Στην πολιτική ιστορία υπάρχουν τομές, χωρίς τις οποίες η καθημερινότητα θα έμοιαζε μάλλον με ένα βαρετό ταξίδι προς την αιωνιότητα. Μια τέτοια τομή συνέβη στις 24 Φεβρουαρίου, όποτε και ξεκίνησε η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Τα επακόλουθα αυτού του πολέμου η ακρίβεια και  η ενεργειακή κρίση, δίνουν μια άνευ προηγούμενου ευκαιρία στα κόμματα της ακροδεξιάς να αποκτήσουν κάποια κοινοβουλευτικά και κοινωνικά οφέλη. Όπως και την προηγούμενη δεκαετία η οικονομική κρίση, που ξεκίνησε από τις Ηνωμένες Πολιτείες ενίσχυσε τις φωνές εντός Ευρώπης για έξοδο από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αλλά και μια αυστηρότερη στάση στις επερχόμενες μεταναστευτικές ροές.

  Συχνά αυτά τα κόμματα, παρά τις εν δυνάμει διαφορές τους, έχουν και πολλές ομοιότητες. Κοινό στοιχείο θεωρείται η νεοσυντηρητική ιδεολογία με κεντρικό σημείο την επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες. Εναντιώνονται στην παγκοσμιοποίηση καθώς την θεωρούν απειλή για το έθνος κράτος, ενώ προωθούν αντιφιλελεύθερη και αντιδυτική ατζέντα. Προτάσσουν έξοδο από τους δυτικούς οργανισμούς της ΕΕ και του  ΝΑΤΟ, καθώς πιστεύουν ότι ο Δυτικός κόσμος ενδιαφέρεται μόνο για την παραγωγή και κατανάλωση πλούτου, ενώ στον αντίποδα η Ρωσία εκπροσωπεί το κέντρο της παράδοσης και τον υπερασπιστή της θρησκείας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο λαϊκισμός έχει άνοδο σε χώρες που διαδραματίζει μεγαλύτερο ρόλο η θρησκεία. Η απόρριψη  της πολυφυλετικότητας είναι άλλο ένα κοινό στοιχείο. Το επιχείρημα τους για την ιδεολογική προσκόλληση στην Ρωσία ως το κέντρο της παράδοσης ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, όταν το 2013 ψηφίστηκε νόμος που κατοχύρωνε τον παραδοσιακό, σαν τον μοναδικό είδος γάμου.  

  Πέραν, όμως, της ιδεολογικής ταύτισης με την Ρωσία υπάρχει και γεωπολιτικό υπόβαθρο. Οι αναμορφώσεις που επέφερε στην οικονομία η πρώτη θητεία του Πούτιν, και το λανσάρισμα αυτής ως συντελεστή ισχύος, έκαναν πολλούς να πιστεύουν ότι η σύγχρονη Ρωσία αποτελεί το αντίπαλον δέος της Δύσης και κληρονόμο της πάλαι ποτέ κραταιής ΕΣΣΔ. Η προσωπικότητα του Ρώσου Προέδρου έπαιξε έναν ακόμη σημαντικό ρόλο σε αυτό καθώς θεωρήθηκε ότι η ισχυρή, ενίοτε και αυταρχική, προσωπικότητα του σηματοδοτούσε το κλειδί για την προώθηση του εθνικού συμφέροντος με κάθε κόστος. Για παράδειγμα, αυτό επιβεβαιώθηκε με τις εισβολές στην Γεωργία το 2008 και την Κριμαία το 2014.  

  Ο Ευρασιανισμός και ο Εθνικομπολσεβικισμός, που ανέπτυξε ο κατά πολλούς θεωρητικός  και εν μέρει εξ απορρήτων του Πούτιν, Αλεξάντερ Ντούγκιν, θεωρήθηκαν σαν αντικαταστάτες του Ευροατλαντισμού και του Αμερικανισμού. Οι υποστηρικτές τους πιστεύουν ότι ο Αμερικανισμός προϋποθέτει σύμπλευση με την Ατλαντική συμμαχία (και συλλήβδην με τα Αμερικανικά συμφέροντα) σε βάρος του εθνικού, ενώ δεν επιτρέπει την αυτόνομη εξωτερική  πολιτική. Προτάσσουν την αντικατάσταση του Ευρωατλαντισμού με τον Ευρασιανισμό, με το επιχείρημα ότι η Ρωσία μετά την ανάκαμψη της  αποτελεί υπερδύναμη και μπορεί να ανατρέψει την ισορροπία ισχύος με τις ΗΠΑ, “Δεν είναι σαν την ΕΣΣΔ”.  

