Ήταν το 1981 όταν ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών καθιέρωσε την τρίτη Τρίτη κάθε Σεπτέμβρη ως τη Διεθνή Ημέρα Ειρήνης, μέρα που να συμπίπτει με την ετήσια γενική συνέλευση του Οργανισμού κάθε Σεπτέμβριο. Ωστόσο, από το 2001 μέχρι και σήμερα η μέρα αυτή έχει μετατεθεί για τις 21 Σεπτεμβρίου και γιορτάζεται – στη σύγχρονη εποχή τουλάχιστον υπενθυμίζεται σχεδόν από όλα τα κράτη παγκοσμίως, επιδιώκοντας την παύση των εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια της ημέρας. Και πριν όμως, από την ίδρυση του Ο.Η.Ε., και ειδικότερα με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρόεδρος Thomas Woodrow Wilson σε λόγο του στο Κονγκρέσο κωδικοποίησε τις απόψεις του για τη μεταπολεμική διευθέτηση του κόσμου στα περίφημα Δεκατέσσερα Σημεία, όπου με το τελευταίο ζητούσε τη σύσταση ενός διεθνούς οργανισμού (Κοινωνία των Εθνών) που θα εξασφάλιζε <<αμοιβαίες εγγυήσεις πολιτικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας στα μεγάλα και μικρά κράτη εξ ίσου>>. Κατά πόσο λοιπόν, συνιστά η ειρήνη μια πραγματικότητα ή τουλάχιστον κατά πόσο τιμάται αυτή η μέρα από τη διεθνή κοινότητα; 

  Κατ’ αρχάς, ούτε καν οι <<αισιόδοξοι>> ιδεαλιστές δεν μπορούν να αρνηθούν, αλλά ούτε και να εθελοτυφλήσουν ως προς την ύπαρξη και το μέγεθος των συνταρακτικών πολέμων που έλαβαν χώρα τον τελευταίο αιώνα, πολλοί εκ των οποίων συνεχίζουν ακόμα και σήμερα. Με τον σχεδόν εικοσαετή πόλεμο στο Αφγανιστάν μεταξύ των Η.Π.Α και των Ταλιμπάν, τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου και τη λήξη του από τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία το 1999, τον πόλεμο στην Υεμένη από το 2014 μέχρι και σήμερα, τον πόλεμο στο Ιράκ από το 2003 έως και σήμερα, τον πόλεμο στη Συρία από το 2011 μέχρι και σήμερα, καθώς και τον πιο <<δημοφιλή>> σε εμάς τους Ευρωπαίους πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας που ξεκίνησε τον περασμένο Φεβρουάριο να βρίσκονται υπό το φως της δημοσιότητας στη διεθνή πολιτική σκηνή, το ξέσπασμα ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου δεν πρέπει να αμφισβητείται βάσει ερευνών Αμερικανών επιστημόνων. Σύμφωνα μάλιστα με μια τελευταία ανάλυση του επίκουρου καθηγητή Άαρον Κλόζετ, του τμήματος Επιστήμης των Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Κολοράντο, θα πρέπει η παγκόσμια ειρήνη μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που έληξε το 1945 να διαρκέσει γύρω στα 100 με 140 χρόνια προκειμένου να θεωρηθεί ως κάτι παγιωμένο, τείνοντας ως προς την πάταξη ενδεχομένου για τρίτη οικουμενική σύρραξη. Εντούτοις, γίνεται αντιληπτό πως οι προσδοκίες του Κλόζετ καταβαραθρώθηκαν, κάτι που αποδεικνύεται και από μια  στατιστική ανάλυσή του , η οποία διακηρρύσει πως συρράξεις μεταξύ κρατών – και όχι απαραίτητα παγκόσμιες έχουν συμβεί μετά το 1823 με ένα σχετικά σταθερό ρυθμό σχεδόν ανά δύο χρόνια, ενώ παράλληλα οι περισσότερες από αυτές, και συγκεκριμένα το 80%, διήρκησαν έως δύο χρόνια. Επομένως, γίνεται αντιληπτό πως ακόμα και τα κράτη που έχουν ενταχθεί στον Ο.Η.Ε δεν προτιμούν πάντοτε τις ειρηνικές μεθόδους επίλυσης διαφορών. 

