Το τρέχον έτος στην Ελλάδα, έχουν καταγραφεί 13 ανθρωποκτονίες οι οποίες λαμβάνουν τον χαρακτηρισμό «γυναικοκτονία» προπάντων από τα φεμινιστικά κινήματα της χώρας, αλλά και από πολλούς δημοσιογράφους, κοινωνικούς και νομικούς επιστήμονες. Εντούτοις, ο συγκεκριμένος όρος όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται σε νομικό επίπεδο, αλλά δέχεται και έντονη επίκριση σε κοινωνικό επίπεδο με βασικό επιχείρημα των επικριτών του ότι η προστασία της ανθρώπινης ζωής είναι ανεξάρτητη του φύλου του δράστη ή του θύματος και ως εκ τούτου η ποινικοποίηση της δράσης και η δικαιοδοτική διαδικασία που βασίζεται σε αυτή δεν θα έπρεπε να εστιάζουν στο φύλο των εμπλεκόμενων προσώπων.
Η εν λόγω αντίληψη, αν και βάσιμη, δεν επεξεργάζεται επαρκώς τις ατέλειες της ελληνικής κοινωνίας την οποία συνεχίζουν να διαβρώνουν τα πατριαρχικά κατάλοιπα προηγούμενων γενεών, δηλαδή, οι απόψεις περί κατωτερότητας του γυναικείου φύλου που αβίαστα έχουν εγγραφεί στη συνείδηση ενός μέρους του ελληνικού πληθυσμού (γυναικείου και αντρικού). Αναπόφευκτα, η βίαιη μεταχείριση των γυναικών εντείνεται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ενυπάρχουν συμπλέγματα ανωτερότητας & κατωτερότητας βασιζόμενα στο φύλο, με αποτέλεσμα τα κρούσματα εκφοβισμού, ενδοοικογενειακής βίας, σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης γυναικών καθώς και μισογυνισμού να πολλαπλασιάζονται. Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται ένα φάσμα έμφυλης βίας, στο άκρο του οποίου τοποθετείται η «γυναικοκτονία», η οποία σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας αποτελεί «ανθρωποκτονία γυναικών από πρόθεση επειδή είναι γυναίκες». Παρόλο που δεν αποκλείεται η περίπτωση ο δράστης ή ο συνεργός να είναι επίσης γυναίκα, οι έρευνες του Ευρωπαϊκού Παρατηρητήριου Γυναικοκτονίας (EOF -European Observatory on Femicide) καθώς και του Κέντρου «Διοτίμα» για τα Έμφυλα Δικαιώματα και την Ισότητα, δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των δραστών είναι άρρενες.
Η πρόθεση πίσω από το έγκλημα όμως είναι εκείνη που εκκινεί τη συζήτηση για την κατοχύρωση της γυναικοκτονίας ως ξεχωριστής μορφής ανθρωποκτονίας. Το 1976, η συγγραφέας και ακτιβίστρια Νταϊάνα Ράσελ ήταν η πρώτη που διασαφήνισε τον όρο κατά τρόπο τέτοιο ώστε να μπορεί υποστηριχθεί τώρα ότι στο πλαίσιο της έμφυλης βίας και των διακρίσεων που λαμβάνουν χώρα εντεύθεν, δύναται να διαπραχθούν φόνοι εις βάρος γυναικών λόγω των αρνητικών συναισθημάτων που προκαλεί το φύλο τους στον φερόμενο ως θύτη. Αδιαμφησβήτητα, τα όρια είναι λεπτά και για αυτό είναι δύσκολο να αποδοθεί με απόλυτη βεβαιότητα ο χαρακτηρισμός «γυναικοκτονία» σε μία δολοφονία. Είναι δύσκολο να διαπιστωθεί η πραγματική πρόθεση. Εντούτοις, αν κοιτάξουμε πέρα και πίσω από τις ειδήσεις των ΜΜΕ, αν εστιάσουμε σε τυχαίες συζητήσεις