατό αποτελεί και η απότομη ανάδειξη της Ένωσης σε κύριο στρατιωτικό παίκτη μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, το παρόν έτος. Μήπως ήρθε η ώρα για τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού στρατού;  

 Παρόλο που οι συνθήκες οδηγούν προς την κατεύθυνση αυτή, οι πιθανότητες να συγκροτηθεί άμεσα μία αυτόνομη, ενιαία και ισχυρή στρατιωτική ευρωπαϊκή δύναμη πυρός προσκρούουν στα αντικρουόμενα συμφέροντα των κρατών-μελών και ειδικότερα στην ασυμφωνία τους περί δαπανών αλλά και ηγεσίας επί της εν λόγω πρωτοβουλίας. Εντός της ΕΕ υπάρχουν διαφορετικά οράματα για στρατιωτική ανάπτυξη, ενώ η ανησυχία ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να χάσει τον τίτλο της «πολιτισμένης δυνάμεως» είναι επίσης υπαρκτή. Αυτό συνεπάγεται ότι η δημιουργία ευρωπαϊκού στρατού δεν είναι μόνο ζήτημα δυνατοτήτων αλλά και επιθυμίας.  

 Εντούτοις, θα ήταν άτοπο να αγνοηθούν οι ως τώρα προσπάθειες της Ένωσης να ενδυναμώσει το στρατηγικό και στρατιωτικό της υπόβαθρο, στη βάση του οράματος της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης, η οποία συμπεριλαμβάνει τη βελτιστοποίηση λειτουργίας της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ). Στο πλαίσιο αυτό δρουν τα κύρια στρατιωτικά όργανα της ΕΕ: η Στρατιωτική Επιτροπή της ΕΕ (EUMC), το Στρατιωτικό Επιτελείο της ΕΕ (EUMS) και ο Φορέας Στρατιωτικού Σχεδιασμού και Υλοποίησης (MPCC), ένα Επιχειρησιακό Στρατηγείο για τον έλεγχο αρχικά των Εκπαιδευτικών Αποστολών και αργότερα των Επιχειρήσεων της ΕΕ, το οποίο και θα μπορούσε να αποτελέσει το Επιχειρησιακό Στρατηγείο του Ευρωπαϊκού Στρατού. Υφίστανται  επίσης και πέντε «εν υπνώσει» Στρατηγεία Επιχειρησιακού/Στρατηγικού Επιπέδου στην Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα και Γερμανία για τον έλεγχο των Επιχειρήσεων της ΕΕ, όταν και αν απαιτείται. Στο διάστημα που διανύουμε, οι Επιχειρήσεις της ΕΕ, συγκροτούνται ad hoc για ένα συγκεκριμένο σκοπό, συνεπώς και η οργάνωση και οι δυνάμεις τους επιστρέφουν στις χώρες τους όταν ολοκληρωθεί η αποστολή τους, συνθήκη που απομακρύνεται από τους τρόπους λειτουργίας ενός «κανονικού» Ευρωστρατού, όπως επισημαίνει και ο Στρατηγός Μιχαήλ Κωσταράκος, πρώην πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ένωσης.  

 Ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας συνιστά μια τεκτονική αλλαγή στην ευρωπαϊκή ιστορία και η Ευρώπη βρίσκεται σε κίνδυνο λόγω ενός γείτονα αποφασισμένου να διεξάγει συμβατικό πόλεμο. Η συνειδητοποίηση αυτή ώθησε την ηγεσία της ΕΕ να μιλήσει περί της «Στρατηγικής Πυξίδας», ενός σχεδίου δημιουργίας μονάδας ταχείας ανάπτυξης της ΕΕ με έως 5.000 στρατιώτες, η οποία θα διεξάγει τακτικές ασκήσεις σε ξηρά και θάλασσα ενισχύοντας την στρατιωτική κινητικότητα της Ένωσης. Σύμφωνα με των Josep Borell, Ύπατο Εκπρόσωπο της ΕΕ, στη «Στρατηγική Πυξίδα» συμπεριλαμβάνεται και ενίσχυση των πολιτικών και στρατιωτικών επιχειρήσεων CSDP (Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας) της ΕΕ προωθώντας μια ταχεία και πιο ευέλικτη διαδικασία λήψης αποφάσεων, έτσι ώστε να καλυφθούν τα «αμυντικά κενά» της Ένωσης. Το σχέδιο αυτό, αν και βοηθητικό, παραμένει μία δειλή πρωτοβουλία για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Στρατού, τη στιγμή που ο πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της ΕΕ Claudio Graziano, δηλώνει σαφέστατα στο επιστημονικό περιοδικό Foreign Policy ότι προς τα εκεί κινείται η Ένωση, αμφιλεγόμενη μάλλον δήλωση.  