  Έχοντας κατά νου αυτήν την ταύτιση, το Κρεμλίνο εργάστηκε συστηματικά προκειμένου να ενισχύσει τους δεσμούς του με την Ευρωπαϊκή Ακροδεξιά. Ανέπτυξε προσωπικές σχέσεις με τους περισσότερους ακροδεξιούς ηγέτες, κάνοντας τους να πιστεύουν (ή τουλάχιστον να θέλουν να πιστεύουν) ότι τους βλέπει σαν ισότιμους συνομιλητές. Ενώ, στο παρασκήνιο χρηματοδοτούσε την δράση τους. Οι συζητήσεις μεταξύ Λε Πέν-Ναρισκίν το 2014 με το πρόσχημα της ανταλλαγής απόψεων, αποκάλυψαν ότι τελικά αφορούσαν την χορήγηση δανείου για το “Εθνικό Μέτωπο”, στο απόηχο της καταδικαστέας προσάρτησης της Κριμαίας. Ένας ακόμη τρόπος ενίσχυσης των δεσμών μεταξύ Μόσχας και Ακροδεξιάς επήλθε δια μέσου του σκοτεινού ρόλου που διαδραματίζει το κρατικό πρακτορείο “Russia Today”, το οποίο εκπέμπει σε Αγγλικά, Ισπανικά, Αραβικά και Ρωσικά. Στην πραγματικότητα, όμως, έχει μετατραπεί σε ένα τηλεοπτικό μέσο προώθησης της ρωσικής προπαγάνδας. Δεν είναι λίγες οι φορές, μάλιστα, που το τηλεοπτικό δίκτυο δίνει βήμα σε ηγέτες ακροδεξιών κομμάτων να αναπτύξουν τις ιδέες τους.  

  Όλα αυτά τα χρόνια το Κρεμλίνο δραστηριοποιήθηκε στην προσπάθεια Ευρασιανικής επιρροής (κυρίως στις επαρχίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) με ένα τρόπο  ελέγχου της εκλογής κομμάτων φιλικών προς την Μόσχα. Ήταν ένας τρόπος άμεσης παρέμβασης στην εκλογική διαδικασία χρησιμοποιώντας πολιτικά μέσα, που θυμίζει σε μεγάλο βαθμό το Δόγμα Μπρέζνιεφ. Στην πραγματικότητα, ακόμη και αν δεν κατάφερνε να βοηθήσει τα ακροδεξιά κόμματα να σχηματίσουν κυβέρνηση, τουλάχιστον, αυτά λάμβαναν ρόλο ρυθμιστή στον κυβερνητικό συνασπισμό έτσι ώστε να ικανοποιούν τα ρωσικά αιτήματα, εκ των έσω και εν ολίγοις να καθορίζουν κρίσιμες πτυχές της εξωτερικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, λειτουργούσαν ως δούρειους ίππος προς χάριν της Ρωσίας. 

  Το ιδεολογικό χάσμα μεταξύ φιλελεύθερης δημοκρατίας και ακροδεξιάς έγινε ακόμη πιο εμφανές μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο. Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στην Ρωσία, θεωρήθηκαν από τα κόμματα της ακροδεξιάς ως επίθεση κατευθείαν στην Ορθόδοξη εκκλησία, στα μάτια της οποίας καθρεπτιζόταν η Μόσχα σαν τρίτη Ρώμη. Η αποκλειστική επίρριψη ευθυνών στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και η προσπάθεια μετατροπής της Ουκρανίας σε βάση των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας ήταν κάποια από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να δικαιολογηθεί η εισβολή. Επιπλέον πόνταραν και στην ρητορική ότι τόσο η Κριμαία όσο και Ουκρανία αποτελούσαν μέρος της Μεγάλης Ρωσίας αλλά και το ότι οι κυρώσεις θα πλήξουν περισσότερο τις Ευρωπαϊκές οικονομίες, σε σχέση με την πιο αυτόνομη και ισχυρή Ρωσική.  

