Παρακολουθώντας τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων στη Ελλάδα και αφού συνειδητοποίησα την ταραχή που έχει προκαλέσει το ζήτημα της έννομης βίας στο πέρασμα του χρόνου, έκρινα πως η μόνη σωστή προσέγγιση του εν λόγω θέματος είναι η αντικειμενική. Η θέση ότι η αστυνομική βία έχει όλα τα χρώματα αποτελεί την εναρκτήρια και σημαίνει ότι έννομη φυσική βία δεν ασκείται μοναδικά από ένα είδος κυβέρνησης, αλλά είναι εργαλείο στα χέρια κάθε μίας από τις εναλλασσόμενες “διοικήσεις”, διότι αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του κράτους. Η συνειδητοποίηση αυτή είναι σημαντική διότι αφήνει το περιθώριο διερεύνησης και ενός ακόμη παράγοντα που συνδέεται άμεσα με το ζήτημα, εκείνον της «προσωπικής ευθύνης».
Πρώτου όμως φτάσουμε στον σχολιασμό αυτού του παράγοντα χρειάζεται μία στοιχειώδη επιστημονική θεμελίωση της συζήτησης. Συγκεκριμένα, από τον Γερμανό κοινωνιολόγο και πολιτικό οικονομολόγο Μαξ Βέμπερ, αντλούμε την ιδέα ότι το κράτος αποτελεί «κοινότητα των ανθρώπων η οποία αξιώνει (αποτελεσματικά) το μονοπώλιο στη χρήση της νόμιμης φυσικής βίας μέσα σε ένα ορισμένο έδαφος». Ενώ, και ο Λέων Τρότσκι (σοβιετικός πολιτικός και θεωρητικός του Μαρξισμού) υποστήριξε ότι «κάθε κράτος είναι θεμελιωμένο μέσα στην βία». Ωστόσο, η σχέση κράτους-βίας είχε διαπιστωθεί πολύ νωρίτερα -ήδη από την αρχαιότητα- καθώς, στο έργο «Προμηθεύς Δεσμώτης» του Αισχύλου οι φύλακες του ιερού του Δία φέρουν ακριβώς αυτά τα ονόματα, Κράτος και Βία, με το πρώτο να συμβολίζει την εξουσία και το δεύτερο το μέσο επιβολής της.
Στη σύγχρονη εποχή, η συγκεκριμένη σχέση διατηρείται, εντούτοις υπάρχουν νομικοί περιορισμοί στην άσκηση βίας από τα ταξικά όργανα. Συγκεκριμένα ,στην Ελλάδα, η προσφυγή στη βία, αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, επιφυλάσσεται δε αυστηρά και μόνο «όταν είναι απολύτως αναγκαία και στο μέτρο που προβλέπεται και απαιτείται για την εφαρμογή του νόμου». Επιπρόσθετα, ο αστυνομικός υποχρεούται να χρησιμοποιεί τα κατά το δυνατόν, ηπιότερα μέσα, αποφεύγοντας κάθε περιττή ενόχληση, σκληρότητα ή αδικαιολόγητη φθορά ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθ.2 στοιχείο ε’ ΠΔ 254/2004. Η καταστρατήγηση της συγκεκριμένης διατάξεως συνεπάγεται προσβολή στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα στη ζωή και τη προσωπική ασφάλεια. Συνεπώς, ο σεβασμός των νομικών περιορισμών από πλευράς των αστυνομικών είναι καθοριστικός για τη προστασία του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος και των αξιών που αυτό πρεσβεύει.
Όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία αποσκοπούν στη κατάδειξη του κρατικού μονοπωλίου της βίας (ΚΜΒ) και της άσκησης του μέσω των οργάνων επιβολής της τάξης, ως εγγενή χαρακτηριστικά της φύσεως του «κράτους» ως έννοιας. Η επισήμανση αυτή είναι βασική διότι αποτελεί την απάντηση σε όσους υποστηρίζουν ότι η αστυνόμευση και επιβολή δεν θα έπρεπε να υφίστανται σε μια «ειρηνική κοινωνία». Η σκέψη αυτή είναι θετική, αλλά δυστυχώς ουτοπική, διότι η ειρηνική κοινωνία δεν είναι ένα αναλλοίωτο και σταθερό δεδομένο. Είναι μία «ιδέα» προς επίτευξη, η οποία απομακρύνεται από την σκληρή πραγματικότητα των αντικρουόμενων συμφερόντων, συμπεριφορών και επιδιώξεων μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Προσεγγίζοντας το ζήτημα ρεαλιστικά, διαπιστώνεται πως η έννομη βία είναι απαραίτητη ακριβώς για την διατήρηση της ευρυθμίας του κοινωνικού συνόλου, διότι είναι το μόνο είδος βίας που και οροθετείται (νομικά) και οριοθετεί (περιορίζοντας παράνομες ενέργειες). Πριν βιαστείτε να διαφωνήσετε με αυτή τη θέση, αξίζει να αναλογιστείτε ότι η βία, όταν δεν βρίσκεται στα χέρια τού εκάστοτε δικαίου, απειλεί το ίδιο το δίκαιο, όχι λόγω των σκοπών τους οποίους τυχόν επιδιώκει, αλλά λόγω της εκτός δικαίου γυμνής ύπαρξής της, η οποία επιφέρει το χάος (Benjiamin Walter, 1977).