 Η ικανότητα αποστολής μιας ταξιαρχίας σε σύντομο χρονικό διάστημα θα παρείχε πράγματι στην ΕΕ ένα ευρύτερο φάσμα επιλογών. Αυτή όμως είναι η « ονομαστική τιμή», το «φαίνεσθαι» και όχι το «είναι»Στη πραγματικότητα, θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από μία αποστολή 5.000 στρατιωτών προκειμένου η Ένωση να είναι στρατιωτικά αυτόνομη, ικανή να σταθεί σε στρατιωτικές αναμετρήσεις διαρκείας και όχι μοναδικά σε κρίσεις με βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, η πρόταση του Ύπατου Εκπροσώπου δεν πρέπει να ερμηνευθεί μινιμαλιστικά, δηλαδή να θεωρηθεί από τα κράτη-μέλη ότι μία πολυεθνική ταξιαρχία τέτοιου τύπου δύναται να αποτελέσει ενιαίο αμυντικό μηχανισμό της Ένωσης, πολύ απλά διότι παραμερίζονται διαστάσεις του ζητήματος, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα στη πράξη. Για παράδειγμα, ορισμένα κράτη-μέλη διαθέτουν μεγάλο αριθμό ταξιαρχιών οι οποίες μπορεί να χρειασθεί να διατεθούν αυτούσιες αν ο Ευρωπαϊκός Στρατός γίνει πραγματικότητα. Επιπλέον, δεν καλύπτεται η διάσταση των «Ακόλουθων Δυνάμεων» (follow on forces), δηλαδή δυνάμεις αντικαταστάσεως για τη συνέχιση της επιχείρησης, διότι μια ταξιαρχία, κατά τα διεθνώς ισχύοντα, μπορεί να αναπτυχθεί μόνο για 4-6 μήνες τη φορά και το προσωπικό της Ταξιαρχίας δεν μπορεί να μένει σε πραγματική ετοιμότητα ή σε ανάπτυξη για το υπόλοιπο της ζωής του. Ενώ, αναπάντητο μένει και το ερώτημα σχετικά με το πώς θα κινηθεί η Ένωση σε περιπτώσεις όπου η στρατιωτική σύγκρουση εκτείνεται σε πολλές, διαφορετικές και απομακρυσμένες περιφέρειες ταυτόχρονα.  

 Πώς, λοιπόν, θα μπορούσε ο Ευρωπαϊκός Στρατός να γίνει πραγματικότητα; Αρκετοί στρατιωτικού σύμβουλοι έχουν υποστηρίξει ότι ένας τρόπος είναι η ανάπτυξη ενός Σώματος Στρατού αποτελούμενο από μη εναλλασσόμενες εθνικές ταξιαρχίες των κρατών-μελών (περισσότερες των τριών). Ίσως φανεί παράδοξο, αλλάτο πρότυπο για ένα τέτοιο σχήμα υπάρχει ήδη, περιλαμβάνεται σαν ένα από τα προγράμματα της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO) με την επωνυμία CROC (Crisis Response Operational Core) για την αντιμετώπιση κρίσεων στην ΕΕ και είναι υπό την ηγεσία της ίδιας της Γερμανίας. Προς το παρόν, έχουν δεσμευτεί να μετάσχουν εκτός από την Γερμανία, η Κύπρος, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, ενώ παρατηρητές είναι το Βέλγιο, η Τσεχία, η Ρουμανία και η Σλοβενία. Αναντίρρητα, υπάρχει περιθώριο για τη συμμετοχή περισσότερων κρατών-μελών, γεγονός που ενισχύει τις πιθανότητες μετεξέλιξης του CROC σε ενιαίο ευρωπαϊκό σώμα στρατού 

 Ωστόσο, η θεωρία από την πράξη απέχουν έτη φωτός. Στη περίπτωση υλοποίησης της προαναφερθείσας ιδέας ανακύπτει το ζήτημα του περιορισμού της δράσης του ΝΑΤΟ, στις αρμοδιότητες του οποίου υπάγονται τη δεδομένη στιγμή η συλλογική άμυνα και η συνεργατική ασφάλεια της Ευρώπης. Δεδομένου, ότι το ΝΑΤΟ αποτελεί έναν ισχυρό και εξειδικευμένο οργανισμό στρατιωτικής συνεργασίας, στον οποίο συμμετέχουν τα περισσότερα κράτη-μέλη της Ένωσης ενδέχεται να ανακύψει και το ζήτημα της υπαγωγής του Ευρωπαϊκού Στρατού, υπό όρους, στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Αλλά ας μην προτρέχουμε, διότι επι του πρακτέου η σύνθεση ενιαίο ευρωπαϊκού σώματος στρατού είναι ένα ιδιαίτερα περίπλοκο ζήτημα που εύκολα επηρεάζεται από πολιτικές εμπνεύσεις ή σκοπιμότητες 

 Όπως δήλωσε και o 7ος Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Kofi Annan «…μπορείς να κάνεις πολλά με την διπλωματία. Μπορείς όμως να κάνεις ακόμα περισσότερα με την διπλωματία που συνοδεύεται από σταθερότητα και δύναμη». Η Ένωση θα χρειαστεί στρατιωτικές δυνάμεις για να προστατεύσει τους πολίτες της, να διαφυλάξει τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, να διασφαλίσει τη διπλωματίας της και να διαχειριστεί τις κρίσεις που απειλούν τα σύνορα της. Ωστόσο, δεν παύει να είναι ένας διεθνής οργανισμός βασιζόμενος στη βούληση των κρατών, οπότε αυτό που αξίζει να γίνει αντικείμενο διερώτησης είναι το κατά πόσο τα κράτη-μέλη προθυμοποιούνται να παραχωρήσουν μέρος της κυριαρχίας τους, εν προκειμένω στρατιωτικής, για να επιτευχθεί ένα «ευρύτερο καλό». Και έπειτα, αυτή η σκέψη έρχεται σε αντίθεση με τη ρεαλιστική προσέγγιση των κρατών ως οντοτήτων με διαφορετικά επιδιωκόμενα κυριαρχικά συμφέροντα ή πρέπει πλέον να γίνει κατανοητό ότι στις διεθνείς σχέσεις και τη σύγχρονη  παγκοσμιοποιημένη κοινωνία η συλλογικότητα στη δράση των κρατών, ειδικά στον τομέα της ασφάλειας, είναι απαραίτητη ;  

Συντάκτης: Ειρήνη Κόρδα