  Όλα αυτά που ζούμε  τώρα δεν είναι τυχαία. Η Μόσχα έχτισε όλα αυτά τα χρόνια ένα δίκτυο υβριδικών απειλών, το οποίο περιλάμβανε τη χρήση hackers για κυβερνοεπιθέσεις καθώς και ωμή παρέμβαση στην εκλογική διαδικασία άλλων χωρών. Η υπόγεια στήριξη της Ρωσίας βοήθησε τα κόμματα της ακροδεξιάς να αποκτήσουν ισχυρό βήμα. Ξεκινώντας από την Λε Πέν, η οποία μπορεί να μην κατάφερε να κερδίσει την Γαλλική Προεδρία, ωστόσο, παρουσίασε εντυπωσιακή αύξηση στα ποσοστά της σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Επιπλέον, η κοινοβουλευτική ενίσχυση του κόμματος της στέρησε από το κόμμα του Μακρόν την απόλυτη πλειοψηφία, οδηγώντας την γαλλική πολιτική σκηνή σε αδιέξοδο και καθιστώντας (τον) δέσμιο της ακροδεξιάς κάθε φορά που θέλει να περάσει ένα νομοσχέδιο. Στην συνέχεια οι εκλογές στην Σουηδία, επιβεβαίωσαν για ακόμη μια φορά αυτό το φαινόμενο . Η δεξιά μπορεί να κέρδισε με οριακή πλειοψηφία(176) την αριστερά(173). Χωρίς τις απαραίτητες, όμως, έδρες που κατείχαν οι “Σουηδοί Δημοκράτες” (73) αυτό θα ήταν αδύνατο. Πράγμα που σημαίνει ότι μια ενδεχόμενη αποχώρηση (ή και απειλή της) θα οδηγούσε αυτόματα και σε πτώση της κυβέρνησης. Αναδεικνύοντας έτσι και τον σημαντικό-σκοτεινό ρόλο τους στον κυβερνητικό συνασπισμό.  

  Υπό τον κίνδυνο σχηματισμού ακροδεξιάς κυβέρνησης βρίσκεται και η Ιταλία. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του τεχνοκράτη Μάριο Ντράγκι κατέρρευσε το καλοκαίρι, όταν τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού απέσυραν την στήριξη τους. Σύμφωνα με ρεπορτάζ της Ιταλικής εφημερίδας La Stampa, η απόσυρση της Λέγκα του Σαλβίνι έγινε ύστερα από ρωσική εντολή. Παρόλο που ο ίδιος χαρακτήρισε το δημοσίευμα ως “ανοησίες” οι σχέσεις του με το Κρεμλίνο είναι γνωστές. Μέσα στην καλοκαιρινή προεκλογική περίοδο το ακροδεξιό κόμμα των “Αδελφών της Ιταλίας” αναδείχθηκε πρώτο στις δημοσκοπήσεις και η ηγέτης του, φαβορί για την πρωθυπουργία. Το κόμμα της ενώ τυπικά δεν ήταν ούτε από τα πιο γνωστά ούτε από τα πιο δυναμικά, τα τελευταία χρόνια ενισχύθηκε σημαντικά. Η Ιταλία διαθέτει πλέον το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην Ευρώπη με την καθημερινότητα πολλών Ιταλών να γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Η κατά τα άλλα σημαντική βιομηχανία της (η οποία θα μπορούσε να την βγάλει μερικώς από το αδιέξοδο) αποδυναμώθηκε και περιθωριοποιήθηκε προς χάριν του Βορρά και της αντίστοιχης Γαλλό-Γερμανικής υπεροχής. Ενώ, η αντιμεταναστευτική πολιτική της άρχισε να βρίσκει περισσότερα ευήκοα ώτα, όταν μειώθηκαν οι ροές από Ελλάδα. Η αναζήτηση νέων δρόμων, κυρίως από Λιβύη προς Σικελία και στην συνέχεια προς Νότια και Κεντρική Ιταλία άρχισε να πιέζει την(ήδη τεταμένη) ιταλική οικονομία και κοινωνία. Το κόμμα της Μελόνι ενισχύθηκε επίσης και από την μη συμμετοχή του στην κυβέρνηση. Ο κυβερνητικός συνασπισμός παρόλο που πέτυχε σταθερότητα, στέρησε από την πολιτική τις αντιπολιτευτικές φωνές, λόγω της συσπείρωσης. Έτσι, οι “Αδελφοί” ενίσχυσαν την θέση τους ακόμη και χωρίς το άνοιγμα προς το κέντρο. Για να αντιληφθούμε όμως καλύτερα την πολιτική κατάσταση στην Ιταλία θα πρέπει να αναλύσουμε το ρόλο που διαδραμάτισε σε αυτήν ο γραμματέας της Λέγκα, Σαλβίνι. Ο ίδιος θεωρούνταν το 2018 φαβορί για την πρωθυπουργία. Ωστόσο, μια σειρά από δικά του λάθη, τον οδήγησαν στην αντιπολίτευση. Η συμμετοχή του στον κυβερνητικό συνασπισμό, όχι μόνο δεν βελτίωσε τα ποσοστά του, το αντίθετο μάλιστα. Αυτό τον οδήγησε μαζί με τον Μπερλουσκόνι στην αναζήτηση μιας πιο δεξιάς/ακροδεξιάς κυβέρνησης, όπου θα μπορεί να αναπτύξει το ακραίο αφήγημα του χωρίς φόβο αποπομπής ή παγίωσης του ως γραφικού.  