Βέβαια, στη χώρα μας έχουν σημειωθεί περιστατικά που η βία της αστυνομίας, έχει προκαλέσει μεγαλύτερη αναστάτωση και θρήνο απ’ ότι ασφάλεια και προστασία. Δεν θα ήταν δίκαιο οι περιπτώσεις αυτές να εξαιρεθούν από την ανάλυση, αφήνοντας αυτή τη σκοτεινή πλευρά του ζητήματος ανεξιχνίαστη. Στη πραγματικότητα, γεγονότα όπως οι θάνατοι του Ιάκωβου Κουμή και της Σταματίνας Κανελλοπούλου το 1980, του Αλέξη Γρηγορόπουλου το 2008, αλλά και βίαιες επιθέσεις κατά διαδηλωτών, φέρνουν στο προσκήνιο το ζήτημα της προσωπικής ευθύνης των στελεχών των αστυνομικών ομάδων. Η παραγνώριση των ορίων εξουσίας και η κατάχρηση του δικαιώματος στην άσκηση βίας από πλευράς των αστυνομικών οργάνων αποτελούν φαινόμενα που δυστυχώς παρατηρούνται σε αρκετές περιπτώσεις και είναι οπωσδήποτε κατακριτέα. Οι αιτίες εκδήλωσης τέτοιου είδους συμπεριφορών πιθανόν να συναρτώνται με την ασυνειδησία, ίσως να είναι αποτέλεσμα του «εθισμού» στην αίσθηση της δύναμης ή μπορεί και να αποτελούν προϊόν σοβαρής απερισκεψίας. Σίγουρα, όμως, εντείνουν την ανασφάλεια των μελών της κοινωνίας και υποβαθμίζουν την αξία ενός θεσμού που θεωρητικά εστιάζει στην προστασία των πολιτών.
Σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι δυσαρέσκεια που προκαλείται από την έκνομη δράση της αστυνομίας εκδηλώνεται εντονότερα από τους νέους σε ηλικία. Η κατάκριση και η αποδοκιμασία όμως, αρκετές φορές κλιμακώνονται επικίνδυνα, σε σημείο που η φράση «η βία γεννά βία» θεμελιώνεται, όπως συνέβη το Μάρτιο του 2021 στη Νέα Σμύρνη (οπότε και ένας αστυνομικός δέχθηκε άγρια επίθεση και ξυλοδαρμό ως αντίποινα για τη βίαιη συμπεριφορά αστυνομικών σε βάρος πολίτη της ίδιας περιοχής, λίγες ημέρες πριν). Για το καλό όλων μας (στο βαθμό που είναι εφικτό) πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αμφότερες, η εκτός ορίων δράση της αστυνομίας και η επίσης ανεξέλεγκτη οργή κατά των σωμάτων ασφαλείας είναι δείγματα κοινωνικής παθογένειας και η σύγκρουση αυτή όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά το αναπαράγει.
Κρίνεται αναγκαίο, θεωρώ και ελπίζω οι περισσότεροι να συμφωνήσουν μαζί μου, να είναι σε θέση το άτομο να αναγνωρίζει πότε η έννομη βία δεν είναι παράγοντας της ευρυθμίας της κοινωνίας, αλλά γίνεται κανόνας της, μετατρέποντας το πολιτικό σύστημα σε αυταρχικό. Κρίνεται αναγκαίο, ο κάθε ένας να γνωρίζει τα όρια της δράσης του, τα οποία προσδιορίζονται από τον κοινωνικό ρόλο που αναλαμβάνει. Κρίνεται αναγκαίο, η καταπάτηση των ορίων να επιφέρει υποχρεωτικές συνέπειες στον καταπατητή είτε αυτός είναι αστυνομικός είτε είναι απλός πολίτης είτε φέρει κάποιου άλλου είδους ιδιότητα.
Καταληκτικά, η βία και το κράτος παρουσιάζονται και έχει αποδειχθεί θεωρώ ότι είναι αδιαχώριστα, γεγονός που καθιστά την συζήτηση για τα όρια άσκησης κρατικής βίας διαχρονική και επίκαιρη, ανεξαρτήτως του είδους της δημοκρατικής κυβερνήσεως και της ιδεολογικής της απόχρωσης, κεντρώα, δεξιά ή αριστερή. Αν όμως στους αστυνομικούς και τους απλούς πολίτες άπτεται η επίγνωση των ορίων δράσης τους και ο έλεγχος της συμπεριφοράς τους, ώστε αυτή να μην παρακωλύει τη ορθή λειτουργεία του ευρύτερου συνόλου, τότε έργο των πολιτικών – της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας- είναι η θέσπιση και άσκηση της βίας (έννομης) για την προστασία της δημοκρατίας, την οποία υποστηρίζουν ότι υπηρετούν, και όχι για τη διάλυση ή καταστρατήγησή αυτού του πολιτεύματος και της ιδεολογίας που συναρτάται με αυτό στο όνομα της υποτιθέμενης υπεράσπισής του.
Συντάκτης: Ειρήνη Κόρδα