 Ήδη, από το πρώτο κεφάλαιο του Χάρτη Ηνωμένων Εθνών όπου και αναφέρονται οι σκοποί και οι αρχές αυτού του διεθνούς οργανισμού, και δη στα άρθρα 1 παράγραφος 1 και 2 παράγραφος 3, γίνεται λόγος για τη διατήρηση διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, καταφεύγοντας στο σύστημα συλλογικής ασφάλειας μέσα από τις μεθόδους ειρηνικής επίλυσης των διαφορών (Κεφάλαιο 6 του Χ.Η.Ε), τις ειρηνευτικές επιχειρήσεις, αλλά και τα εξαναγκαστικά μέτρα (ύστερα από ενεργοποίηση του Κεφαλαίου 7 του Χ.Η.Ε),  πράξεις όμως, που να περιορίζονται από τις αρχές της δικαιοσύνης και του διεθνούς δικαίου, όπως αυτές της εδαφικής κυριαρχίας, της μη παρέμβασης κρατών σε εσωτερικές  υποθέσεις άλλων κρατών κ.λ.π. Πέρα από τα πολιτικά/διπλωματικά μέσα αντιμετώπισης διαφορών και διαπληκτισμών μεταξύ κρατών, υπάρχει και ο δικαστικός διακανονισμός που προβλέπεται στο άρθρο 33 παρ. 1 του Χ.Η.Ε., ο οποίος παραπέμπει αυτόματα στο Διθνές Δικαστήριο της Χάγης, αρμόδιο για την εξέταση των κατ’ αντιδικία υποθέσεων που υποβάλλονται μόνο από κράτη που έχουν αναγνωρίσει τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (συναινετική δικαιοδοσία) (αρ.34 και 36 παρ.2 του Καταστατικού του ΔΔΔ), καθώς και γνωμοδοτήσεων μη δεσμευτικού χαρακτήρα, αλλά ταυτόχρονα μεγάλου κύρους. Επιπρόσθετα, όσον αφορά στην απαγόρευση της χρήσης στρατιωτικής βίας που συνιστά κανόνα jus cogens, δηλαδή αναγκαστικού δικαίου, επιβαλλόμενου για όλη τη διεθνή κοινότητα, προβλέπεται η δυνατότητα παρέκκλισης  μόνο σε δύο περιπτώσεις και δη αυτής της ατομικής νόμιμης άμυνας εκ μέρους ενός κράτους ως απάντηση σε ένοπλη επίθεση και ύστερα από ενημέρωση του Συμβουλίου Ασφαλείας (αρ.51 του Χ.Η.Ε) καθώς και αυτής της σαφούς και ρητής εξουσιοδότητσης προς κράτοςμέλος από το Συμβούλιο Ασφαλείας (αρ. 42 – 47 του Χ.Η.Ε.).  

 Γίνεται λοιπόν εναργές ότι παρόλο που υπάρχουν όλα τα προβλεπόμενα και αναγκαία μέσα, πολιτικά, διπλωματικά και νομικά, με απώτερο στόχο την εξάλειψη της στρατιωτικής βίας και κατά επέκταση την εγκαθίδρυση της ειρήνης και της πολιτικής και εδαφικής ακεραιότητας, μια σημαντική μερίδα ισχυρών ηγετών επιλέγει το αίμα προκειμένου να κινήσει τους γρανάζια της μηχανής του χρόνου. Συνεχίζουν ακάθεκτες οι οικουμενικές συρράξεις, ενώ παράλληλα οι πιθανότητες για διεξαγωγή ενός πυρηνικού πολέμου αυξάνονται διηνεκώς. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι και η Γνωμοδότηση για τη Νομιμότητα της Απειλής ή Χρήσης Πυρηνικών Όπλων του 1996 του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης που αποφάνθηκε πως δεν θα μπορούσε να καταλήξει οριστικά στο εάν η απειλή ή χρήση πυρηνικών όπλων είναι νόμιμη η παράνομη στην εξαιρετική περίσταση της νόμιμης άμυνας κράτους όπου διακυβεύεται η ίδια η επιβίωσή του, με απόρροια να καταλήγει σε έναν – όπως χαρακτηρίζεται από πολλούς – δικαστικό ακροβατισμό, διακηρύσσοντας πως <<ό, τι δεν απαγορεύεται ρητά στο διεθνές δίκαιο, επιτρέπεται>>, κάτι που αποτελεί και δικαιολογία πολλές φορές για τις πυρηνικές δυνάμεις με σκοπό τον εκσυγχρονισμό των οπλοστασίων τους. Έτσι, το φαινόμενο του πολέμου μπορεί να αποδοθεί σε διαφορετικά κάθε φορά γενεσιουργά αίτια. Ωστόσο, η φράση του George Orwell <<ο πόλεμος εναντίον μιας ξένης χώρας συμβαίνει μόνο όταν οι τάξεις με το χρήμα εκτιμούν ότι θα βγάλουν κέρδος από αυτόν>> παρουσιάζεται πάντοτε ως επίκαιρη. Το μόνο σίγουρο όμως, είναι πως κάποια στιγμή οι άνθρωποι θα πρέπει να δώσουν ένα τέλος στον πόλεμο, αλλιώς ο πόλεμος θα είναι αυτός που θα δώσει ένα τέλος στην ανθρωπότητα. 

Συντάκτης: Ανέττα Τσελεπή