Στις αρχές Αυγούστου υπήρξε μια έντονη φημολογία λόγω στρατιωτικών ασκήσεων της Κίνας γύρω από τη νήσο της Ταϊβάν με σκοπό την εισβολή και την αλλαγή του status quo στη περιφέρεια της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού .Το ερώτημα όμως το οποίο τίθεται είναι τι ακριβώς θα σήμαινε μια πολεμική σύρραξη μεταξύ Κίνας-Ταϊβάν.
Όλα ξεκινούν το 1949, πιο συγκεκριμένα την 1η Οκτωβρίου 1949,όταν ο Μάο Τσετούνγκ κηρύσσει την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στο Πεκίνο. Την ίδια περίοδο οι εθνικιστικές δυνάμεις της Kuomintang υπό τον Τσανγκ Κάι-σεκ (1887-1975) καταφεύγουν στην Ταϊβάν (πρώην Φορμόζα), σχηματίζουν κυβέρνηση στις 7 Δεκεμβρίου και απαγορεύουν κάθε σχέση ανάμεσα στο νησί (επισήμως Δημοκρατία της Κίνας) με την κομμουνιστική Κίνα. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου εκδηλώνεται η πρώτη (μίας σειράς) απόπειρα του Κινεζικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού να καταλάβει τις νησίδες Κεμόι και Ματσού. Ενώ το 1950 η Ταϊβάν γίνεται σύμμαχος της Ουάσινγκτον που βρίσκεται σε πόλεμο με την Κίνα στην Κορέα. Μέσα στα επόμενα 70 χρόνια υπήρχαν εντάσεις και κάποιες προσπάθειες ειρηνευτικών συζητήσεων μεταξύ Πεκίνου-Ταϊπέι . Όμως, πιο ρόλο παίζουν οι ΗΠΑ σε όλη αυτή την διαμάχη;
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Διάσκεψη του Καΐρου (φθινόπωρο 1943), οι Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και ο Κινέζος στρατηγός και πολιτικός Τσανγκ Κάι-σεκ αποφασίζουν την επιστροφή της Ταϊβάν στην Κίνα. Αυτό επικυρώθηκε το 1945 με τη Διάσκεψη του Πότσνταμ. Η ήττα όμως του Τσανγκ Κάι-σεκ και του Εθνικιστικού Κινεζικού Κόμματος (Κούομιντανγκ) από τους Κομμουνιστές του Μαο Τσε-τουνγκ , υποχρέωσε τους υποστηρικτές του πρώτου να εγκαταλείψουν τον Δεκέμβριο του 1949 την ηπειρωτική Κίνα και να εγκατασταθούν στην Ταϊβάν.
Συνεπώς, οι ΗΠΑ αποφασίζουν την μεγάλη στήριξη τους προς την Ταϊβάν καθώς τον Ιούνιο του 1950 μετά το ξέσπασμα του πολέμου της Κορέας, ο Αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν έδωσε εντολή στον 7ο Αμερικανικό Στόλο να αποκρούσει με κάθε τρόπο πιθανές επιθέσεις των (κομμουνιστών) Κινέζων στην Ταϊβάν. Παράλληλα ο Τσανγκ Κάι-σεκ κλήθηκε να κατασκευάσει οχυρωματικά έργα στις ακτές της Ταϊβάν, με σκοπό την αποτροπή μιας πιθανής κινεζικής επίθεση.
