Σύνταγμα. Ο θεμέλιος λίθος πάνω στον οποίο οικοδομείται και διαμορφώνεται η νομοθεσία κάθε κράτους. Η νομοθεσία αυτή αφορά την δόμηση και λειτουργία των κρατικών θεσμών, ενώ συγχρόνως εξασφαλίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών. Μέσα στους, σχεδόν, δύο αιώνες ζωής του ελληνικού κράτους, η ύπαρξη συντάγματος και η τήρηση του δεν ήταν κάτι το δεδομένο. Για να φτάσει στην σημερινή του μορφή, έπρεπε να γίνουν αλλαγές, αναθεωρήσεις, αλλά και αγώνες. Ένας από αυτούς τους αγώνες ήταν και η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου.

  Στις αρχές του 1830, οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) αναγνώρισαν την Ελλάδα ως κυρίαρχη κρατική οντότητα, υπογράφοντας το “Πρωτόκολλο ανεξαρτησίας του Ελληνικού κράτους”. Μέσα στην συγκεκριμένη συμφωνία, πέρα από τα γεωγραφικά όρια και τα κρατικά δικαιώματα, οριζόταν η επιβολή μοναρχίας στο νεοσύστατο κράτος και ο μετασχηματισμός του σε βασίλειο. Την συγκεκριμένη απόφαση επιδίωξε η Αγγλία, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να απομακρύνει από την ηγεσία τον Ιωάννη Καποδίστρια, λόγω του ρωσικού του παρελθόντος. Τελικά, οι τρεις Δυνάμεις κατέληξαν στην επιλογή του βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα για την ανάληψη του ελληνικού θρόνου. Ωστόσο, ο Λουδοβίκος Α’ (πατέρας του Όθωνα και βασιλιάς της Βαυαρίας) ζήτησε την εκπλήρωση συγκεκριμένων αιτημάτων, προκειμένου να αναλάβει ο υιός του την ηγεσία του μικρού βασιλείου. Μέσα στα αιτήματα συμπεριλαμβανόταν η δημιουργία μιας τριμελούς διοικητικής επιτροπής (αντιβασιλεία) μέχρι την ενηλικίωση του νεαρού βασιλιά και η μη θέσπιση συντάγματος πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του. Οι προστάτιδες δυνάμεις αποδέχτηκαν την πλειοψηφία των αιτημάτων και ο νεαρός μονάρχης έφτασε στο Ναυπλιο το 1833. Η έλευση του ιδίου, αλλά και της ακολουθίας του έγινε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα, με τον ελληνικό λαό να διαθέτει τεράστια αποθέματα καλής θέλησης. Ωστόσο, μετά τον “μήνα του μέλιτος”, τα πρώτα προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται. 

  Για τον ελληνικό λαό, η ανεξαρτητοποίηση του κράτους ήταν συνώνυμο της κρατικής και κοινωνικής ελευθερίας. Οι επαναστάτες, γεμάτοι υπερηφάνεια για όσα κατόρθωσαν, πίστευαν πως έφτασε η στιγμή να ανταμειφθούν για τους κόπους τους. Αντίθετα, όμως, με τις προσδοκίες, η “ξενοκρατία” δημιούργησε διαφορετικά κοινωνικά δεδομένα. Θεωρητικά, η ανάληψη κρατικών θέσεων από Βαυαρούς στόχευε τόσο στον εξευρωπαϊσμό της Ελλάδας, όσο και στον περιορισμό των κοινωνικών και κομματικών συγκρούσεων. Ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό είχε τα αντίθετα αποτελέσματα. Βλέποντας τους “ξένους” και τον περίγυρο τους να αναλαμβάνουν τις κύριες πολιτικο-στρατιωτικές θέσεις και να κατασπαταλούν τα πενιχρά δημόσια έσοδα, ο λαός ένιωθε εξαπατημένος. Οι αυτόχθονες παραμερίζονταν από την διοικητική στελέχωση και ζούσαν μέσα σε δυσχερείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την σκληρότητα της διοίκησης απέναντι στους υπηκόους. Φοβούμενη την οποιαδήποτε μελλοντική αναταραχή, η ηγεσία δεν δίστασε να ασκήσει ακόμη και διώξεις εις βάρος αρκετών ηρωικών φυσιογνωμιών, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Κολοκοτρώνη. 

