Η έλευση του Καραμανλή από το Παρίσι το 1974 και η ανάληψη της διακυβέρνησης από την πολιτική ελίτ, σηματοδότησε ένα νέο κεφάλαιο για την ελληνική κοινωνία, το οποίο χαρακτηρίστηκε από μία ποιοτικά αναβαθμισμένη εγκαθίδρυση κοινοβουλευτικών διαδικασιών στη χώρα. Παρά το γεγονός ότι η μετάβαση του πολιτεύματος πραγματοποιήθηκε σχεδόν σαν φυσική κατάληξη, η πορεία του εκδημοκρατισμού στην Ελλάδα δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Η αστική δημοκρατία απέκτησε έναν εχθρό από την άλλη πλευρά του ιδεολογικού φάσματος και ήδη από τον πρώτο χρόνο της μεταπολίτευσης, ακροαριστερές οργανώσεις ετοίμαζαν τις πρώτες κινήσεις τους.
Ο Ε.Λ.Α , ο οποίος ενσωμάτωνε στους κόλπους του πλήθος μικρών υποομάδων και η μητέρα, όπως χαρακτηρίστηκε των τρομοκρατικών οργανώσεων, 17 Νοέμβρη, προσπάθησαν να γίνουν σύμβολα του «αντισυστημικού» αγώνα και της χαμένης, αυθεντικής λαϊκής ταυτότητας. Η αριστερή τρομοκρατία απασχόλησε την Ευρώπη σε γενικές γραμμές μέχρι την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου. Στην Ελλάδα όμως η 17 Νοέμβρη, μέτρησε τρεις δεκαετίες στο ενεργητικό της. Τα ερωτήματα που εγείρουν σε αυτό το σημείο είναι μέχρι που έφτασε η ανοχή του φαινομένου από την πλευρά της ελληνικής κοινωνίας και που οφείλεται η απουσία ουσιαστικών μέτρων για την καταστολή της τρομοκρατικής βίας.
Η δράση της 17 Νοέμβρη ξεκινά με την δολοφονία του σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Ρίτσαρντ Γουέλς, τον Δεκέμβριο του 1975 και ένα χρόνο αργότερα δολοφονείται ο Ευάγγελος Μάλλιος, αστυνομικός την περίοδο της δικτατορίας, ο οποίος είχε κατηγορηθεί ότι βασάνιζε κρατουμένους του καθεστώτος. Τα θύματα της δεν μπορούν να χαρακτηριστούν από ομοιογένεια όσο αφορά το κοινωνικοπολιτικό τους προφίλ ή τη δράση τους. Η επιλογή των εκάστοτε στόχων και η σκιαγράφηση του εχθρού γινόταν περισσότερο με βάση το ποιος σύμφωνα με την κρίση τους ευθυνόταν για τα δεινά του ελληνικού λαού.
Επιπλέον, η προσπάθεια σύνδεσης με τον απλό λαό και η ανάδειξη της αυθεντικής λαϊκής ταυτότητας γινόταν μέσω των προκηρύξεων που έστελναν στις εφημερίδες της εποχής. Το «επικοινωνιακό παιχνίδι» της οργάνωσης δεν διήλθε της προσοχής του Τύπου, καθώς δημοσιογράφοι όπως ο Γιάννης Βότσης και η Λιλή Ζωγράφου εξέφραζαν την γνώμη τους σχετικά με την δικαιολόγηση ή όχι της ένοπλης βίας όταν πρόκειται για κάποιον ανώτερο σκοπό. Η κοινή γνώμη δεν έμεινε αμέτοχη σε αυτό, καθώς η εφημερίδα Ελευθεροτυπία δημοσίευε σχόλια αναγνωστών που αφορούσαν τις φιλοσοφικές τους ανησυχίες γύρω από τη δράση των τρομοκρατών. Ενδιαφέρον έχει μία έρευνα που είχε δημοσιευτεί από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στην οποία το 17% των πολιτών δήλωσαν ότι συμφωνούν σε γενικές γραμμές με τις προκηρύξεις της οργάνωσης.
Ημερομηνία τομή για το κύρος της 17 Νοέμβρη υπήρξε η 17η Ιουλίου του 1992. Η προσπάθεια δολοφονίας του Ιωάννη Παλαιοκρασσά, τότε βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα καθώς ο τελευταίος έζησε και αντ’ αυτού πεθαίνει ακαριαία ένας διερχόμενος νέος, ονόματι Θάνος Αξαρλιάν. Ήταν το πρώτο «αθώο» θύμα της 17 Νοέμβρη και η πρώτη φορά που ο μέσος Έλληνας πολίτης αισθάνεται ότι θα μπορούσε να βρίσκεται εκείνος στη θέση του άτυχου νεαρού.
Ωστόσο, σύγχυση γύρω από την δράση των τρομοκρατών είχε δημιουργηθεί ήδη από 1989, όταν η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη λήψης μέτρων με σκοπό την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Το νομοσχέδιο που ψήφισε η Νέα Δημοκρατία την επόμενη χρονιά περιλάμβανε μέτρα που στόχευαν στην αύξηση της ασφάλειας της χώρας. Όμως, ο φόβος περιορισμού των αστικών δικαιωμάτων και η αντίδραση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, το κατέστησαν μη αποτελεσματικό. Το μείζον ζήτημα για την εξάλειψη της τρομοκρατίας έγινε προτεραιότητα στα τέλη της δεκαετίας του 90’ από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, όταν πλέον εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες δεν αφήναν άλλα περιθώρια καθυστέρησης (πιέσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πλήγματα στον τουρισμό κ.α).
Η άνοδος της τρομοκρατίας στην Ελλάδα έγινε κατά την διάρκεια μιας περιόδου, όπου το κύριο σύνθημα της ήταν εκείνο της «αλλαγής». Το οξύμωρο της έξαρσης βίαιων φαινομένων σε μία εποχή που χαρακτηριζόταν από μείωση των ανισοτήτων, αύξηση της ευμάρειας του πληθυσμού και συμμετοχή σε δημοκρατικές διαδικασίες από όλο και μεγαλύτερο αριθμό πολιτών, μπορεί να εξηγηθεί ίσως ως αντίβαρο στον απότομο εκσυγχρονισμό της δεκαετίας του 80’. Πιο συγκεκριμένα, η 17 Νοέμβρη επιχείρησε να καλύψει τα κενά που είχαν δημιουργηθεί από την υποχώρηση των παραδοσιακών δομών και από την ταυτόχρονη χαλάρωση της ιδεολογικής ταυτότητας των κομμάτων που βρισκόταν στην εξουσία.
Επιπρόσθετα, υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι τα άτομα που «έβαζαν στο μάτι» οι τρομοκράτες δεν έχουν κανένα απολύτως κοινό χαρακτηριστικό με αθώους πολίτες ή με την οικογένεια τους. Ακόμα, η άποψη ότι τα θύματα της αν δεν είχαν κάνει κάτι επιλήψιμο δεν θα είχαν βρεθεί στο στόχαστρο της, χαρακτήριζε ένα μειονοτικό αλλά όχι αμελητέο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Παρόλα αυτά, ο «μύθος» της 17 Νοέμβρη υπήρξε κενός νοήματος, καθώς η υιοθέτηση ενός επαναστατικού και ριζοσπαστικού προφίλ δεν προκάλεσε κανένα ρήγμα στην ελληνική πολιτική κουλτούρα, ούτε στην κυβερνητική πολιτική. Μα πάνω από όλα δεν διόρθωσε τις χρόνιες παθογένειες και αδυναμίες του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Συντάκτης: Νεφέλη Πρεβεδουράκη