Άρα αντιλαμβανόμαστε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν θεωρούσε ότι «αν η κυβέρνηση του Πεκίνου καταλάμβανε την Ταϊβάν, αυτό θα αποτελούσε άμεση απειλή κατά της περιοχής του Ειρηνικού και των αμερικανικών δυνάμεων που στάθμευαν εκεί». Αντιθέτως, το 1953 ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Αϊζενχάουερ, εξαιτίας των διαταραγμένων σχέσεων Ουάσιγκτον –Πεκίνου αποφασίζει ο 7ος Αμερικανικός Στόλος θα επενέβαινε για να παρεμποδίσει εισβολή της Κίνας στην Ταϊβάν φροντίζοντας να ενισχύσουν την κυβέρνηση της Ταϊπέι με την επικύρωση στα τέλη του 1954 στρατιωτικής συμφωνίας αμοιβαίας βοήθειας σε καιρό πολέμου. Συνεπώς, η προοπτική πολεμικής αναμέτρησης Πεκίνου-Ταϊπέι άρχισε να απομακρύνεται. Τα σοσιαλιστικά κράτη και ένας αριθμός χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου αναγνώριζαν το Πεκίνο ενώ οι περισσότερες δυτικές χώρες αναγνώριζαν μόνο την Ταϊπέι. Η Ταϊβάν διατηρούσε τη θέση της Κίνας στον Ο.Η.Ε. και μάλιστα ως μόνιμο μέλος σύμφωνα με την ιδρυτική διακήρυξη του Οργανισμού. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 όμως τα πράγματα άλλαξαν. Ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον αναθεωρεί ριζικά την πολιτική των Η.Π.Α. στον Ειρηνικό Ωκεανό και την ανατολική-νοτιοανατολική Ασία.
Πιο συγκεκριμένα, το 1971 η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. ενέκρινε την εισδοχή της Κίνας στον Οργανισμό και την αποπομπή της Ταϊβάν. Το 1972 μάλιστα ο Νίξον επισκέφθηκε την Κίνα και αποδέχθηκε την αξίωση του Πεκίνου ότι η Ταϊβάν αποτελεί τμήμα της Κίνας. Παράλληλα υποσχέθηκε να περιορίσει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στο νησί καθώς και τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Βέβαια η ριζική μεταστροφή της αμερικανικής πολιτικής είχε ως απόρροια το πάγωμα των σχέσεων μεταξύ Κίνας και Ε.Σ.Σ.Δ. εκείνη την εποχή, κάτι που οδήγησε εσπευσμένα τις Η.Π.Α. στο μεγάλο άνοιγμα προς την Κίνα. Στις 5 Απρίλιου 1975 πεθαίνει ο Τσανγκ Κάι-σεκ και τον διαδέχεται ο γιος του Τσανγκ Τσινγκ-κούο ο οποίος αντιλήφθηκε ότι το πρόβλημα της Ταϊβάν δεν ήταν η ανακατάληψη της Κίνας αλλά η επιβίωση της. Τον Δεκέμβριο του 1978 οι Η.Π.Α. διέκοψαν τις διπλωματικές σχέσεις τους με την Ταϊβάν αναγνωρίζοντας μόνο τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Από την άλλη πλευρά, η Ουάσιγκτον και η Ταϊπέι συνέχισαν τις σχέσεις τους σε μη κυβερνητικό επίπεδο. Οι εμπορικές τους συναλλαγές όπως και η πώληση όπλων από τις Η.Π.Α. στην Ταϊβάν συνεχίστηκαν.
Σημείο τομής αποτελεί το 1981 διότι έγιναν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές στην Ταϊβάν τις οποίες κέρδισε το Κουόμιντανγκ. Πρόεδρος της χώρας εκλέχθηκε ο Λι Τενγκ-χούι. Παράλληλα ακολουθεί μια νέα πρόταση από την ηγεσία της Κίνας για επανένωση των δύο χωρών αλλά απορρίφθηκε το 1989. Το Κουόμιντανγκ και ο Λι Τενγκ-χούι κερδίζουν τις εκλογές το 1992 και το 1996, όμως σταδιακά άρχισε να αυξάνει τα ποσοστά του το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα. Το 1995 ο Λι Τενγκ-χούι έγινε ο πρώτος πρόεδρος της Ταϊβάν που επισκέφθηκε έστω ανεπίσημα τις Η.Π.Α. παρά τη σφοδρή αντίδραση του Πεκίνου που διαμαρτυρήθηκε έντονα για την επίσκεψη του Δαλάι Λάμα (του Θιβέτ) στην Ταϊβάν.