  Η έκρυθμη κατάσταση στην Ιταλία μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για όλη την Ευρώπη. Η διολίσθηση της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ στον λαϊκισμό, θα επηρεάσει όχι μόνο κοινωνικά και πολιτικά αλλά και οικονομικά την Ευρώπη.  

  Φυσικά, αυτή η έκρηξη της ακροδεξιάς δεν είναι τυχαία. Ναι μεν, επικρατούν όλες οι συνθήκες που τους επιτρέπουν να χτίσουν το αφήγημα τους, όμως αναπτύσσεται παράλληλα με την αποκάλυψή ότι η Μόσχα χρηματοδότησε από το 2014 μέχρι σήμερα με 300 εκατομμύρια δολάρια, τα κόμματα και τα media της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.  

  Από την εξίσωση δεν θα μπορούσε να λείπει και η Ελλάδα. Ανέκαθεν από την έναρξη του Αγώνα για Ανεξαρτησία, η χώρα είχε εναποθέσει τις ελπίδες της για ένα ασφαλές και βιώσιμο κράτος, στην Ρωσία. Το  ρωσικό κόμμα έβλεπε στα μάτια της, την μεγάλη δύναμη που ήταν ( και θα ήταν) στο πλευρό του νέου ορθόδοξου κράτους. Κλειδί για την υπεράσπιση και προώθηση του Ελληνικού εθνικού συμφέροντος αποτελούσε η θρησκεία. Την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, οι Ελληνό-Σοβιετικές σχέσεις, ήταν από ανύπαρκτες έως και εχθρικές. Κυρίως, λόγω της παγίωσης του εθνικού προσανατολισμού στην Δύση αλλά και του μεγάλου κοινωνικού ρήγματος που προκάλεσε ο εμφύλιος και την ταύτιση των Ελλήνων κομμουνιστών με την ΕΣΣΔ. Τα τελευταία χρόνια όμως, υπό την ηγεσία του Πούτιν παρατηρείται μια δυναμική. Ο Ρώσος Πρόεδρος έχει επισκεφτεί πολλές φορές το Άγιον Όρος, ενώ απευθύνεται συχνά στο χριστιανικό αίσθημα των Ελλήνων προκειμένου να πιέσει την κυβερνητική πολιτική για σύμπλευση με την Μόσχα. Την προηγούμενη δεκαετία, όποτε και επιδεινώθηκε η σχέση με του εταίρους, πολλοί στράφηκαν στην Ρωσία για αναζήτηση συμμάχων. Δεν ήταν λίγοι μάλιστα αυτοί που πίστευαν ότι η Ρωσία μπορούσε να τακτοποιήσει το ελληνικό χρέος, αγνοώντας μάλλον την οικονομική της κατάσταση. Τέλος, μετά την εισβολή στην Ουκρανία πολλαπλασιάστηκαν οι φωνές απολογισμού της. Όλα αυτά στον απόηχο της αποκάλυψης προσπάθειας ενοποίησης περιφερειακών καναλιών το 2016 με σκοπό την δημιουργία τηλεοπτικού σταθμού φιλικού προς την Μόσχα, με το όνομα Hellasnet. Ευτυχώς στην Ελλάδα δεν παρατηρείται η ενίσχυση της ακροδεξιάς, όπως συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ναι μεν υπάρχουν και έχουν βήμα τέτοια κόμματα, ωστόσο η δυναμική τους και ο αντίκτυπος στην κοινωνία είναι ελάχιστος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος στο μέλλον.  

  Η ενίσχυση των άκρων αποτελεί κίνδυνο για την φιλελεύθερη δημοκρατία. Οι πολιτικοί οφείλουν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων με ρεαλιστικές λύσεις που θα ανακουφίσουν τα προβλήματα της  κοινωνίας. Από την άλλη και οι πολίτες οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι οι απλοϊκές προτάσεις δεν αποτελούν λύσεις στα προβλήματα αλλά ένα καιροσκοπικό δημοκοπικό αφήγημα. 

Συντάκτης: Φώτης Αναστασόπουλος