  Οι εξωτερικές παρεμβάσεις δεν περιορίστηκαν μόνο στην έλευσή των Βαυαρών. Πολύ πριν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, οι Μεγάλες Δυνάμεις έλεγχαν σε σημαντικό βαθμό την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αν και αρχικά είχαν αρνητική στάση απέναντι στην ελληνική επανάσταση, εντούτοις την υποστήριξαν. Φυσικά, δεν προχώρησαν σε αυτή την στήριξη λόγω της καλοσύνης τους. Η σταδιακή κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η δημιουργία νέων κρατικών οντοτήτων στα Βαλκάνια δεν τους άφηνε πολλά περιθώρια επιλογής. Μάλιστα, ήταν βέβαιες πως αν μια από τις τρεις τους αποκτούσε πλεονέκτημα στην περιοχή, η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη θα άλλαζε σημαντικά.  

  Στην προσπάθεια τους να μην αλλάξουν δραματικά οι ισορροπίες, αποφάσισαν να συνεχίσουν να ελέγχουν την περιοχή με αυτή την ιδιόμορφη “συνιδιοκτησία”. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αγγλική “απομάκρυνση” του ρωσόφιλου Καποδίστρια και η επιλογή ενός ουδέτερου μονάρχη. Και η αλήθεια είναι πως σε μεγάλο βαθμό κατάφεραν να “συνδιοικήσουν” την Ελλάδα, δένοντας την με “οικονομικές αλυσίδες” και διπλωματικά τερτίπια, ανάλογα με τα συμφέροντα τους. Ταυτόχρονα, έβρισκαν υποστηρικτές ανάμεσα στον ελληνικό λαό, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα κόμματα της εποχής. Τα τρία κόμματα (αγγλικό, ρωσικό και γαλλικό) κατάφεραν να επηρεάσουν την πολιτική σκηνή και την κοινωνία του βασιλείου. Συγχρόνως, δεν δίστασαν να υποδαυλίσουν αρκετές φορές την αναστάτωση του λαού, συγκεντρώνοντας περιφερειακά τους δυσαρεστημένους, με την ηγεσία, υπηκοους. Η κατάσταση αυτή δεν άφηνε και μεγάλα περιθώρια ανεξαρτησίας στον Όθωνα και στους συμβούλους του. 

  Βέβαια, ο μονάρχης αποτελούσε την ανώτατη αρχή του ελληνικού βασιλείου και η επιθυμία του γινόταν διαταγή εντός των συνόρων. Η μη ύπαρξη συντάγματος έδινε στο Στέμμα την ευκαιρία να ασκεί αυθαίρετα την εξουσία, εφαρμόζοντας αρκετές φορές προσωπικές πολιτικές, όπως στην περίπτωση των ελληνοαγγλικών σχέσεων. Έπρεπε να βρεθεί μια λύση και, μέσα από τα απομνημονεύματα του, ο στρατηγός Μακρυγιάννης παραθέτει την ιδανικότερη. Όπως αναφέρει, μέσα σε ένα όνειρο του είδε ένα πλήθος περιστεριών, συγκεντρωμένο πάνω από την οικία του. Σύντομα, ένα όρνιο εμφανίστηκε και επιτέθηκε στα περιστέρια. Οι άνθρωποι που συγκεντρώθηκαν τριγύρω παρακάλεσαν τον Μακρυγιάννη να χτυπήσει “αυτό το όρνιον οπου καταφάνισε τα περιστέρια”. Ο στρατηγός, βλέποντας το όρνιο να προσγειώνεται στο έδαφος, βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία για να το παγιδεύσει. Έτσι, λοιπόν, με την βοήθεια των υπολοίπων κατάφερε να πιάσει το αρπακτικό, δένοντας του τα πόδια με μια τριχιά. Για τον Μακρυγιάννη, το νόημα του ονείρου ήταν ένα: “θα δέσουμεν τον βασιλέα με νόμους”. Η “τριχιά” που θα έδενε τα πόδια του αδηφάγου “όρνιου” δεν ήταν άλλη από το Σύνταγμα, το οποίο ζητούσε τόσο ο λαός, όσο και οι προστάτιδες δυνάμεις. 