Η επόμενη εικοσαετία είχε μια κατά ομολογία ομαλή γειτνίαση μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι. Στις προεδρικές εκλογές του 2000 υπήρξε πολιτική αλλαγή στη χώρα. Ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος Τσεν Σούι-μπιαν επικράτησε και εκδήλωσε την επιθυμία για εποικοδομητικό διάλογο με την Κίνα. Όμως σύντομα απέρριψε και τη νέα πρόταση του Πεκίνου για επανένωση των δύο χωρών με δημιουργία «ενός έθνους με δύο συστήματα» (σοσιαλιστικό και ελεύθερης αγοράς).
Αργότερα το κοινοβούλιο της Ταϊβάν ανακοίνωσε την άρση της 50ετούς απαγόρευσης των εμπορικών συναλλαγών του με την Κίνα. Έτσι στις αρχές του 2001 Κινέζοι και Ταϊβανέζοι για πρώτη φορά μετά το 1949 ταξίδεψαν ελεύθερα προς τις δύο χώρες. Το 2002 η Ταϊβάν έγινε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου αλλά η Κίνα μπλόκαρε και πάλι τη, δέκατη, αίτηση της Ταϊβάν για ένταξη στον Ο.Η.Ε. Το 2004 ο Τσεν Σούι-μπιαν εκλέχθηκε εκ νέου πρόεδρος της Ταϊβάν μια μέρα μετά την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Το ίδιο έτος η Κίνα κατόρθωσε να μην γίνει δεχτή η ονομασία Ταϊβάν στο Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου αλλά και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Το 2009 η Ταϊβάν συμμετείχε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για πρώτη φορά μετά από 38 χρόνια με την ονομασία «Chinese Taiwan».
Υπάρχει περίπτωση να γίνει πόλεμος;
Η επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊπέι τον Αύγουστο του 2022 είχε ως απόρροια την άμεση αντίδραση της Κίνας. Ο κινεζικός στρατός διεξήγαγε ασκήσεις, σε κλίμακα δίχως προηγούμενο. Περικύκλωσε το νησί, έριξε βροχή πυραύλων που ακούγονταν στη βόρεια ενδοχώρα της Ταϊβάν, ενώ διέκοψαν τις πτήσεις της πολιτικής αεροπορίας. Οι βολές έφτασαν μέχρι την ΑΟΖ της Ιαπωνίας, προκαλώντας την αντίδραση του Τόκιο. Ο καυτός μήνας του Αυγούστου στο διπλωματικό επίπεδο διεξήχθη σε ένα κρεσέντο δηλώσεων μεταξύ Κίνας-ΗΠΑ-Ρωσίας με την τελευταία να υποστηρίζει σιωπηρά το «κυρίαρχο δικαίωμα να διεξάγει ασκήσεις»
Τα στρατιωτικά γυμνάσια που ξεκίνησε η Κίνα ως απάντηση στο ταξίδι της Πελόζι είναι τα μεγαλύτερα που έχουν διεξαχθεί ποτέ γύρω από την Ταϊβάν. Ισοδυναμούν δε με πρόβα για τον αεροναυτικό αποκλεισμό της, που θα αποτελέσει το πρελούδιο οποιασδήποτε εισβολής, εάν και όταν αυτή αποφασιστεί. Στην περιοχή βρίσκονται επίσης ισχυρότατες δυνάμεις των ΗΠΑ, ενώ σε επιφυλακή είχαν τεθεί και οι αμερικανικές βάσεις σε Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Γκουάμ και αλλού. Παρά τον κίνδυνο ενός «θερμού επεισοδίου», πάντως, οι περισσότεροι εκτιμούν πως ούτε το Πεκίνο ούτε η Ουάσιγκτον επιδιώκει μια σύγκρουση σήμερα. Παράλληλα είχαν διεξαχθεί δεκάδες παραβιάσεις του εναέριου χώρου, ενώ τα πλοία που παίρνουν μέρος στις ασκήσεις ρίχνουν με πραγματικά πυρά. Ακόμη σημαντικό να τονιστεί ότι πριν τη λήξη των ασκήσεων το Πεκίνο έκανε προσομοίωση επίθεσης στο νησί.
