Είναι 45 μέρες ικανός πολιτικός χρόνος να κριθεί ένα οποιοδήποτε κυβερνητικό πρόγραμμα; Μπορεί σε σαράντα πέντε ήμερες θητείας να κριθεί “επικίνδυνη” ή “εσφαλμένη” επιλογή η δημοκρατική εκλογή ενός/μίας πρωθυπουργού; Απαντάμε πρώτοι εμείς, μάλλον δεν αρκεί και συνεχίζουμε. Ποιος κρίνει εν πάση περιπτώσει μια κυβέρνηση, τα “ιερατεία” της απάτριδος χρηματοπιστωτικής ελίτ ή οι εκλέκτορες έστω και μέσω των αντιπροσώπων τους; Μήπως οι “αγορές” έχουν υποκαταστήσει την πολιτική ως θεσμοθετημένη πηγή εξουσίας και έχουν αναλάβει τα πρωτεία στο “γκοβέρνο” των λαών και των κρατών τους; Επιλέγουμε να βάλουμε άνω τελεία στα ερωτήματα που συμπαρασύρουν το ένα το άλλο για να δώσουμε “σχηματικά” τα εύσημα στην περίπτωση “Liz Truss” που μας τα ενέπνευσε με την βραχύβια θητεία της στην ηγεσία της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασίλειου, για να αναρωτηθούμε ευρύτερα και να αναγάγουμε στη διεθνή σκήνη το εκπεφρασμένο από Έλληνα πολιτικό του παρελθόντος, “ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο;”.
Το πρόβλημα δεν είναι βρετανικό, ίσως να μην είναι καν ούτε μόνο ευρωπαϊκό ή “δυτικό”. Η παραίτηση της Liz Truss όμως μας υπενθυμίζει και ως ένα βαθμό μας προειδοποιεί για την soft power της παγκοσμιοποιημένης χρηματοοικονομικής ελίτ και της ετεροβαρούς σχέσης της με τις πολιτικές ελίτ των επιμέρους κρατών εις βάρος συντριπτικά των δεύτερων. Δεν κομίζουμε γλαύκας εις Αθήνας υπογραμμίζοντας την εξαρτημένα διαπλεκόμενη σχέση μεταξύ του διεθνοποιημένου κεφαλαίου με τις τοπικές πολιτικές ελίτ. Η περίπτωση Liz Truss όμως “κλωτσάει” φανερά περισσότερο αφενός λόγω διεθνούς συγκυρίας αφετέρου λόγω πολιτικού συστήματος, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως.
Το βρετανικό κοινοβουλευτικό σύστημα αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα συνταγματικά κοινοβουλευτικά συστήματα στον κόσμο και το κόμμα των Συντηρητικών ένα από τα πιο σταθερά και ευαγή κόμματα στην Ευρώπη, εις εκ των δύο πυλώνων του πολιτικού συστήματος μαζί με το Labour Party. Πως έφτασε το πολιτικό σύστημα “πρότυπο σταθερών κυβερνήσεων” της Μεγάλης Βρετανίας να έχει αλλάξει τέσσερις πρωθυπουργούς σε επτά έτη και όλοι να προέρχονται από το κόμμα των Tories που αν μη τι άλλο πρωταγωνίστησε το τελευταίο μισό του 20αιώνα με στιβαρούς ηγέτες στο τιμόνι της ηγεσίας της παράταξης αλλά και της χώρας; Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί παραπέρα ότι αφού συνέβησαν και εξακολουθούν να συμβαίνουν αυτά στη Μεγάλη Βρετανία, τι τύχη επιφυλάσσεται για τα άλλα πολιτικά συστήματα με πιο αδύναμους ή ατροφικούς θεσμούς σε περίοδο γενικευμένης κρίσης και ρευστότητας;
