«Ο πόλεμος δε θα παυθεί έως ότου ο εκάστοτε τρομοκράτης, η εκάστοτε τρομοκρατική ομάδα βρεθούν, διακόψουν τη δράση τους και νικηθούν», σύμφωνα με τα λεγόμενα του Αμερικανού Προέδρου, George W. Bush, στη δημόσια ομιλία του στο Κονγκρέσο, εννέα ημέρες μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 (20/09/2001). Η διεθνής κοινότητα ανέκαθεν μαστιζόταν από το φαινόμενο της τρομοκρατίας. Ένα φαινόμενο, η μορφή του οποίου ακολουθούσε τις εξελίξεις, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται πολύ εύκολα. Εν πάση περιπτώσει, οι επιπτώσεις της χαρακτηρίζονταν και εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται απειλητικές για την ψυχοσωματική ακεραιότητα των ατόμων, την ανθεκτικότητα των κρατών απέναντι σε τέτοιου είδους προκλήσεις.
Το «Γεγονός», όπως αποκαλείται, ενέτεινε την επαναφορά στο προσκήνιο του ζητήματος της τρομοκρατίας. Γίνεται λόγος για επαναφορά, διότι οι αλλεπάλληλες επιθέσεις που ταλάνισαν εντόνως το ευρωπαϊκό μέτωπο σε χρονικό διάστημα τριών δεκαετιών (1960-1990), είχαν ελαττωθεί σημαντικά. Μέσα σ’ ένα κλίμα γενικότερου εφησυχασμού λοιπόν, η τρομοκρατική ενέργεια της 11ης Σεπτεμβρίου αντικατέστησε τη βραχύβια έστω, ευημερία, κρούοντας ηχηρά τον κώδωνα του κινδύνου στο παγκόσμιο σύστημα. Η τραγωδία εκτυλίχθηκε εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όταν η απαρτιζόμενη από δεκαεννέα μέλη ισλαμιστική τρομοκρατική οργάνωση, ονόματι Al-Qaeda, παρανόμως κατέλαβε τέσσερα ενεργά επιβατηγά αεροσκάφη, προερχόμενα από τα αεροδρόμια της Βοστόνης, του Newark και New Jersey, της Washington.
Στους Δίδυμους Πύργους του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου (World Trade Center) της Νέας Υόρκης προσέκρουσαν εσκεμμένα δύο από αυτά, προκαλώντας ακαριαίο ξέσπασμα τοπικής πυρκαγιάς και εν τέλει, την κατάρρευσή τους. Σε λίγα μόνον λεπτά, εγκλωβίστηκαν και θανατώθηκαν αιφνίδια περισσότερα από χίλια άτομα, ενώ πλήθος παρόντων σε κατάσταση πανικού πηδούσαν στο κενό. Επίσης, το τρίτο αεροπλάνο συγκρούστηκε στο Πεντάγωνο της κοινοπολιτείας Virginia, όπου στεγαζόταν το Υπουργείο Αμύνης των Η.Π.Α. Σε αγροτική τέλος, περιοχή της Pennsylvania συνετρίβη το τέταρτο αεροσκάφος κατά τις ανεπιτυχείς απόπειρες των επιβαινόντων να κατευνάσουν τους τρομοκράτες.
Η γνωστοποίηση του τραγικού συμβάντος που αναμφίβολα συγκλόνισε την κοινή γνώμη διεθνώς, διαδέχεται την επίσημη κήρυξη πολέμου ενάντια στο διαβρωτικό φαινόμενο της τρομοκρατίας (‘The War against Terrorism’), σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αμερικανού Προέδρου, George W. Bush. Κύριοι αποδέκτες του εν λόγω «πολέμου» κρίθηκαν οι πρωτοστάστες της τρομοκρατικής ομάδας, Osama bin Laden, Al- Zawahiri, καθώς και ο Ιρακινός πολιτικός, Saddam Hussein, ο οποίος κίνησε υποψίες για υπόθαλψη της διακίνησης όπλων μαζικής καταστροφής. Ο πρώτος ανηγγέλθη ως αντικείμενο διεθνούς ανθρωποκυνηγητού, με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί από οργανωμένη επιχείρηση κατόπιν εντολής του τέως Αμερικανού Προέδρου, Barack Obama, στις 2 Μαΐου 2011.