Αναντίρρητα, τέτοιες απόπειρες προληπτικής απεξάρτησης της Δύσης αποτυπώνουν την προτεραιότητα που δίνεται στην τεχνολογική κυριαρχία και στην ασφάλεια εφοδιασμού (ειδικά μετά από τα στρατηγικά λάθη της ΕΕ ως προς το φυσικό αέριο και τη διαχρονική εξάρτηση από τη Ρωσία). Ταυτόχρονα όμως, ενισχύουν τις εκτιμήσεις για μια επικείμενη σύγκρουση Κίνας – ΗΠΑ με αφορμή την Ταϊβάν. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο μεγαλύτερος χαμένος, πέρα από τους ίδιους τους άμεσα εμπλεκόμενους, θα ήταν το εμπόριο και η παγκόσμια ανάπτυξη. Ας μην ξεχνάμε οι Κινέζοι είναι έμποροι και όχι ιδεολόγοι. Η διακοπή του διακρατικού εμπορίου και οι διαταραχές των εφοδιαστικών αλυσίδων μεταξύ Δύσης και Ανατολής θα προκαλούσαν αλυσιδωτές επιπτώσεις, με κυριότερες την εκτίναξη του πληθωρισμού και των τιμών της ενέργειας, τον περιορισμό επενδύσεων, μια πρωτόγνωρη βιομηχανική κρίση, την έλλειψη προϊόντων και την εμφάνιση κοινωνικών κρίσεων.
Για την Ευρώπη (που είναι ο τέταρτος εμπορικός εταίρος της Ταϊπέι) το σύνολο των εισαγωγών και εξαγωγών για το 2021 ήταν σχεδόν 65 δισ. δολάρια. Αν προσθέσουμε και τον παράγοντα των μικροτσίπ, αντιλαμβανόμαστε ότι η διακοπή παραγωγής και εξαγωγής τους θα «νεκρώσει» την οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα στο μεγαλύτερο μέρους του πλανήτη. Αντιθέτως, η διεθνής κοινότητα θα κληθεί να «διαλέξει πλευρά», με την επιβολή πιθανότατα κυρώσεων, για τις οποίες όμως θα πρέπει να αναμένει αντίποινα. Εάν τα ευρωπαϊκά κράτη δεν μπόρεσαν να αντέξουν την αμφίδρομη επίπτωση των κυρώσεων στη Ρωσία, γεννώνται ερωτήματα για το πώς θα μπορέσουν να αντέξουν τα αντίποινα της κορυφαίας εξαγωγικής δύναμης, της Κίνας. Επιπλέον παράμετροι που πρέπει να αναφερθούν είναι ότι μια σύγκρουση υπερδυνάμεων στα στενά της Ταϊβάν θα διακόψει τη λειτουργία υποθαλάσσιων καλωδίων επικοινωνίας και μεταφοράς δεδομένων, αλλά και τη ναυσιπλοΐα στην περιοχή, αναγκάζοντας τα εμπορικά πλοία να χρησιμοποιούν νέες οδούς. Άραγε, ποιον θα συνέφερε οικονομικά και κοινωνικά μια πολεμική σύρραξη μεταξύ Κίνας-Ταιβάν; Πραγματικά κανέναν.
Συντάκτης: Αντιγόνη Μαρέ
Πηγές:
https://www.capital.gr/diethni/3651977/ki-omos-kina-kai-taiban-xreiazontai-i-mia-tin-alli
Denny Roy (2003) Taiwan a Political History. Cornell University Press