Η διαδικασία εξισλαμισμού της περιοχής της Μικράς Ασίας ξεκίνησε, μετά από τη στρατιωτική επικράτηση των Σελτζούκων Τούρκων επί της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη μάχη του Ματζικέρτ τον 11ο αιώνα. Τους επόμενους αιώνες πολιτισμικές και διοικητικές διαφορές μεταξύ των τουρκικών φύλων, οδήγησαν στην υπερίσχυση των Οθωμανών Τούρκων στη Μικρά Ασία και την Ανατολία. 

 Το ξεκίνημα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όσο και η εξάπλωση της, οφείλεται κυρίως στο θρήσκευμα του λαού, το Ισλάμ. Στο Ισλάμ ο εκάστοτε πολιτικός ηγέτης, σε συνεργασία με τον θρησκευτικό ηγέτη «ιμάμη» μπορούσε να ερμηνεύσει κατά βούληση το Κοράνιο κατευθύνοντας τον λαό στο «λόγο» του Θεού και να αποκομίσει πολιτικά οφέλη. Η ανεκτικότητα που έδειχναν οι κατακτητές Οθωμανοί στους κατακτημένους πληθυσμούς, αλλά και ο τρόπος που αντιμετώπιζαν τους αλλόθρησκους, λειτούργησε ως μέσο ώστε να υπάρχουν λιγότερες αναταραχές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Σημαντικό στοιχείο αυτής της πολιτικής συμπεριφοράς, είναι η νοοτροπία διαχωρισμού των πληθυσμών της αυτοκρατορίας, με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Εξίσου σημαντικές υπήρξαν οι επιρροές από τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας, σε μυστικιστές μουσουλμάνους πιστούς, που ταύτισαν χριστιανούς αγίους με δικούς τους αγίους και τους δέχτηκαν όπως για παράδειγμα, η σέκτα των μπεκτασήδων που συνδυάζουν στοιχεία της Ορθοδοξίας, του Σιϊτισμού και του Σουνιτισμού. 

 Όσον αφορά στη θρησκευτική αντίληψη των Οθωμανών, αντιλαμβάνονταν ως κομμάτι της δικής τους κοινωνίας, άτομα που είχαν ασπαστεί το Ισλάμ ανεξάρτητα από την εθνική και πολιτισμική τους προέλευση. Σε αυτό συνέβαλε η αντίληψη ότι τα Οθωμανικά ήθη και έθιμα βασίζονται στην Ισλαμική πολιτιστική κουλτούρα. Κομβικό ρόλο  στην αύξηση της δύναμης της και την ομογενοποίηση του λαού γύρω από το Ισλάμ, έπαιξε η τακτική του παιδομαζώματος. Λάμβανε χώρα κάθε 5 ή 7 χρόνια . Κατά το παιδομάζωμα οι Οθωμανοί συνέλεγαν χριστιανόπαιδα, ως επί το πλείστων από το χώρο των Βαλκανίων, τα εξισλάμιζαν και τα εκπαίδευαν με σκοπό την ανάθεση θέσης στο στρατό ή τη διοίκηση του κράτους. Με αυτόν τον τρόπο σε μερικά χρόνια τα ανώτερα αξιώματα της αυτοκρατορίας, βρίσκονταν στα χέρια ανθρώπων που προέρχονταν από οικογένειες χριστιανών, παράγοντας που ήταν καθοριστικός για την ανάπτυξη εσωτερικής πολιτικής τριβής, με τους Οθωμανούς που προέρχονταν από Μουσουλμανικές οικογένειες. 

 Κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα, οι πολιτισμικές και θρησκευτικές τριβές εντός της αυτοκρατορίας αυξάνονται, ενώ στην Ευρώπη ανθίζουν ήδη οι ιδέες του διαφωτισμού. Με στόχο τη μείωση των τριβών, ο αυτοκράτορας προσπάθησε να υιοθετήσει ένα σχετικά προοδευτικό σύστημα διακυβέρνησης για τα μέτρα της μουσουλμανικής κοινωνίας, το οποίο θα έδινε περισσότερες ελευθερίες και ευκαιρίες στις θρησκευτικές μειονότητες της αυτοκρατορίας. Οι κινήσεις αυτές, αύξησαν τη δυσαρέσκεια, που προερχόταν κατά βάση από τους μουσουλμάνους κατοίκους της αυτοκρατορίας, οι οποίοι στράφηκαν με την σειρά τους κατά του Σουλτάνου και των σχεδίων μείωσης της μουσουλμανικής ισχύος στην Οθωμανική κοινωνία. Την ίδια περίοδο στην Ευρώπη, προωθείται η εικόνα των σκληρών πιέσεων που ασκούν οι Οθωμανοί στους Χριστιανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, παράγοντας που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν οι Ρώσοι για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. 

 Η προαναφερθείσα δυσαρέσκεια ενάντια στις μεταρρυθμίσεις για «προοδευτική» διακυβέρνηση και αύξηση των κοινωνικών ελευθεριών, εκφράστηκε μετέπειτα με την επανάσταση του κινήματος των νεότουρκων στις αρχές του 20ου αιώνα, του οποίου την ηγεσία ανέλαβε σε μεταγενέστερο χρόνο ο Μουσταφά Κεμάλ. Ύστερα από την εκδίωξη του Σουλτάνου και την ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους, ακολουθήθηκε πολιτική βίαιων εκτουρκισμών και γενοκτονίας όσων δεν αφομοιώνονται, όπως οι Έλληνες Πόντιοι και οι Έλληνες της Ιωνίας, που διατηρούσαν τον ισχυρό Ελληνικό  πολιτισμικό πυρήνα, προερχόμενο από την Ελληνιστική πολιτιστική και κοινωνική συνέχεια της περιοχής της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Σημαντικό ρόλο στη εκτέλεση των παραπάνω, έπαιξε η επιρροή των Γερμανών οι οποίοι θεωρούσαν ότι με ισχυρή την Οθωμανική αυτοκρατορία, θα μπορούσαν να υπερισχύσουν έναντι των ανταγωνιστών τους, στην περιοχή της Ανατολίας και της Μέσης Ανατολής. 

 Τα επόμενα χρόνια, φαινομενικά βασικό πυλώνα του νεοσύστατου τουρκικού κράτους, αποτέλεσε η κατεύθυνση του προς τη Δύση, αλλά και η αποστροφή του Ισλάμ από τις ελίτ του κράτους. Ωστόσο στην πράξη η πολιτική αυτή, είχε αντίθετο αποτέλεσμα στον λαό, γεγονός που δικαιολογείται από την κυβερνητική πολιτική προώθηση του μουσουλμανισμού πίσω από κλειστές πόρτες. Οι προσπάθειες αυτές, έγιναν με σκοπό τη διαμόρφωση μιας συμπαγούς μορφής του λαού, με έντονα εθνοτικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Καίρια ήταν στην ανωτέρω διαδικασία η επιρροή του στρατού τόσο σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όσο και στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας.  

 Συνοψίζοντας, στη σύγχρονη Τουρκία παρατηρείται μια προσπάθεια διατήρησης της πολιτικής ισορροπίας, μεταξύ της “οθωμανολατρείας” και της “κεμαλικής” πολιτικής διακυβέρνησης. Η χώρα όσον αφορά στην εξωτερική της πολιτική, μοιάζει να αμφιταλαντεύεται μεταξύ Δύσης και Ανατολής, προσπαθώντας παράλληλα να καταστεί περιφερειακή δύναμη. Την ίδια ώρα, παρεμβαίνει σε συνορεύοντα κράτη, και ακολουθεί την ίδια γενοκτονική τακτική όπως στο παρελθόν, με θύματα στο σήμερα τους Κουρδικούς πληθυσμούς της Ανατολίας.  

 Τέλος το τουρκικό πολιτικό σύστημα αλλά και ο λαός, οδηγούνται με γρήγορους ιστορικούς ρυθμούς ,στην πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και τον ακραίο εθνικισμό, σε μια εποχή που η διεθνής κοινότητα φάνηκε να μην είναι πλέον ανεκτική σε τέτοιες συμπεριφορές. 

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Γαλάνης