«Ο πληθωρισμός είναι η μόνη μορφή φορολογίας που μπορεί να επιβληθεί χωρίς νομοθεσία» αναφέρει ο Αμερικανός οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν τον 20ο αιώνα, άποψη που επιβεβαιώνεται από τα τωρινά γεγονότα που διαδραματίζονται στην ευρωπαϊκή οικονομία και μάλιστα στη περίπτωση της Γερμανίας, η οποία αποτελεί μια από τις πιο καινοτόμες και ισχυρές οικονομίες του κόσμου. Προτού εξεταστεί το παράδειγμα της γερμανικής οικονομίας αξίζει να εξεταστεί το φαινόμενο του πληθωρισμού, η βασική αιτία επιδείνωσης των παγκόσμιων οικονομικών συστημάτων, στην σύγχρονη εποχή του Ρώσο-Ουκρανικού πολέμου.

 Η ανάλυση του πληθωρισμού ξεκινά ήδη από τον 16ο αιώνα όταν ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Μποντέν επιχείρησε να εξηγήσει τις αυξήσεις των τιμών με βάση την αύξηση της προσφοράς του χρυσού και του ασημιού. Σύμφωνα με την κλασσική θεωρία του πληθωρισμού, το χρήμα είναι το περιουσιακό στοιχείο που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών σε τακτική βάση. Ο πληθωρισμός εμφανίζεται σε μια οικονομία όταν το συνολικό επίπεδο τιμών αυξάνεται και η ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών αυξάνεται επίσης. Παράγοντες που ωθούν μια οικονομία σε κατάσταση πληθωρισμού αποτελούν η αύξηση του κόστους παραγωγής ή η αύξηση της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες. Στην πρώτη περίπτωση συναντάμε τον λεγόμενο πληθωρισμό ώθησης κόστους, στον οποίο η ζήτηση για αγαθά παραμένει αμετάβλητη ενώ η προσφορά αγαθών μειώνεται λόγω του υψηλότερου κόστους παραγωγής. Ως αποτέλεσμα, το πρόσθετο κόστος παραγωγής «περνά» στους καταναλωτές με τη μορφή υψηλότερων τιμών για τα τελικά προϊόντα.  

 Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε τον πληθωρισμό ζήτησης-έλξης ο οποίος μπορεί να προκληθεί από την έντονη ζήτηση των καταναλωτών για ένα προϊόν ή μια υπηρεσία. Καθώς η ζήτηση για ένα συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία αυξάνεται, η διαθέσιμη προσφορά μειώνεται. Όταν είναι διαθέσιμα λιγότερα είδη, οι καταναλωτές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα για να αποκτήσουν το συγκεκριμένο προϊόν, όπως περιγράφεται στην οικονομική αρχή της προσφοράς και της ζήτησης. Το αποτέλεσμα είναι υψηλότερες τιμές λόγω του πληθωρισμού έλξηςζήτησης. 

  Άλλοι παράγοντες εμφάνισης πληθωρισμού είναι οι φυσικές καταστροφές(π.χ. η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις αυτής στις καλλιέργειες προϊόντων ), οι υγειονομικές κρίσεις(π.χ. η πανδημία COVID-19 κατά την οποία παρατηρήθηκε αυξημένη ζήτηση σε προϊόντα προστασίας από τον ιό προκαλώντας μια απερίγραπτη φρενίτιδα στους καταναλωτές) αλλά και πολεμικές συγκρούσεις (π.χ. ο Ρώσο-ουκρανικός πόλεμος). Από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, έχουν παρατηρηθεί σε διεθνές επίπεδο αυξήσεις τιμών, ελλείψεις εισαγόμενων προϊόντων και το πιο σημαντικό αυξήσεις στις τιμές τις ενέργειας. 

