Αδιαμφισβήτητα, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας αποτελεί μια μεγάλη κρατική δύναμη του 21ου αιώνα. Ορισμένοι αναλυτές διισχυρίζονται πως πρέπει να διανύσει αρκετό ακόμα δρόμο για να γίνει μια “υπερδύναμη” της τάξεως των Ηνωμένων Πολιτειών. Το βέβαιο, όμως, είναι πως έχει την πρόθεση να διασχίσει αυτό τον δρόμο και να γιγαντωθεί. Σήμερα, ακολουθώντας τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές στρατηγικές τακτικές, απλώνει τα δίχτυα της σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, θέλοντας να αλιεύσει τα συμφέροντα της. Το μεγάλο “ψάρι” βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την κινεζική πρωτεύουσα και δεν είναι άλλο από την αφρικανική ήπειρο.

  Για αιώνες, η Αφρική αποτέλεσε πόλο έλξης τόσο για τα ευρωπαϊκά κράτη, όσο και για τις αμερικανικές πολιτείες. Η “πολιτισμένη Δύση” έβλεπε αυτές τις εκτάσεις ως ένα ορυχείο ορυκτού πλούτου, γεωργικών προϊόντων και ανθρώπινης σάρκας. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, θέλοντας να καρπωθούν όλα αυτά τα αγαθά, δεν δίστασαν να χωρίσουν αυθαίρετα την ήπειρο σε περιοχές και να δημιουργήσουν αποικίες. Όπως απέδειξε η ιστορία, οι συγκεκριμένες δυνάμεις στόχευαν αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των ιδιοτελών εθνικών τους συμφερόντων, χωρίς να επιθυμούν να διαδραματίσουν εκπολιτιστικό ή έστω υποβοηθητικό ρόλο στην περιοχή. Η ντόπιοι κάτοικοι ζούσαν μέσα σε συνθήκες δουλείας και εξαθλίωσης, με τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις να αποτελούν συχνό φαινόμενο. 

 Στα μέσα του 20ου αιώνα, οι αφρικανικοί λαοί κατάφεραν να “βγουν” από τον ζυγό των αποικιοκρατών και να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους. Ωστόσο, τα δεδομένα δεν άλλαξαν ιδιαίτερα, με τις συνέπειες της πολυετούς εκμετάλλευσης να συνεχίζουν να βασανίζουν την περιοχή. Οι κατακτητές διαμέλισαν την ήπειρο χωρίς να λάβουν υπόψιν τις εθνολογικές διαφορές των ντόπιων και των φυλών που την κατοικούσαν. Τα νέα ανεξάρτητα κράτη διατήρησαν την συγκεκριμένη διαγράμμιση, με αποτέλεσμα την συμβίωση πληθυσμών με σημαντικές διαφορές στα φυλετικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους. Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί πηγή συχνών εμφύλιων συγκρούσεων και αναταραχών. Ταυτόχρονα, οι μεγάλες πολυεθνικές δημιούργησαν ένα νέο είδος αποικιοκρατίας, ασκώντας πιέσεις στις αφρικανικές κυβερνήσεις και διεκδικώντας τα αγαθά της ηπείρου. Την στιγμή που κάποιοι θησαυρίζουν, εκμεταλλευόμενοι κάθε εκατοστό γης, οι λαοί της Αφρικής ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και τα κράτη παραμένουν στάσιμα, χωρίς σημάδια εξέλιξης. 

  Θύμα του δυτικού ιμπεριαλισμού αποτέλεσε και η Κίνα. Από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Κίνα βίωνε την παρακμή σε όλους τους τομείς της. Η αδυναμία της Δυναστείας των Τσινγκ να ακολουθήσει την εξέλιξη και την πρόοδο τόσο των Δυτικών, όσο και των Ιαπώνων, την οδήγησε στην εδαφική της συρρίκνωση, αλλά και στην καταρράκωση του κύρους της. Σταδιακά, οι Ευρωπαίοι κατάφεραν να αυξήσουν την οικονομική τους επιρροή, ελέγχοντας αρκετές κινεζικές επαρχίες. Η επιρροή τους ήταν τόσο σημαντική σε σημείο αναφοράς για σχέσεις εξάρτησης του ασιατικού κράτους με τις ευρωπαϊκές εμπορικές εταιρείες. Συγχρόνως, οι Ρώσοι και οι Ιάπωνες κατάφεραν να πάρουν στην κατοχή τους αρκετές κινεζικές περιοχές στην Κεντρική Ασία και την Άπω Ανατολή. Η μη σωστή αντιμετώπιση του ξένου “δυνάστη” και οι εσφαλμένες πολιτικές επιλογές της ηγεσίας οδήγησαν σύντομα σε λαϊκή εξέγερση και ανατροπή της δυναστείας των Τσινγκ το 1912. 

