Σχεδόν μία δεκαετία πέρασε, από τις αποκαλύψεις παρακολούθησης της NSA (Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ) , προς πολλούς γερμανούς πολίτες, αρκετούς αξιωματούχους και συγκεκριμένα εις βάρος της πρώην Καγκελάριου της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ. Με την άμεση αρωγή των μυστικών υπηρεσιών της Δανίας, η αμερικανική κατασκοπεία απέκτησε πληροφορίες από την δυνατότερη οικονομία της Ευρώπης και έναν σημαντικό γεωπολιτικό παίκτη, πληροφορίες και υλικό μάλιστα, με χρονική διάρκεια πολλών ετών. Είναι επίσης γνωστή η υπόθεση πίεσης της NSA στις υπηρεσίες της Μεγάλης Βρετανίας, να συγκεντρώσουν στοιχεία και πληροφορίες μέσω παράνομης παρακολούθησης, εις βάρος μελών του ΟΗΕ, ώστε να αλλάξει το ψήφισμά τους όσον αφορά στη νομιμότητα της εισβολής στο Ιράκ. Έγγραφα άρχισαν να διαρρέουν ήδη από το 2006, με κορυφές του προβλήματος να αποτελούν την γνωστή υπόθεση Σνόουντεν, το project Πήγασος και τα Wikileaks του Τζούλιαν Ασάνζ. Δεν είναι όμως μόνο οι υπηρεσίες της Ουάσινγκτον, που εμπλέκονται σε παρόμοια ζητήματα. Σκάνδαλα εμπλέκουν επίσης υπηρεσίες πολλών χωρών, ευρωπαϊκών και μη. Από την Αυστραλία, τη Γαλλία, το Ισραήλ και την Ελλάδα. Εύκολα έρχεται κανείς σε μία κοινή διαπίστωση: Οι περισσότεροι παρακολουθούνται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μπορούμε όμως να κάνουμε κάτι για αυτό; Και εν τέλει, κατά πόσο αυτό επηρεάζει τις ζωές μας; Υπάρχουν όρια μεταξύ της προάσπισης της εθνικής ασφάλειας και της προσωπικής ελευθερίας;

 Ο κόσμος μετά την 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε δραματικά και ουσιαστικά. Η τρομοκρατική επίθεση στους δίδυμους πύργους, ήταν μία επίθεση στον τρόπο ζωής μας, τις συνήθειες, την καθημερινότητα, την ίδια μας την ύπαρξη. Μία αλυσίδα χτυπημάτων άρχισε σε δεκάδες χώρες. Χιλιάδες νεκροί, τρόμος και φόβος για ζωή · ο μεγαλύτερος στόχος της παγκόσμιας τρομοκρατίας φάνηκε να βρίσκεται επιτυχής. Και ο κόσμος ήξερε πως έπρεπε να κάνει κάτι. Ακολουθούν τεράστιας κλίμακας στρατιωτικές ενέργειες. Αρχικά στο Ιράκ, με σκοπό την σύλληψη του Σαντάμ Χουσεΐν, στη συνέχεια στο Αφγανιστάν με σκοπό την εύρεση και την σύλληψη κεφαλών της Αλ-Κάιντα και του ηγέτη της, Οσάμα Μπιν-Λάντεν (πρωτεργάτες της 11ης Σεπτεμβρίου) . Όμως, αυτό που μας αφορά άμεσα και θα προσεγγίσουμε στην προκειμένη, είναι η αρχή των πάντων γύρω από το θέμα μας. Ο Πατριωτικός Νόμος των ΗΠΑ γνωστό και ως US Patriot Act. Ο νόμος αυτός ψηφίστηκε μετά την τρομοκρατική επίθεση στου δίδυμους πύργους, και έδωσε τεράστιες ελευθερίες μαζικής παρακολούθησης και περισυλλογής στοιχείων, εξαντλητικών ανακρίσεων, αξιοποίηση κέντρων κράτησης όπως αυτό στην παραλία Γκουαντάναμο. Αναφερόμαστε φυσικά στην εποχή, που η CIA (Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών) εκτίθεται ανοιχτά για τις αντισυνταγματικές «βελτιωμένες» μεθόδους ανάκρισης, μεταξύ αυτών ο εικονικός πνιγμός, η στέρηση ύπνου, η δυνατή μουσική και φώτα, εκφοβισμός με έντομα, ζώα και σωματική βία. Φυσικά, αυτές είναι τεχνικές που, αν και απάνθρωπες, παράνομες και διόλου ηθικές, χρησιμοποιούνταν εις βάρος αποδεδειγμένων τρομοκρατών, με σκοπό την πρόληψη έναντι ενός επόμενου χτυπήματος. Η ίδια λοιπόν φιλοσοφία, ακολουθείται και με την δυνατότητα παρακολούθησης όλων των πολιτών. Σωστά; 

