Αν υπάρχει κάτι που έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή των περισσότερων Ελλήνων αυτή ίσως θα ήταν η πίστη τους. Έχοντας την Εκκλησία να την εκπροσωπεί, ένα ποσοστό του πλήθους εθιμοτυπικά υπακούν σε αυτή χωρίς να έχουν σημασία τα λεγόμενα της, τα οποία τον τελευταίο καιρό δεν τυγχάνουν αποδοχής από το μεγαλύτερο μέρος του πλήθους. Το Κράτος διατηρεί την ουδέτερη του στάση χωρίς εξήγηση, όμως η μεταξύ τους σύνδεση είναι πιο περίπλοκη από το αναμενόμενο..
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κατά την περίοδο κυριαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι πληθυσμοί που αποτελούσαν υπόδουλοι στην προαναφερθείσα δύναμη χωρίζονταν σε κοινότητες βάσει του θρησκεύματός τους. Τα γνωστά στα ιστορικά συγγράμματα Millet-i Rum ή αλλίως το μιλλέτι των Ρωμιών αποτελεί έναν ορισμό για την ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα των Ελλήνων της Αυτοκρατορίας. Πριν τη δημιουργία του Ελληνικού κράτους (αλλά και μετά) απαραίτητη και μόνη προϋπόθεση για το ανήκειν στο ελληνικό γένος ήταν με τη σειρά του το ανήκειν στην ορθοδοξία. Η ιδιότητα του Έλληνα ή Ρωμιού υπηκόου στην προκειμένη περίπτωση συνδεόταν άμεσα με τη θρησκεία, ξεχωρίζοντας τον από τους υπόλοιπους και υποδηλώνοντας τους πρώτους δεσμούς του έθνους με τη θρησκεία. Το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος, δηλαδή το Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822, έχρισε την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία κυρίαρχη, χωρίς καμία ουσιαστική διαφορά από το άρθρο τρία του σημερινού Συντάγματος . Η σύμφυση Κράτους-Εκκλησίας χρονολογείται από το 1833 με την απόφαση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να αποσπαστεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, μόλις τρία χρόνια αργότερα από τη σύσταση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Θα ήταν σίγουρα λανθασμένο να μην αναφερθεί ότι πρωτεύοντα ρόλο στην εξέγερση διαδραμάτισε ο Ιερός Κλήρος και η Εκκλησία, με τη συνεχή ενθάρρυνση για τον ξεσηκωμό των αγωνιστών δημιουργώντας το μονοπάτι από τη σκλαβιά στην ελευθερία.
Η τεταμένη ατμόσφαιρα μεταξύ του Κράτους και της Διοικούσης Εκκλησίας καθώς και η επιρροή που ασκείται από τους αμφοτέρους φορείς δεν παύουν να υφίστανται και σε αργότερα μελανά κομμάτια της ιστορίας. Πρωτεύον παράδειγμα δεν θα μπορούσε να είναι άλλο τη 27η Απριλίου του 1941 με την έκβαση των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα. Ο διορισμός της δωσιλογικής κυβερνήσεως του Γεωργίου Τσολάκογλου υπήρξε η πρώτη πράξη των δυνάμεων κατοχής όπως και η επιλογή του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού μετά την άρνηση του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου να ορκίσει την “κυβέρνηση” και να παραδώσει την πρωτεύουσα στους κατακτητές. Η νέα τάξη πραγμάτων είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, την μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση στην ελληνική ιστορία, μέλη της οποίας γίνανε δύο μητροπολίτες αφήνοντας την συνδρομή της Εκκλησίας στον αγώνα στα χέρια του απλού κλήρου. Αντιθέτως, πληθώρα ηγετικών μελών του Κλήρου δεν δίστασαν να κρύψουν την υποστήριξη τους στις δυνάμεις του Άξονα, ούτε τον όποιο αρρωστημένο θαυμασμό “προς την Αυτού Εξοχότητα τον Φύρερ του Γερμανικού Ράιχ Κύριον Κύριον Αδόλφο Χίτλερ”. Από τη λίστα όμως δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί η περίοδος της επταετούς δικτατορίας, που σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία η σχέση της Χούντας με τον χώρο της Εκκλησίας έχει κάθε δικαίωμα να χαρακτηριστεί ως συζυγική. Οι περισσότεροι μητροπολίτες μετέτρεπαν την προπαγάνδα των δικτατόρων σε εγκώμιο ενώ το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου θεωρείτο η “επανάσταση” που λειτούργησε ως εθνικό έργο.
Αφήνοντας την μαύρη επταετία στο δικό της χρονοντούλαπο της ιστορίας, μας δίνεται η αφορμή για αναφορά σε μία εποχή πιο κοντινή στη δική μας. Αυτή δεν είναι άλλη από την Μεταπολίτευση με αφετηρία το 1975 και τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ, Ανδρέα Παπανδρέου. Κι ενώ ο διαχωρισμός ήταν βασικότατη θέση του κόμματος υπήρξαν υποχωρήσεις κατ’ επανάληψη μέχρι το ζήτημα της υπεροχής του πολιτικού υπέρ του θρησκευτικού γάμου το 1982, αυτό περί εκκλησιαστικής εξουσίας το 1987 με την απαλλαγή του Αντώνη Τρίτση από τη θέση του υπουργού Παιδείας και την αντικατάσταση του από τον Γεώργιο Παπανδρέου καθώς και το ζήτημα της αναγραφής του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Η συζήτηση για διαχωρισμό εγκαταλείφθηκε ολοκληρωτικά με την αναθεώρηση του 1995 όταν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ συμφωνήσαν από κοινού ότι δεν υπάρχει λόγος για διαχωρισμό αφού δεν κρίνεται αναγκαίο από την ίδια την Εκκλησία. Όλα τα παραπάνω μας οδηγούν στο 2016 με την ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με την κατάργηση των θρησκευτικών και της καθιερωμένης προσευχής από τα σχολεία, γεγονός που επέφερε αναταραχή τόσο στον εκκλησιαστικό, όσο και στον μέσο θρησκευόμενο πολίτη. Μετά την άνοδο του στην εξουσία ως κυβέρνηση, μία από τις πιο βασικές θέσεις της Αριστεράς κατέληξε από φλέγον αίτημα για υλοποίηση σε μία μετριοπαθή πολιτική.