  Αν και θεωρητικά έκανε ένα σημαντικό βήμα προς τον εκδημοκρατισμό της, η Κίνα συνέχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα στο εσωτερικό της. Οι εσωτερικές έριδες και ο ανταγωνισμός των, κατά τόπους, κυβερνητών δημιουργούσαν διαρκώς διαμάχες και κοινωνικές αναταραχές. Χρειάστηκαν περίπου τέσσερις δεκαετίες για να καταφέρει να ξεπεράσει όλα τα εμπόδια και να φτάσει σε μια νέα εποχή. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στην κινεζική επικράτεια και στην οικονομία της. Ταυτόχρονα, όμως, κατάφερε να μειώσει σε σημαντικό βαθμό την επιρροή των ευρωπαϊκών δυνάμεων στα ασιατικά εδάφη, αλλά και σε παγκόσμια κλίμακα. Ακολούθως, η διαμάχη για την ηγεσία δίχασε την κοινωνία και την οδήγησε σε μια ακόμα τριετή εμφύλια σύρραξη. Ο τερματισμός των συγκρούσεων με την νίκη του Μαο Τσε Τουνγκ και του κομμουνιστικού κόμματος σηματοδότησε μια νέα, αλλά και “περίεργη” περίοδο για τον “Κινεζικό Δράκο”. 

  Το ίδιο διάστημα, η παγκόσμια σκηνή διαφοροποιούνταν ριζικά. Η ευρωπαϊκή οικονομία έφτασε στα όρια της κατά την διάρκεια του πολέμου και, πλέον, έχανε την παγκόσμια δύναμη της. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στην Ιαπωνία. Οι  μόνες χώρες που κατάφεραν να αποφύγουν την οικονομική εξάντληση ήταν οι δυο υπερδυνάμεις της εποχής, οι Η.Π.Α και η Σοβιετική Ένωση. Οι ιδεολογικές διαφορές και ο ανταγωνισμός, που υπήρχε ανάμεσα τους, δημιούργησαν μια χρόνια, “ψυχροπολεμική” διαμάχη. Στην προσπάθεια τους να αλληλοεξουδετεροθούν και να αυξήσουν την παγκόσμια επιρροή τους, επιχείρησαν να δέσουν στο άρμα τους τα υπόλοιπα κράτη με διάφορα οικονομικά και διπλωματικά ερείσματα. Το “ΝΑΤΟ” και το “Σύμφωνο της Βαρσοβίας” αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτών των στρατηγικών επιλογών. Ωστόσο, ορισμένες χώρες, όπως η Ινδία και η Κίνα, αποφάσισαν να εναντιωθούν απέναντι στον αμερικανικό και ρωσικό ιμπεριαλισμό και να χαράξουν την δική τους πορεία, μακριά από τις δύο “υπερδυνάμεις”. Την ίδια πρόθεση είχαν και τα αφρικανικά κράτη, τα οποία σταδιακά ανεξαρτητοποιούνταν και εμφανίζονταν περισσότερο αυτόνομα στον παγκόσμιο χάρτη. 

  Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, ο κινέζος Πρωθυπουργός, Τσου Εν Λάι, συναντήθηκε με τους αρχηγούς 29 ασιατικών και αφρικανικών κρατών στην Αφροασιατική συνδιάσκεψη στο Μπαντούνγκ της Ινδονησίας. Σημαντικό ρόλο στην συνάντηση διαδραμάτισε και ο Μάο Τσε Τουνγκ. Ο κινέζος Πρόεδρος, βλέποντας την ταύτιση των συγκεκριμένων κρατών ως προς την αντιαποικιακή και αντιιμπεριαλιστική πολιτική, πίστευε πως θα μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο στην αφροασιατική συνεργασία. Έχοντας ως αφετηρία τον κοινό αγώνα ενάντια στον ζυγό των ιμπεριαλιστών και των καπιταλιστών, οι συμμετέχοντες συζήτησαν σχετικά με τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι χώρες τους στην παγκόσμια κοινότητα, αλλά και την συνεργασία τους σε πολιτικο, πολιτιστικό και οικονομικό επίπεδο. 

  Οι συζητήσεις αυτές δεν έμειναν μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, με την συνδιάσκεψη να αποτελεί τον προάγγελο του “Κινήματος των Αδέσμευτων”. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘70, το Πεκίνο κατάφερε να αναπτύξει διπλωματικές σχέσεις με 44 από τα 50 ανεξάρτητα αφρικανικά κράτη. Σταδιακά, οι δύο πλευρές (αν θεωρήσουμε όλα τα, συνεργαζόμενα με την Κίνα, αφρικανικά κράτη ως μια πλευρά) οικοδόμησαν ολοένα και περισσότερο πάνω σε αυτήν την φιλία. Η στροφή της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής και οι δυνατότητες της αφρικανικής γης δημιούργησαν, ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία, μια συνεργασία που “ανθίζει”, αλλά και.. “τρομάζει”. Μια συνεργασία που θα μελετήσουμε εκτενέστερα σε προσεχές άρθρο. 

Συντάκτης: Σάββας Ασικίδης