Σ’ αυτό το σημείο, θεωρείται απαραίτητη η ανάδειξη των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων των τρομοκρατών, διότι ευκόλως διαμορφώνονται στρεβλώσεις, εσφαλμένες δηλαδή εκτιμήσεις σχετικά με τον τρόπο ζωής και δράσης τους ή τους στόχους τους. Με βεβαιότητα πάντως, διαπιστώνεται η έκφραση αμφισβήτησης, που συνήθως τείνει να προσεγγίζει τα όρια της άρνησης απέναντι στις πολιτικές πρακτικές της κυβερνητικής εξουσίας. Εκτός της κοινής επιθυμίας, που δεν είναι άλλη από τη συλλογική προάσπιση των συμφερόντων, σημειώνεται ποικιλία στον τόπο προέλευσης, στην εθνικότητα ή εθνότητα, στο μορφωτικό επίπεδο, στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Είθισται λοιπόν τα άτομα αυτά να αναπτύσσουν συμπεριφορά αντικοινωνική και πνευματική ανισορροπία, αφού η συντριπτική πλειοψηφία εξωτερικεύει σκληρότητα, ψυχρότητα, μία γενικότερη αδιαφορία για τη θλίψη που προξενούν στους πληγέντες από τις ειδεχθείς πράξεις τους. Βέβαια, η εν λόγω διαπίστωση δε συνιστά πανάκεια.
Να μη λησμονηθεί ότι η αντίληψη που καθιστά τα μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων, πρόσωπα νεαρής ηλικίας, φύλου αρσενικού, χαμηλού ή ανύπαρκτου μορφωτικού επιπέδου και αναθρεμμένα από φτωχές, μονογονεϊκές οικογένειες, παρ’ ότι επικρατούσα, ενέχει πληθώρας παραπλανητικών στοιχείων. Στην προκειμένη περίπτωση, ο θανών ηγέτης της Al-Qaeda, όπως και ο συνοδοιπόρος, ύστερα διάδοχος του Osama bin Laden, Al-Zawahiri, κατάγονταν από οικονομικά εύρωστες οικογένειες, απολύτως προσηλωμένες στον πολύτιμο αυτό θεσμό. Οι ίδιοι είχαν προοδευτικά υιοθετήσει ισχυρές αξίες, που συνυφαίνονταν με την ακλόνητη αφοσίωση στην καθεστηκυία ιδεολογία∙ υπεράσπιση της ιδιαίτερης πατρίδας, θρησκείας, οικογένειας με οποιοδήποτε κόστος.
Από τα παραπάνω ανακύπτει το συμπέρασμα πως το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, «της ημέρας που άλλαξε τον σύγχρονο κόσμο», στόχευε στην εκ θεμελίων καταστροφή των Η.Π.Α. γενικότερα, της βίωσης του «Αμερικανικού Ονείρου» (‘American Dream’) ειδικότερα. Κατέστη σαφές ότι οι μη κρατικοί δρώντες έτρεφαν αισθήματα μίσους προς τους θεσμούς, την ηγεσία και τους πολίτες της παγκοσμιοποιημένης υπερδύναμης, μιας και ολόκληρη η νοοτροπία της απείχε έτη φωτός από όσα πρέσβευε το Ισλάμ. Εκτός αυτού, λόγοι στρατηγικής φύσεως επέτειναν τον αλόγιστο, αρρωστημένο πόθο της οριστικής εξάλειψης του αμερικανικού φαινομένου από την παγκόσμια ιστορία∙ η παροχή βοήθειας, αμυντικής ιδίως, στα αντι-ισλαμικά καθεστώτα -κράτη της Μέσης Ανατολής, Κεντρικής και Ανατολικής Ασίας αλλά και το Ισραήλ- που θα έπρεπε να έχουν τεθεί υπό την κυριότητα των ισλαμιστών.