 Ας βάλουμε τα πράγματα σε μία δίκαιη σειρά. Ο κόσμος σήμερα είναι πιο περίπλοκος από ποτέ κι όσο προχωρά ο καιρός, γίνεται περισσότερο σύνθετος. Οφείλουμε να το παραδεχτούμε: ζούμε σε μία ψηφιακή εποχή, σε μία παγκόσμια κοινότητα που δεν συνδέεται ολικά με δεσμούς αίματος ή διαπροσωπικές σχέσεις αλλά με τρισεκατομμύρια gigabytes δεδομένων, ατελείωτων πληροφοριών σε διακομιστές και clouds. Από τους όρους χρήσης ιστοσελίδων που κανείς εγκρίνει, έως τις κάμερες ασφαλείας στους δημόσιους χώρους, τον τραπεζικό λογαριασμό ή το χαρτί του ενοικίου. Όλα είναι προσωπικές πληροφορίες που αποθηκεύονται και χρησιμοποιούνται. Και όλα μάλιστα, είναι άμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους, αφήνοντας ψηφιακά αποτυπώματα κάθε κίνησης. Υπάρχει λοιπόν η δυνατότητα παρακολούθησης, κυριολεκτικά των πάντων στον πλανήτη. Ωστόσο, η λέξη κλειδί εδώ είναι μία: δυνατότητα. 

 Η δυνατότητα δεν συνεπάγεται με την πραγματοποίηση, την ανάγκη ή την πράξη. Ότι υπάρχει η δυνατότητα παρακολούθησης της συντριπτικής πλειοψηφίας, δεν σημαίνει πως παρακολουθείται ολόκληρη η υφήλιος. Αυτό, θα ήταν σπατάλη πόρων, ανθρώπινου δυναμικού και χρόνου. Ναι, για εμπορικούς σκοπούς αξιοποιούνται δεδομένα, καθώς και τα στοιχεία του ατόμου είναι ήδη αναρτημένα σε βάσεις δεδομένων, ασχέτως αν κανείς γράψει τον αριθμό τηλεφώνου του σε ένα κοινωνικό δίκτυο ή όχι. Το ζήτημα είναι ένα: οποιαδήποτε ώρα, τα εξαιρετικά προσωπικά στοιχεία και οι στιγμές ενός ανθρώπου, μπορούν να παραβιαστούν, να βρεθούν προϊόντα εκμετάλλευσης ή εκβιασμού. Ένας καθημερινός υπάλληλος γραφείου, ενδέχεται πράγματι να μην πέσει ποτέ θύμα εκμετάλλευσης ή αξιοποίησης των δεδομένων του, όμως για παράδειγμα, ένας επίδοξος ακτιβιστής ή μία ομάδα διαφωνούντων είναι πιθανό πως θα βρεθούν στο στόχαστρο. 

 Στον άκρως ψηφιοποιημένο κόσμο μας, οι απειλές είναι παντού. Ο εχθρός (όπως και ο φίλος) ,  πλέον δεν είναι ξεκάθαροι. Μετά το πέρας του Β’Π.Π., έπαψε να ισχύει η διαφάνεια στόχων, στρατοπέδων και πλευρών. Στον τομέα της ασφάλειας, ιδίως στον κυβερνοχώρο και την αντιτρομοκρατική, τα πάντα είναι σκεπασμένα με ένα πέπλο, αποκρύπτοντας κάθε πιθανή απειλή έως ότου να εμφανιστεί. Ζούμε σε έναν διαρκή, εκτενή και σκληρό πόλεμο, που όμως δεν δίνεται σε πεδία μαχών, λόφους ή πόλεις. Δίνεται σε υπολογιστικά συστήματα, διακομιστές, βάσεις δεδομένων. Αν η μία πλευρά πάρει τα αρχεία της άλλης κέρδισε. Αν η άλλη πλευρά χάσει τα αρχεία, έχασε· τόσο απλά, μα συνάμα περίπλοκα. Στο όνομα της εθνικής ασφάλειας λοιπόν, πληροφορίες και προσωπικά δεδομένα καταγράφονται, φυλάσσονται και ελέγχονται. Πράγματι, τα δίκτυα πληροφοριών έκαναν εξαιρετική δουλειά στην εξάρθρωση τρομοκρατικών δικτύων, καθώς επίσης προλάβαμε πολλαπλές επιθέσεις από την υλοποίησή τους. Συνελήφθησαν ή εξουδετερώθηκαν τρομοκράτες που ήταν υπεύθυνοι για εγκλήματα και ενδεχομένως στο μέλλον να κατηγορούνταν και για άλλα, περισσότερο σοβαρά. Εν γένει, σε έναν βαθμό, η αξιοποίηση πληροφοριών συγκεκριμένων ατόμων, αποτέλεσε παγκόσμιο λειτούργημα και έσωσε ζωές. 