Όπως είχαμε αναφέρει και σε προηγούμενο σημείωμα, ο Antonio Gramsci έλεγε πως τα κόμματα είναι η ιστορία ενός τόπου από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία. Αν μπορούσαμε να προεκτείνουμε τον συλλογισμό του νεομαρξιστή πολιτικού στοχαστή, τα κόμματα έχουν τη δυνατότητα να παρέχουν μια “φωτογραφία της στιγμής” ενός λαού, της κοινωνικής και πολιτικής του κατάστασης από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία. Πώς θα έμοιαζε άραγε η φωτογραφία που θα έβγαζε το κόμμα των Συντηρητικών το βρετανικό κοινωνικό και πολιτικό σύστημα στο σήμερα; Μάλλον φοβικό, χωρίς αυτοπεποίθηση, έρμαιο διεθνών εξελίξεων ίσως σε υπαρξιακή κρίση ολκής. Οι Tories παραδόθηκαν στα “γεράκια” των αγορών και θυσίασαν μια εκλεγμένη από τη κομματική βάση πρωθυπουργό ώστε να καθησυχάσουν το χρηματοπιστωτικό “λεβιάθαν”. Η πολιτική ως διαδικασία και ως θεσμοί υποθηκεύονται στην ισχύ και το “ευαγγέλιο” του νεοφιλελευθερισμού και της δημοσιονομικής πεπατημένης. Το χρηματοπιστωτικό lobby διεθνώς με θεματοφύλακες τους κοινά αποδεκτούς οικονομικούς επιτηρητές όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα επιβουλεύονται ολίγον κατ’ ολίγον την κυριαρχία ακόμα και ισχυρότατων κρατών όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Ο όφις του κεφαλαίου είναι στο κήπο της Εδέμ που το εξέθρεψε με άλλα λόγια.
Στην προκειμένη περίπτωση οι αγορές δεν ασπάστηκαν εν μια νυκτί τον “κευνσιανισμό” ούτε οι Tories προσπάθησαν να κηλιδώσουν μια για πάντα την πολιτική τους μακραίωνη ιστορία αποδομόντας μια πρωθυπουργό σε ενάμιση μήνα που εξέλεξαν μέσα από δημοκρατικές κομματικές διαδικασίες. Ο έκτακτος προϋπολογισμός που κατέθεσε η κυβέρνηση Truss για να καταπραΰνει την οξεία οικονομική κρίση που μαστίζει την βρετανική οικονομία έθεσε εν αμφιβόλω το αξιόχρεο του βρετανικού δημοσίου σε αδρές γραμμές. Εδώ έρχεται η διεθνής συγκυρία της διεθνούς αστάθειας και ρευστότητας όπου οδήγησε εκτός Downing Street την συντηρητική πολιτικό. Το φθινόπωρο του 2022, στα απόνερα της πανδημίας, στο έλεος της ενεργειακής (κυρίως ευρωπαϊκής) κρίσης, στην αναδημιουργία του σιδηρούν παραπετάσματος με τη Ρωσία κάθε κίνηση οφείλει να είναι “προσεκτική” απ’ όλους. Το δυτικό block βρίσκεται σε συναγερμό απέναντι στη διεθνή κινητικότητα σε πολλαπλά επίπεδα. Η επισφάλεια τείνει να κανονικοποιηθεί στις δυτικές κοινωνίες και η ευμάρεια (αληθινή ή επίπλαστη) αμφισβητείται ευθέως. Σε αυτό το περιβάλλον κανείς δεν μπορεί να ξεστρατίσει από το μαντρί της γεωπολιτικής και ιδιαίτερα οικονομικής ορθοδοξίας του νεοφιλελευθερισμού. Ο “εχθρός” παραμονεύει και περιμένει κάθε πιθανό ρήγμα. Αυτό πλήρωσε η Truss έστω και εν αγνοία της. Το πολιτικό σύστημα εισάκουσε τις αγορές και ξεφορτώθηκε την “ατζαμή” της υπόθεσης με συνοπτικές διαδικασίες μη διαταράσσοντας το “μέτωπο”. Σαν άλλη Ιφιγένεια η Liz Truss ήταν ένα “ατύχημα” για τις αγορές και τους πολιτικούς κοτζαμπάσηδες του σε όλο τον δυτικό κόσμο που διορθώθηκε έστω και εκ των υστέρων.
Σαν επίμετρο αφήνουμε τον επανακάμψαντα Rishi Sunak, τέκνο απευθείας από την νομενκλατούρα της χρηματοπιστωτικής ελίτ, με θητεία στη Goldman Sachs. Προβλέπουμε τουλάχιστον ανακούφιση μεταξύ των “λευκών κολάρων” αν όχι έμπλεο ενθουσιασμό.
Συντάκτης: Γιάννης Μαρινάκης