Τι εστί τελικά τρομοκρατία; Υπάρχει ένας ορισμός, ο οποίος να καλύπτει ολιστικά την έννοια; Η απάντηση είναι όχι, διότι ως προς τον εννοιολογικό προσδιορισμό δίνεται μηδαμινή έμφαση στα γενεσιουργά αίτια, μέτρα πρόληψης, στην αντίδραση των κρατικών παραγόντων και των οργανισμών διεθνούς εμβέλειας με δικαιοπρακτική δεινότητα. Αξίζει να επισημανθεί ότι οι επιδιώξεις σε ολόκληρο το φάσμα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου αποκλίνουν μεταξύ των παράταιρων συστημάτων διακυβέρνησης. Πάντως, η τρομοκρατία παραπέμπει στην άσκηση βίας, που απορρέει από μονάδες, οργανωμένες ομάδες, κρατικές και μη οντότητες. Οι τρομοκράτες, εκμεταλλευόμενοι τον κοινωνικό αναβρασμό, οικονομικές δυσχέρειες και την πολιτική αποσταθεροποίηση, επιχειρούν να επιφέρουν τη μεταβολή και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Στοιχεία που συνεπικουρούν στη διαφοροποίηση του φαινομένου της τρομοκρατίας από τα μεμονωμένα περιστατικά βίας, αποτελούν η επαναληπτικότητα και η ατέρμονη αίσθηση του τρόμου.
Αναφορικά με τις προκλήσεις που η διεθνής κοινότητα καλείται να καταπολεμήσει στη σύγχρονη πραγματικότητα, να υπογραμμιστεί ότι τα κράτη, ως πολύτιμοι θεσμοί πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης με σχετικά μακραίωνη ιστορική πορεία, τουλάχιστον με τη σύγχρονη μορφή τους, πασχίζουν να παράσχουν και να διατηρήσουν αλώβητη την ασφάλεια, ελευθερία, ευημερία και πρόοδο των πολιτών στο διηνεκές. Μολαταύτα, η διαρκώς μεταβαλλόμενη φύση τους συνεπάγεται ριζικών αλλαγών σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό επίπεδο -εσωτερική πολιτική-, καθώς και στις μεθόδους διαχείρισης ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, βάσει της ρεαλιστικής προσέγγισης για την ασφάλεια, η επίτευξη των στόχων προϋποθέτει τη σύσταση ικανού συστήματος διακυβέρνησης, δεδομένης της απουσίας κεντρικής ρυθμιστικής αρχής, της αναρχίας και πολυπλοκότητας του διεθνούς- γίγνεσθαι.
Κατά γενική παραδοχή, η ασφάλεια ταυτίζεται με την ανυπαρξία απειλών και τη χάραξη αποτελεσματικής, βιώσιμης πολιτικής εκ μέρους των πρωταρχικών υποκειμένων διεθνούς δικαίου, ώστε να καταστεί εφικτή και με όρους ποιότητας η επιβίωση των μελών της διεθνούς σκακιέρας. Σε εθνικό επίπεδο, καθήκον της εκάστοτε κυβέρνησης αποτελεί η προστασία έναντι ενδεχόμενων στρατιωτικών και τρομοκρατικών επιθέσεων, της δραστηριοποίησης πληθώρας παρακρατικών παραγόντων. Περιλαμβάνονται επιπρόσθετα, η επιτυχής αντιμετώπιση οποιασδήποτε μορφής κρίσης, είτε αφορά σε ενεργειακή και περιβαλλοντική, είτε σε ανθρωπιστική, επισιτιστική ή οικονομική, των επιπτώσεων των απρόβλεπτων φυσικών καταστροφών.