 Υπάρχει και ο παράγοντας της μερικής αλήθειας. Είναι ένα απλό δόγμα που στηρίζεται στο συμπέρασμα ότι, δεν μπορείς να πεις στο ευρύ κοινό ολόκληρη την αλήθεια διότι, ο εχθρός εξίσου ακούει και θα προλάβει την κίνησή σου. Από την τέχνη του πολέμου, του Σουν Τσου, μαθαίνουμε ότι η εξαπάτηση είναι η πρώτη κίνηση εξασφάλισης της νίκης στο πεδίο. Δεν μπορείς να  εξαπατήσεις τον αντίπαλό σου όμως, αν παίζεις «με τα χαρτιά σου ανοιχτά». Κάποιοι λένε: ας το αντιμετωπίσουμε· δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για αυτό. Δεν είναι μήτε ματαιόδοξη αντίληψη, ούτε ηττοπάθεια. Είναι η πραγματικότητα που αναφέρει ότι, το κράτος και οι υπηρεσίες του, αξιοποιούν τις προσωπικές μας πληροφορίες, με σκοπό να είμαστε ασφαλείς. Αξίζει όμως, η ανταλλαγή της προσωπικής ελευθερίας, για ασφάλεια; Οφείλουμε πράγματι, εντός των κοινωνικών μας πλαισίων, να συνάψουμε αυτό το άυλο κοινωνικό συμβόλαιο; Αρχικά, όσο υπάρχει ασφάλεια, υπάρχει ειρήνη, άρα πρόοδος και ευημερία. Άλλα αν στο τέλος της ημέρας έχουμε χάσει πραγματικά τους εαυτούς μας, ήταν κάτι τέτοιο άξιο; 

 Αν οι προσωπικές πληροφορίες χρησιμοποιούνται αυστηρά για τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα και την σωτηρία ζωών, τότε ναι δικαιολογείται η αξιοποίησή τους, με νομικά όμως κριτήρια. Παράδειγμα, η αυστηρή παρακολούθηση υπόπτων για ένα τρομοκρατικό χτύπημα είναι κάτι θεμιτό, όμως η παρακολούθηση ατόμων που απλώς φέρουν μία συγγένεια μαζί τους και δεν εκκρεμεί πιθανή υποψία, είναι παράλογη και μη αποδεκτή. Όσο τίθενται όρια, και ο εκάστοτε συνταγματικός νόμος δεν καταπατάται, δεν υπάρχει πρόβλημα. Η ασφάλεια επιτυγχάνεται στον μέγιστο βαθμό, καθώς οι πολίτες που δεν έχουν λόγο ανησυχίας και δεν εγκληματούν, δεν έχουν αίτιο να φοβούνται για παραβίαση της προσωπικής τους ζωής και αξιοπρέπειας. Όμως ποιος θέτει τα όρια αυτά; Ποιος τραβάει τις κόκκινες γραμμές, και ορίζει το σωστό, το λάθος ή το δίκαιο και το άδικο; Οι υπηρεσίες προστατεύουν τους πολίτες και την ασφάλειά τους, όμως το ερώτημα είναι ένα – ήδη από τον Γιουβενάλη και τον Σαιξπηρ- και παραμένει πάντοτε επίκαιρο. Στο τέλος της ημέρας, ποιος θα μας φυλάξει από τους φύλακες; 

Συντάκτης: Δημήτρης Τάκος