Εν αντιθέσει με όλα τα προηγούμενα, η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται να μην το έχει στην ατζέντα της το αίτημα αυτό προς υλοποίηση, παρά τις “ατασθαλίες” της Εκκλησίας που αφορούν στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα όπως η συγκέντρωση των πιστών και η πόση της Θείας Κοινωνίας με το ίδιο κουτάλι ολιγωρώντας για τις προειδοποιήσεις των λοιμοξιολόγων και της Κυβέρνησης για την αποτροπή διασποράς του ιού. Μπορεί η Θεία Κοινωνία να μην κολλάει από πιστό σε πιστό λόγω της “αγιοσύνης”, αν και οι ψυχές που στοιχειώνουν τις ΜΕΘ ίσως να διαφωνήσουν. Αυτό θα ήταν ένα από τα λίγα, αναφερόμενη πάντα στις ρητορικές μίσους κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων για την “αμαρτωλή” αυτή τους προτίμηση, την οποία δεν έχουν διστάσει να την αποκαλέσουν ανωμαλία, όσο για και τον επιθυμητό βιασμό και τις εκτρώσεις που αποτελούν εισιτήριο για την κόλαση. Ειδικά οι τελευταίες δηλώσεις κατάφεραν να προκαλέσουν σάλο στην Ελληνική κοινωνία αν και οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας τοποθετήθηκαν άμεσα ενάντια στα τελευταία. Βεβαίως και προσμετρούμε στα θετικά το μεγάλο φιλανθρωπικό της έργο αν και προκύπτει ότι μέσα σε όλα αυτά μένουμε πάλι πίσω συγκριτικά με τις χώρες της δυτικής Ευρώπης όπως είναι η Γαλλία, η οποία έχει λύσει το πρόβλημα αυτό ήδη από τον 19ο αιώνα, ενώ η Ιταλία και η Γερμανία έχουν τον λεγόμενο “εκκλησιαστικό φόρο”. Βεβαίως, ακόμη και υπό αυτούς τους όρους, κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο να γίνει όταν ο διαχωρισμός σημάνει ως συναγερμός για την εκκλησιαστική περιουσία και τις εγχώριες γαίες που είναι αναγνωρισμένες ως ιδιοκτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Βεβαίως, εύλογο θα ήταν να ρωτήσει κανείς γιατί από τη στιγμή που η πλήρης εκκοσμίκευση έχει επιτευχθεί σε (σχεδόν) όλα τα κράτη της Ευρώπης η Ελλάδα επιτρέπει τον εναγκαλισμό των εξουσιών. Αυτό συμβαίνει διότι ο εθνικισμός μας είναι κατά κύριο λόγο θρησκευτικός. Το πατριωτικό φρόνημα το όποιο γεμίζει περηφάνεια τους σημερινούς πολίτες συνδέεται με την προγονολατρεία για μία ιστορία που δεν είναι πάντα αντικειμενικά σωστή, αλλά η θρησκεία πρωτοστατεί σε αυτή. Ο λαός των Ελλήνων δεν παύει και δεν θα παύσει να είναι ποτέ ο πρώτος θιασώτης της εθνικής του ιστορίας, που τιμάται λόγω του αίματος με το οποίο έχει λεκιαστεί στο όνομα της ελευθερίας, με τη συμμετοχή της Εκκλησίας και προπάντων την ευλογία του Θεού. Στην ιστορία όμως άγιοι δεν υπάρχουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, και δεν σταματάει ούτε η συνέχεια αλλά ούτε και η επανάληψη της. Η σύνδεση αυτή σε σημερινές συνθήκες γίνεται έως και απατηλή καθώς ο φορέας λοξοδρομεί από την πατρίδα της που δεν είναι άλλη από το δόγμα της.
Κλείνοντας, το συμπέρασμα είναι ότι μετά από αιώνες αλληλεξάρτησης των δύο εξουσιών υπάρχει δυσκολία στην πραγματοποίηση του διαχωρισμού. Τα χρόνια περνάνε αλλά το “Πατρίς- Θρησκεία- Οικογένεια-” της εποχής του 1821, η χουντική “Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών” και το ισχύον “Κράτος εν Κράτει” της Μεταπολίτευσης έχουν καταλήξει εθνικά ιδεώδη για ένα ανησυχητικό μέρος του πληθυσμού. Εξ ου και είναι τόσο δύσκολη η αποδοχή του ενώ οι αλλαγές τόσο σε νομικούς θεσμούς ως και απλές συνήθειες (από την εκ νέου δηλαδή αναθεώρηση του Συντάγματος έως την καθημερινή προσευχή) όσο και οι συνέπειες που αυτές θα φέρουν. Σε μία θρησκευόμενη χώρα η οποία ζει υπό την ευχή και την κατάρα της Θείας Πρόνοιας (και των συμφερόντων της), ο διαχωρισμός μοιάζει με μακρινό σχέδιο με ό,τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα και όσους τυχαίνει να ζουν σε αυτή…
Βοήθειά μας.
Συντάκτης: Σοφία Κανελλάκη