Εν αντιθέσει με την κρατοκεντρική τοποθέτηση των εκπροσώπων του ρεαλισμού σχετικά με τα ζητήματα ασφάλειας, η ιδρυθείσα από τους Barry Buzan και Ole Weaver σχολή της Κοπεγχάγης αποβλέπει κατά κύριο λόγο στην ανάπτυξη και ενδυνάμωση της διεπιστημονικής έρευνας επί της διεθνούς ασφάλειας και ειρήνης. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θεωρία, σωρεία σύγχρονων προκλήσεων απειλούν να πυροδοτήσουν μία περίοδο “ευαλωτότητας”, καχυποψίας και χρήσης μέτρων προστατευτισμού απέναντι στους πρώην ομονοούντες. Στη διευρυμένη ατζέντα ασφαλείας αναφέρονται οι προκλήσεις ανά τομέα∙ η ευρέως διαδεδομένη κλιματική αλλαγή που συνεπάγεται του “φαινομένου του θερμοκηπίου”, της τρύπας του όζοντος και της όξινης βροχής, η λειψυδρία και η υπερκατανάλωση των φυσικών πόρων, ακόμη και των ανανεώσιμων, το ξέσπασμα πυρκαγιών και πλημμυρών, η συσσώρευση αμέτρητων αποβλήτων περιλαμβάνονται στον περιβαλλοντικό τομέα.
Επιπλέον, σε οικονομικό επίπεδο σημειώνονται οικονομική ύφεση και χρηματοπιστωτική κρίση, άσκηση επίμονων πληθωριστικών πιέσεων, όξυνση των διαχρονικών φαινομένων της φτώχειας και ανεργίας που συναρτώνται άμεσα με κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Να μη λησμονηθούν η βαθμιαία απώλεια της εθνικής και ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας, η έξαρση των ταξικών ανισοτήτων, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, η ολοένα αυξανόμενη ανάπτυξη εξτρεμιστικών τάσεων από μη κρατικούς δρώντες που συχνά τροφοδοτείται μέσω της λαθρομετανάστευσης (κοινωνικός τομέας). Βιολογικοί και υβριδικοί πόλεμοι, εμφύλιες και συμβατικές ένοπλες συρράξεις, πολιτική διαφθορά και βλέψεις αναθεωρητισμού, ηγεμονισμού, νοθεία στις εκλογικές αναμετρήσεις. Στρατιωτικές επεμβάσεις, συνοριακές παραβιάσεις, εκτεταμένη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής και πυρηνικών απαρτίζουν τον στρατιωτικό τομέα. Καταληκτικά, εξαιτίας της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου πραγματοποιούνται καθημερινά εκατοντάδες απόπειρες επιθέσεων, εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο.
Πρόκειται για συμβάντα πραγματικά, τα οποία ανά διαστήματα έχουμε κληθεί και καλούμαστε να αντιληφθούμε, ερμηνεύσουμε, αντιμετωπίσουμε. Πρόκειται για καταστάσεις, οι οποίες επηρεάζουν ολόκληρη την ανθρωπότητα, άμεσα ή έμμεσα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Η 11η Σεπτεμβρίου δικαίως παρομοιάζεται με «μαύρη ημέρα». Τροφή για σκέψη∙ «Θα πειστεί κάποτε το ανθρώπινο γένος ότι μεγαλύτερη μωρία και συμφορά από τον πόλεμο δεν υφίσταται; Θα διδαχθεί κάποτε το ανθρώπινο γένος ότι πρέπει να τον καταργήσει, σαν υπερβολικά οδυνηρό και ακριβό τρόπο για την επίλυση των διαφορών;» (Immanuel Kant, Γερμανός φιλόσοφος).
Συντάκτης: Μαρία Κλάδη