 Λαμβάνοντας υπόψιν την παραπάνω ανάλυση, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε τα βασικά «σημεία» της τωρινής γερμανικής οικονομίας. Η Γερμανία, μια χώρα πρωταγωνίστρια της παγκόσμιας οικονομίας, είναι γνωστή για τις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων υψηλής ποιότητας. Η κυβέρνηση συνεργάζεται με τη βιομηχανία για να αναλάβει το κόστος της έρευνας και ανάπτυξης, όπως, για παράδειγμα, στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας. Η ομοσπονδιακή οικονομική παρέμβαση είναι ιδιαίτερα ισχυρή και στην αμυντική βιομηχανία. Η βιομηχανία άνθρακα είναι ίσως το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα επιδοτήσεων ενώ η γεωργία παραδοσιακά προστατεύεται από το κράτος. Παρ ’όλα αυτά, η χώρα έχει εμπειρίες από περιόδους πληθωρισμού και μάλιστα υπερπληθωρισμού με πιο ιστορική αυτή της δεκαετίας του 1920. Η τότε Δημοκρατία της Βαϊμάρης βίωσε το φαινόμενο αυτό μέχρι το 1924. Στο διάστημα αυτό ο λαός οδηγήθηκε στην πλήρη εξαθλίωση εξαιτίας κυρίως της απόφασης της κυβέρνησης να χρηματοδοτήσει την πολεμική προσπάθεια του Α’ Παγκοσμίου μέσα από τον εσωτερικό δανεισμό και την τύπωση νέου χρήματος. Ο υπερπληθωρισμός της δεκαετίας του ’20 χαρακτηρίστηκε στις συνειδήσεις  των Γερμανών, ως η μεγαλύτερη οικονομική ύφεση που γνώρισε η χώρα.  

  Γυρνώντας στο σήμερα, είναι πλέον γνωστή η άνοδος του πληθωρισμού σε διεθνές επίπεδο επηρεάζοντας όλες τις οικονομίες, ακόμα και αυτή της Γερμανίας. Η πρώτη- απρόβλεπτη κατά πολλούς- άνοδος του πληθωρισμού σημειώνεται στις αρχές του καλοκαιριού με τον μήνα Ιούνιο να χαρακτηρίζεται από πτώση 8,8% στις πωλήσεις(στοιχεία Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας) και την Ένωση Λιανικού Εμπορίου να θεωρεί υπεύθυνη κυρίως την ενεργειακή κρίση. Πάντως, όπως προκύπτει από έρευνα που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Die Welt η άνοδος των τιμών βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του 40% των πολιτών, ενώ ο τομέας της ενέργειας βρίσκεται σε δεύτερη μοίρα. Περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού σημειώθηκε τον Ιούλιο(8,5%) με την οικονομία της χώρας να βρίσκεται σε κατάσταση στασιμότητας και τους οικονομολόγους να προειδοποιούν πως τα χειρότερα δεν έχουν έρθει, με τους φόβους για έναν ακριβό χειμώνα να εντείνονται.  

 Πράγματι, οι φόβοι αυτοί από ότι φαίνεται επιβεβαιώνονται, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας ο πληθωρισμός ενδεχομένως να αγγίξει και το 10% τους επόμενους μήνες. Συγχρόνως, ενώσεις καταναλωτών επιζητούν περαιτέρω μέτρα οικονομικής στήριξης. Σημειώνεται ότι δόθηκαν ήδη ελαφρυντικά πακέτα τα οποία άγγιξαν τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς πρόκειται να θέσει σε εφαρμογή και ένα τρίτο πακέτο ενίσχυσης κυρίως για τις ανατιμήσεις στον τομέα της ενέργειας. Το σίγουρο είναι ότι στο «κέντρο» της οικονομικής πολιτικής της χώρας θα βρεθούν οι πολίτες και ιδιαίτερα εκείνοι που χρήζουν περαιτέρω στήριξης. Οι υποσχέσεις της κυβέρνησης για οικονομική αρωγή με πολλαπλά επιδόματα ανακουφίζουν προσωρινά τον λαό χωρίς όμως να αποκλείεται η πιθανότητα μιας ύφεσης το προσεχές έτος.

 

Συντάκτης: Σεμέλη Μπιθημήτρη