  Και έτσι έγινε. Ήδη από τα τέλη του 1842, μερίδα πολιτικών και κυβερνητικών ξεκίνησαν να συνωμοτούν στοχεύοντας στην απομάκρυνση των Βαυαρών, αλλά και στην παραχώρηση Συντάγματος από τον Όθωνα. Στα απομνημονεύματα του, ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης αυτοπροσδιορίζεται ως κύριος υποκινητής της επανάστασης. Δεν ήταν, όμως, μόνος του. Οι πρωτεργάτες της εξέγερσης προέρχονταν και από τα τρία κόμματα, γεγονός που αποδεικνύει την ομοφωνία των πολιτικών κομμάτων, αλλά και την ανάμειξη του ξένου παράγοντα στα ελληνικά πράγματα.  

  Συγκεκριμένα, ήταν ο Ανδρέας Λόντος (αγγλικό κόμμα), οι Ανδρέας Μεταξάς και Κωνσταντίνος Ζωγράφος (ρωσικό κόμμα) και οι Ρήγας Παλαμήδης και, φυσικά, Ιωάννης Μακρυγιάννης (γαλλικό κόμμα). Στην ομάδα συμμετείχαν και εξέχοντα στελέχη του ελληνικού στρατού, όπως ο Δημήτρης Καλλέργης (αρχηγός του ιππικού σώματος), ο Νικόλαος Σκαρβέλης (διοικητής του πεζικού) και ο Σπυρίδων Μήλιος (διοικητής της σχολής Ευελπίδων). Αρχικά, οι συνωμότες σχεδίαζαν το χτύπημα τους σε μια σημαντική ημερομηνία για τον ελληνισμό: στις 25 Μαρτίου του 1844. 

  Το ίδιο διάστημα, στα αυτιά του μονάρχη έφτασαν ψίθυροι σχετικά με την επικείμενη επανάσταση. Αν και η κατάσταση αυτή προκαλούσε έντονη ανησυχία στα βασιλικά ανάκτορα, ο Όθωνας παρέμεινε ουσιαστικά άπραγος. Λόγω των διαρροών, οι επικείμενοι επαναστάτες αποφάσισαν να δράσουν πολύ πιο σύντομα, και συγκεκριμένα στις 3 Σεπτεμβρίου του 1843. Εκείνο το βράδυ, έπειτα από τον αντιπερισπασμό του Μακρυγιάννη, τα στρατιωτικά σώματα συγκεντρώθηκαν έξω από τα βασιλικά ανάκτορα. Παρά το περασμένο της ώρας, έντονη ήταν και η συμπαράσταση του λαού στην ανταρσία. 

  Ο Όθωνας, θέλοντας να καταστείλει την επανάσταση, έστειλε τον Υπουργό Στρατιωτικών και τον υπασπιστή του. Βλέποντας, όμως, το οργισμένο πλήθος να παραμένει έξω από τα ανάκτορα, αποφάσισε να εμφανιστεί ο ίδιος και ξεπρόβαλε από ένα χαμηλό παράθυρο του παλατιού. Ο στρατηγός Καλλέργης πλησίασε το παράθυρο με το άλογό του και απαίτησε από τον μονάρχη την έκδοση Συντάγματος, την απομάκρυνση των Βαυαρών και την αλλαγή του Υπουργικού Συμβουλίου. Στην αρχή, ο μονάρχης προσπάθησε να αποφύγει τις δεσμεύσεις παρουσιάζοντας διάφορα εμπόδια. Εντούτοις, κάτω από τον φόβο μια γενικότερης αναταραχής, συμφώνησε με όλα τα αιτήματα και υπέγραψε τα αναγκαία διατάγματα για την σύγκληση Εθνοσυνέλευσης. 

  Τον Μάρτιο του επόμενου έτους, η “Εθνική Συνέλευση της Τρίτης Σεπτεμβρη των Ελλήνων στην Αθήνα” διακήρυξε την συμφωνία του βασιλιά με το Έθνος. Αν και θεωρητικά το σύνταγμα στόχευε στον περιορισμό της βασιλικής εξουσίας, στην πράξη ο μονάρχης ήταν το ανώτατο κρατικό όργανο και συγκέντρωνε την πλειοψηφία της πολιτικής εξουσίας. Ασκώντας σημαντικό ρόλο στην νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, συνέχισε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην λήψη υπουργικών αποφάσεων και στην δημιουργία κυβερνήσεων. Έστω και έτσι, όμως, το Σύνταγμα του 1844 κατάφερε να αποτελέσει θεμέλιο της τότε ελληνικής νομοθεσίας, αλλά και βάση των μελλοντικών συνταγμάτων. 

 

Συντάκτης: Σάββας Ασικίδης