που ακούμε στους δρόμους, στα μέσα μαζικής μεταφοράς ή ακόμα και στο οικογενειακό τραπέζι, θα διαπιστώσουμε ότι η αρνητική υποτιμητική αντίληψη για τις γυναίκες υπάρχει ακόμα στην ελληνική κοινωνία και λαμβάνει πολλαπλές μορφές. Συνήθως, εγκιβωτίζεται σε φράσεις που χρησιμοποιούνται κυρίως από άνδρες μεγαλύτερων ηλικιών , τύπου «Ασ’ την αυτή, τι ξέρει ; Είναι γυναικά…», οι οποίες φαντάζουν άκακες – παλαιικές – όταν τις ακούς. Άλλοτε, παίρνουν τη μορφή του victim blaming, δηλαδή της κατηγορίας του θύματος ότι εν μέρει έφταιγε για αυτό που της συνέβη, σε περιπτώσεις βιασμών ή και φόνων γυναικών. Το πρόβλημα εστιάζει στο ότι οι συμπεριφορές αυτές είναι πιθανό να οδηγήσουν σε μία κλιμακωτή έξαρση της αρνητικής αντιμετώπισης των γυναικών και ως εκ τούτου να προλειάνουν το έδαφος για βίαιες συμπεριφορές σε βάρος τους.
Για αυτό η τυποποίηση της γυναικοκτονίας ως ξεχωριστής μορφής εγκλήματος είναι απαραίτητη, διότι θα δώσει ένα καθοριστικό πλήγμα στις πεπαλαιωμένες και απαράδεκτες αντιλήψεις εις βάρος των γυναικών και επιπλέον θα αναγκάσει τα κράτη να αναλάβουν ιδίως την υποχρέωση για την ενημέρωση των πολιτών και την εκπαίδευση των Αρχών, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα προσδιορισμού του εν λόγω εγκλήματος. Πώς; Μέσω της κατάδειξης του ζητήματος και προπάντων της νομικής αναγνώρισης ότι κοινός παρονομαστής σε όλες της περιπτώσεις γυναικοκτονίας είναι το κίνητρο πίσω από το έγκλημα, δηλαδή το φύλο του θύματος. Έτσι, ο όρος αυτός δεν αποτελεί κάποιον μοδάτο νεωτερισμό επινοημένο από εχθρικές προς τους άνδρες φεμινίστριες αλλά μια αναγκαιότητα στο πλαίσιο της αέναης αναπροσαρμογής του δικαίου, ώστε αυτό να περιλαμβάνει και νέες μορφές εγκλημάτων, οι οποίες προκύπτουν μέσα από τη μελέτη κοινωνικών συμπεριφορών και την εντεύθεν υποχρέωση των κρατών να διασφαλίζουν την ομαλότερη δυνατή κοινωνική συμβίωση, όπως υποστηρίζει και ο νομικός κ. Παναγιώτης Περιβολάρης.
Προς ενημέρωση όλων μας, στην κατηγορία αυτή υπάγονται δολοφονίες γυναικών από τους ερωτικούς τους συντρόφους, βασανιστήρια μέχρι θανάτου ως αποτέλεσμα μισογυνισμού, δολοφονίες γυναικών ή κοριτσιών «λόγω τιμής» (νοούμενης ως ηθικής έκπτωσης λόγω ερωτικών συνευρέσεων), στοχευμένες δολοφονίες γυναικών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων, δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξ’ αιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους και της ταυτότητας φύλου, βρεφοκτονίες βασισμένες στην επιλογή φύλου, περιπτώσεις θανάτου που προέρχεται από τον ακρωτηριασμό γυναικείων γεννητικών οργάνων, δολοφονίες στο πλαίσιο οργανωμένων συμμοριών διακίνησης γυναικών, κοριτσιών (σωματεμπόριο) και οργάνων.
Συνεπώς, στην ερώτηση «Γιατί την σκότωσε;», η απάντηση για όλες τις παραπάνω περιπτώσεις είναι μία: «επειδή ήταν γυναίκα».
Συντάκτης: Ειρήνη Κόρδα