Η αντίστροφη μέτρηση για τις ενδιάμεσες αμερικανικές εκλογές έχει ξεκινήσει και τη δεύτερη Τρίτη του Νοεμβρίου τα δύο κυρίαρχα κόμματα, το ρεπουμπλικανικό και το δημοκρατικό, καλούνται να αναμετρηθούν για τον έλεγχο των δύο βουλών του αμερικανικού Κογκρέσου. Ο Biden δε φαίνεται να έχει κερδίσει το στοίχημα περί ενότητας των Αμερικανών πολιτών και η χώρα συνεχίζει να βρίσκεται στο μεταίχμιο συντηρητισμού και προοδευτισμού, ήδη από την προεδρία του προκατόχου του, Donald Trump.

 Η κυριαρχία του δικομματισμού στις ΗΠΑ επικράτησε σχεδόν από τα πρώτα χρόνια της συγκρότησης του ελεύθερου ομοσπονδιακού κράτους  και τα δύο αντίπαλα κόμματα έγιναν συνώνυμα με δύο μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα, εκείνα του ρεπουμπλικανισμού και του φιλελευθερισμούv αντίστοιχα.  Η σύνδεση, ωστόσο, των ρεπουμπλικάνων της Αμερικής με τις ιδέες της ρεπουμπλικανικής παράδοσης και του αστικού ρεπουμπλικανισμού, καθώς και η ταύτιση των δημοκρατικών με το  ρεύμα του φιλελευθερισμού αντιμετωπίζει αρκετές παραδοξότητες.  

 Τα θεμέλια του ρεπουμπλικανισμού εντοπίζονται στα γραπτά του Αριστοτέλη όπου οι έννοιες της ελευθερίας και της ισότητας λαμβάνουν χώρα εντός της κλειστής κοινότητας της πόλης κράτους.  Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει αυτές τις αξίες ως προνόμιο των ελεύθερων Αθηναίων πολιτών. Η ελευθερία γινόταν αντιληπτή ως πολιτική συμμετοχή και το προσωπικό συμφέρον αποτυπώθηκε στο συμφέρον της πόλης. Το  κοινό συμφέρον ή κοινό αγαθό υποδηλώνει την αποφυγή του υπέρμετρου πλουτισμού, με σκοπό την αποφυγή μεγάλων ανισοτήτων εντός της πόλης και περιορισμό του ατομικού συμφέροντος. Η εφαρμογή των ρεπουμπλικανικών ιδεών βρήκε ευρεία εφαρμογή στην Ρωμαϊκή Republic, μόνο που σε αυτή την περίπτωση η caritas (αγάπη για τα δημόσια πράγματα) εκδηλωνόταν με την συνεισφορά, ακόμα και την θυσία για την Ρώμη. 

 Η Αμερικανική ομοσπονδία ακολουθεί το παράδειγμα της “πολιτείας”, την μείξη δηλαδή διαφορετικών εθνοτήτων με στόχο μία από κοινού συμβίωση, πάντα υπό το πρίσμα του σεβασμού της ελευθερίας των μελών της. Το πολίτευμα της Αμερικής βασίστηκε στον διαχωρισμό των εξουσιών του Μοντεσκιέ, σε σημείο που καμία πηγή εξουσίας να μην κυριαρχεί πάνω στην άλλη. Υπό αυτή την οπτική, η σύνθεση των ΗΠΑ έχει θεμελιωθεί πάνω σε ρεπουμπλικανική βάση. Στοιχεία φιλελευθερισμού εντοπίζονται στην διαμόρφωση του συντάγματος της χώρας, εμπνευσμένο σε μεγάλο βαθμό από Λοκιανά ιδανικά, περί προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων . 

 Η έννοια της ελευθερίας και ο πολυπόθητος στόχος του κοινού αγαθού αποτελούν μήλο της έριδος  για φιλελεύθερους και ρεπουμπλικάνους. Για την φιλελεύθερη θεωρία το κράτος θα πρέπει να καθίσταται ουδέτερο ως προς τη διαμόρφωση του κοινού αγαθού, ενώ η ελευθερία πραγματώνεται μέσα από την ελάχιστη παρέμβαση του κράτους στην ζωή των πολιτών. Αντίθετα, οι υποστηρικτές του ρεπουμπλικανισμού επιδιώκουν την προώθηση κοινών αξιών από το κράτος, ενώ οι τελευταίες διαμορφώνονται μέσα από την άσκηση της ελευθερίας ως πολιτικής συμμετοχής.  

 Από όσα έχουν ειπωθεί, ένα εύλογο συμπέρασμα θα ήταν ότι το ρεπουμπλικανικό κόμμα, θα επεδίωκε την όλο και μεγαλύτερη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, με στόχο την μείωση των ανισοτήτων και την εξασφάλιση ενός ελεύθερου και ισάξιου βίου μεταξύ των πολιτών. Αντιθέτως, οι δημοκρατικοί αν ήταν πιστοί στα προστάγματα του φιλελευθερισμού, θα επιθυμούσαν όσο το δυνατόν πιο ελεύθερη οικονομία, με στόχο την οικονομική άνθηση και την άνοδο των οικονομικών δεικτών 

 Πράγματι, ο Madison στη διακήρυξη ανεξαρτησίας της Αμερικής είχε διατυπώσει την φράση, «όλοι οι άνθρωποι έχουν φτιαχτεί ελεύθεροι και ίσοι». Αυτό που είχε παραβλέψει από την αρχή όμως ήταν ότι, χωρίς την επίλυση των οικονομικών ανισοτήτων, η ισότητα στην πολιτική δεν είναι εφικτή. Έτσι, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, ιδίως μετά τον εμφύλιο συνδέθηκε κυρίως με την επιχειρηματικότητα και με την ελευθερία της αγοράς. Από την άλλη πλευρά του ιδεολογικού φάσματος , οι δημοκρατικοί δεν ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό τα φιλελεύθερα προστάγματα, καθώς πρόεδροι όπως ο Franklin Roosevelt, Kennedy και Johnson ακολούθησαν πολιτικές που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στον κρατικό παρεμβατισμό και στο κράτος πρόνοιας. 

