Ανώτερος αντικατοπτρισμός: φράση ληφθείσα από μετεωρολογικό φαινόμενο το οποίο αναφέρεται σε μία εικόνα ενός αντικειμένου που εμφανίζεται πάνω από το πραγματικό αντικείμενο. Συσχετίζοντας το φαινόμενο αυτό με την «εικόνα» της Ευρώπης, αναφερόμενοι στην οικονομική και κοινωνική πολιτική «οφθαλμαπάτη», μπορούμε να αποσαφηνίσουμε την κατάσταση στον Ευρωπαϊκό χώρο και να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά εκείνα που αποτελούν τη δαμόκλειο σπάθη για την ευρωπαϊκή συνοχή.
Στη κοινή αντίληψη παρατηρείται μία αδυναμία κατανόησης των οικονομικών και κοινωνικών στόχων της Ένωσης και κατ’ επέκταση μία βεβιασμένη πρόσληψη των εξελίξεων. Πέρα όμως από την κριτική που ασκείται σε όσους τάσσονται εμμονικά κατά του Ευρωπαϊκού εγχειρήματος σημασία έχει να επιχειρηθεί μία βαθύτερη ανάγνωση του παραπάνω φαινομένου.
Η κοινωνική πολιτική υπήρξε πάντοτε παρακολούθημα της οικονομικής. Οι κοινωνικές ρυθμίσεις μέχρι πρότεινος χρησίμευαν μόνο στη στήριξη της οικονομικής ολοκλήρωσης και συγκεκριμένα στη διαχείριση των δυσλειτουργιών που εμφανιζόντουσαν κατά την πορεία προς την «κοινή αγορά». Έπειτα όμως ανήλθε η ανάγκη ενίσχυσης της νομιμοποίησης της οικονομικής ενοποίησης, ώστε να τονωθεί το «κοινωνικό πρόσωπο» της Κοινότητας. Ωστόσο, η ασυμμετρία μεταξύ του οικονομικού και κοινωνικού δεν ανετράπη. Αυτό δεν κατέστη δυνατό όχι γιατί δεν «τοποθετήθηκε» ψηλά στην ευρωπαϊκή ατζέντα αλλά διότι το κοινωνικό αυτό έλλειμα είναι δομικό και ανάγεται πρωτίστως στη διαφορετική «κουλτούρα» των οικονομικών συνταγμάτων της Ένωσης και των κρατών-μελών.
Χρειάζεται λοιπόν, να γίνει αντιληπτό πως η φιλελεύθερη και συνταγματική αρχή του «κοινωνικού κράτους» ενυπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αποκλειστικά στα πλαίσια του κράτους-μέλους. Η αλληλεξάρτηση των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών παρουσιάζεται ναι μεν εμφανώς –κατά συνταγματική επιταγή- στα κράτη-μέλη, αλλά είναι βαρυσήμαντη η διαφορετική προσέγγιση στο επίπεδο της ΕΕ. Εφόσον γίνεται διαχωρισμός των δύο προσεγγίσεων, του πρότυπου της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» για τα κράτη-μέλη και της «οικονομίας ελεύθερης αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό» για την ΕΕ, αντιλαμβανόμαστε κάποιους από τους κύριους λόγους της ύπαρξης έντονων αποδομητικών αντιδράσεων στα εθνικά κράτη. Τα τελευταία διαθέτουν περιορισμένο δικαίωμα να παρέμβουν και αυτό μόνο στις περιπτώσεις όπου η ΕΕ δεν έχει αποκλειστική αρμοδιότητα και εφόσον φυσικά δεν συγκρούονται με την ελευθερία του ανταγωνισμού.
Η ΕΕ έχει κάνει αλματώδη πορεία στο να επιβάλλει μία ριζική αλλαγή στη σχέση αγοράς, κράτους και κοινωνικής πολιτικής. Η φυσιογνωμία όμως των κρατών-μελών είναι εκείνη που χρειάζεται να επανατοποθετηθεί σε ένα νέο ρυθμιστικό πλαίσιο όπου οι κανόνες αλληλεγγύης θα επισυνάπτονται μέσα στους κανόνες ανταγωνισμού. Αυτή η εξέλιξη εκτός από ευπρόσδεκτη είναι και αναγκαία καθ’ ότι η παρούσα ασυμμετρία των εθνικών συνταγμάτων και του φιλελεύθερου κοινοτικού αποτελεί ήδη την πηγή νομικών, πολιτικών και πολιτειακών τριβών που δυσχεραίνουν την ακολουθία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Όσο εμβαθύνουμε στο ζήτημα, τόσο πιο ευδιάκριτοι γίνονται οι ψυχοσυναισθηματικοί αντικατοπτρισμοί στο νού ορισμένων αφελών. Ήδη, ορισμένοι, «τυχαίως», ευρωπαίοι πολίτες αμφισβητούν τη χρησιμότητα της πολιτικής συνοχής. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΕ παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ευελιξία και προσαρμοστικότητα στις τρέχουσες εξελίξεις. Αυτό διαφαίνεται και στον προγραμματισμό για την περίοδο 2021-2027, όπου μέσω της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προτάθηκε επικαιροποίηση της πολιτικής συνοχής της ΕΕ με ένα νέο σύνολο κανόνων. Η παραπάνω πολιτική χωρίζεται σε τρείς βασικούς άξονες: τη μείωση της περιττής διοικητικής επιβάρυνσης για τους δικαιούχους και τους φορείς διαχείρισης, την αύξηση της ευελιξίας για την προσαρμογή των στόχων και των πόρων των προγραμμάτων, υπολογίζοντας τις αλλαγές των περιστάσεων και την καλύτερη ευθυγράμμιση των προγραμμάτων της ΕΕ με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους. Οι παραπάνω άξονες σχετίζονται με θέματα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, τεχνολογικά και περιβαλλοντικά.
Αναντίρρητα, υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος ώστε να επιτευχθούν οι προαναφερόμενοι στόχοι και είναι αναγκαία η μερική βελτίωση των εννοιών στα πλαίσια των συνθηκών της ΕΕ. Για παράδειγμα, η διατύπωση της έννοιας του “ανταγωνισμού” θέλει την αγορά όχι απλά ανταγωνιστική αλλά “άκρως ανταγωνιστική” (“highly competitive”). Θέτοντας τέτοιους γλωσσικούς ακροβατισμούς απομακρυνόμαστε από τον χαρακτήρα μιας συναινετικής και οριζόντιας πολιτικής. Μέχρι πρότεινος δηλαδή, η μέθοδος άρσης των διαφωνιών επιτυγχάνονταν μέσω της συγκάλυψης τους. Όσον αφορά δε το “κοινωνικό πρόσωπο”, άμεσα αγώγιμα κοινωνικά δικαιώματα δεν θεσπίζονται -ελλείψει νομικής βάσης- από τις σχετικές αρμοδιότητες των Συνθηκών και Συνταγμάτων.
Όσο στο διεθνές περιβάλλον τα δεδομένα διαρκώς μετεξελίσσονται αναδύονται νέες ανάγκες όπου για να καλυφθούν είναι απαραίτητη η τήρηση και η σχολαστική επίβλεψη των μέτρων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Δεδομένου ότι η πολιτική συνοχής συνδέεται με την οικονομική διακυβέρνηση της Ένωσης κρίνεται επιβεβλημένη η διασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης των πόρων, μέσω ευθυγραμμισμένων μακροοικονομικών προϋποθέσεων συναρτημένων με διαρθρωτικές αλλαγές και στόχους του Εθνικού Προγράμματος Μεταρρυθμίσεων. Ταυτόχρονα, η ένταξη των κοινωνικών δικαιωμάτων στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, έστω σε αυτή την πρώιμη και αδύναμη μορφή θεωρείται ότι εισάγει την αρχή του κοινωνικού κράτους.
Συντάκτης: Τσολακίδης Χαράλαμπος