 Ο ρεπουμπλικανισμός έχει επεκταθεί, αναθεωρηθεί και έχει περάσει από σαράντα κύματα όσο αφορά την ερμηνεία των βασικών του σημείων από νεότερους και πιο σύγχρονους θεωρητικούς. Παρόλα αυτά, η ερμηνεία κλειδί ανήκει στον F.Pettit και η προσπάθεια του να αποσαφηνίσει και ταυτοχρόνως να εμπλουτίσει την θεωρία σε ένα πιο σύγχρονο πλαίσιο, αποδίδει σημαντικούς καρπούς.  Ο Pettit λοιπόν δεν ορίζει την ελευθερία ως «μη παρέμβαση», αλλά ως «μη κυριαρχία». Πιο συγκεκριμένα, η εξουσία όχι μόνο δεν πρέπει να παρεμβαίνει αυθαίρετα στην ζωή των πολιτών αλλά πρέπει να υπάρχουν τα κατάλληλα θεσμικά αντίβαρα ή θεσμικοί περιορισμοί, ώστε να μην έχει την δυνατότητα να το επιχειρήσει. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα τέτοιο πλαίσιο ώστε καμία ισχυρή ομάδα, είτε αυτή ακούει στο όνομα κράτος, κυρίαρχη εθνότητα, κυρίαρχο φύλο κ.α, να μην έχει την δυνατότητα να παρέμβει με αυθαίρετο τρόπο στη ζωή των μη προνομιούχων ή των μειονοτικών ομάδων μιας κοινωνίας. 

 Το τέλος του Β Παγκοσμίου πολέμου  βρίσκει τις ΗΠΑ σε δυναμική άνοδο, διότι οι συγκριτικά μικρές απώλειες  και καταστροφές που υπέστη, της άνοιξαν τον δρόμο για την παντοδυναμία της στον κόσμο. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου έφερε στο προσκήνιο ζητήματα δικαιοσύνης που δεν είχαν τεθεί σε πρώτο πλάνο ούτε από ρεπουμπλικάνο, αλλά ούτε από δημοκρατικό πρόεδρο. Ο Truman εγκαθίδρυσε για πρώτη φορά μεικτούς στρατώνες και η προεδρία Kennedy χαρακτηρίστηκε από αναδιανεμητικές πολιτικές  και εφαρμογή ενός νομοθετικού έργου για τα δικαιώματα των αφροαμερικάνων. Όμως, οι ευαισθησίες του Kennedy για τους μη προνομιούχους και τους λαούς του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, επικρίθηκαν ως ισχνές και χωρίς ουσιαστικό βάθος 

 Αν  επανέρθουμε στην προσέγγιση του Pettit για την ρεπουμπλικανική ελευθερία ως “μη κυριαρχία”, ένα συμπέρασμα που μπορεί να διεξαχθεί είναι ότι τα θεωρητικά προαπαιτούμενα του ρεπουμπλικανικού ιδεώδους τα πληροί σε μεγαλύτερο βαθμό το δημοκρατικό κόμμα. Επιπρόσθετα, κάτι που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι από την δεκαετία του 80 και μετά ο κόσμος αλλάζει. Οι κεϋνσιανές πολιτικές στην οικονομία δίνουν την σκυτάλη στις νεοφιλελεύθερες ιδέες και στην ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) της M.Thatcher. O  Clinton στην Αμερική καταφέρνει να μειώσει το δημόσιο χρέος και να επιτύχει μια σημαντική ανάκαμψη της οικονομίας, όμως αν και δημοκρατικός παρέλειψε το μαξιλάρι ασφαλείας για τους κοινωνικά αδύναμους.  

 Ο ρεπουμπλικανισμός στην Αμερική αγγίζει σε ένα βαθμό το όραμα των Αριστοτέλη και Rousseau περί μιας κλειστής κοινωνίας βασισμένη στην ανωτερότητα του έθνους. Η λαϊκιστική ρητορική των G. W. Bush και Tramp απευθυνόταν κυρίως στον μέσο αμερικάνο πολίτη, στηριζόμενη πάντοτε πάνω στο ιδεώδες του αμερικανικού ονείρου. Η φιλοσοφία όμως γύρω από την αρετή (virtue) ή το κοινό αγαθό, υποδεικνύει κάτι παραπάνω από τον στεγνό εθνικισμό και τα ατομικά, επιχειρησιακά συμφέροντα. Αναδεικνύει την αγάπη για την πατρίδα και το συλλογικό της συμφέρον. 

 Παρά το γεγονός ότι ο ρεπουμπλικανισμός δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην ελευθερία της κοινότητας και ο φιλελευθερισμός στην ελευθερία του ατόμου, αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Δεν δύναται ελεύθερη πολιτεία δίχως ελεύθερους πολίτες. Στην θεωρία μπορεί το δημοκρατικό κόμμα να προωθεί τα δικαιώματα των μειονοτήτων και να στοχεύει σε μία ανοιχτή κοινωνία βασισμένη στην δικαιοσύνη, όμως και στα δύο κόμματα όλη η ρητορεία θυσιάζεται στον βωμό της πιο αποτελεσματικής πολιτικής. 

Συντάκτης: Νεφέλη Πρεβεδουράκη