Ανάμεσα στις οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος ανήκει και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (λειτουργιών) χάρη στην οποία οφείλεται η εύρυθμη λειτουργία ενός κράτους δικαίου. Δεν θεωρείται δημοκρατικό το πολίτευμα που δεν διέπεται από την παραπάνω οργανωτική αρχή στην οποία στηρίζεται η ελευθερία των πολιτών. Ο διαχωρισμός γίνεται ως εξής: Νομοθετική, Εκτελεστική, Δικαστική.

 Ιστορικά, η αρχή  της διάκρισης των εξουσιών βρίσκονται στη Γαλλική επανάσταση (1789). Διαφωτιστές  όπως ο Τζον Λοκ και έπειτα ο Μοντεσκιέ ασχολήθηκαν εκτενώς με την παραπάνω αρχή. Αξίζει να σημειωθεί, πως και ο Αριστοτέλης έχει κάνει σαφείς  αναφορές στα πολιτικά του.  Συνεπώς, μετά την διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να διασφαλιστεί πως οι πολίτες προστατεύονται από κάθε μορφής  αυθαιρεσίας κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας. 

 Ειδικότερα  στη χώρα μας, η νομοθετική λειτουργία  ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Βουλή.  Η Βουλή την οποία συγκροτούν οι εκλεγμένοι από τον λαό αντιπρόσωποι(λαϊκή κυριαρχία) ψηφίζουν και θεσπίζουν νόμους και νομοσχέδια. Αξιοσημείωτο είναι πως  ασκούν έλεγχο στην κυβέρνηση όπου πάλι διαφαίνεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας στην προσπάθεια αποτροπής παρανομιών που μπορούν να βλάψουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Είναι απαραίτητο να αναφερθεί πως εκλέγουν  την κυβέρνηση με την απόλυτη πλειοψηφία (151 βουλευτές από τους συνολικά 300) σύμφωνα με την αρχή της δεδηλωμένης (η οποία φανερώνει εξίσου τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος) ψήφου των βουλευτών. 

 Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον ΠτΔ και την κυβέρνηση. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο αρχηγός του κράτους και έχει συμβολικό χαρακτήρα ως αντιπρόσωπος του έθνους ενώ βασικές αρμοδιότητες του είναι η δημοσίευση των νόμων, η κήρυξη πολέμου ή ειρήνης (Συμφωνίες), προκηρύσσει δημοψήφισμα σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα, καθώς παράλληλα εκδίδει προεδρικά διατάγματα στην  εφημερίδα της κυβερνήσεως. Την κυβέρνηση αποτελούν ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί και οι αναπληρωτές υπουργοί που αποφασίζουν την άσκηση της κρατικής πολιτικής σε όλους τους εθνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς τομείς. 

 Η δικαστική λειτουργία ως επί το πλείστον αποτελούν τα δικαστήρια. Είναι απαραίτητη η ανεξαρτησία της  δικαστικής λειτουργίας για την αμερόληπτη και ουσιαστική απόδοση δικαιοσύνης  σε ένα κράτος δικαίου. Πιο συγκεκριμένα, τα δικαστήρια αποτελούνται από τους τακτικούς δικαστές οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να αποφασίζουν με βάση τους κανόνες που προβλέπει το Σύνταγμα και οι νόμοι. Ειδικότερα, τα δικαστήρια διακρίνονται σε πολιτικά, ποινικά, διοικητικά. Το ανώτατο  δικαστήριο για την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη είναι ο Άρειος Πάγος. Το ανώτερο δικαστήριο για την διοικητική δικαιοσύνη είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου στα πλαίσια της διάκρισης των εξουσιών ελέγχει την νομιμότητα των πράξεων της εκτελεστικής εξουσίας. 

 Μεγάλη σημασία έχει η αναφορά στην αλληλεπίδραση των παραπάνω εξουσιών, για την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία του κράτους.  Σε μερικές χώρες η εκτελεστική εξουσία έχει την δυνατότητα να νομοθετεί, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύνδεση με την νομοθετική λειτουργία. Δεν είναι λίγες οι φορές σε ορισμένα κράτη που η εκτελεστική λειτουργία έχει εμπλακεί στην δικαστική, και για αυτό έχουν δημιουργηθεί δικλείδες ασφαλείας προς αποφυγή συγχύσεων, καθώς εμπλέκονται οι αρμοδιότητες της μίας με την άλλη. Προκειμένου, να μην υπάρχει λειτουργική επιβάλλεται τα κρατικά στελέχη να μην έχουν αρμοδιότητες σε παραπάνω από μία λειτουργία. 

 Στόχος των οργανωμένων και σύγχρονων κοινωνιών, ήταν και είναι η εύρυθμη λειτουργία ενός κράτους δικαίου. Πως ορίζεται όμως το κράτος δικαίου; Στο κράτος δικαίου οι κρατικοί παράγοντες δρουν με αποκλειστικό γνώμονα το Σύνταγμα, τις διεθνείς συμβάσεις, και τους εγχώριους νόμους με αποκλειστικό σκοπό την προστασία των ελευθεριών και δικαιωμάτων των πολιτών και την δημιουργία συνθηκών μιας ευημερούσας κοινωνίας. Εκτός από την εγχώρια συνταγματική προστασία της διάκρισης των εξουσιών ως θεμέλιο του κράτους δικαίου, πρόσθετη  ενίσχυση της διάκρισης αυτής προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση με τις ιδρυτικές και αναθεωρητικές συνθήκες της που απαιτεί από τα  κράτη μέλη της να ενεργούν με βάση την αρχή του κράτους δικαίου και να προασπίζουν τα δικαιώματα του ανθρώπου με στόχο την αποτροπή παρανομιών και αυθαιρεσιών που βλάπτουν τις θεμελιώδης πολιτικές αξίες της ένωσης και θολώνουν την εικόνα της διεθνώς. 

 Ανακεφαλαιώνοντας, η διάκριση των εξουσιών είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας και των ελεύθερων πολιτών των οποίων κατά τον Αριστοτέλη στόχος ήταν η ευδαιμονία και ευδαίμων  ήταν ο πολίτης που ζούσε σε μια αυτάρκη πολιτεία οργανωμένα, και για να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η οργάνωση απαιτούνταν η δικαιοσύνη. Η προσπάθεια των δικαστών της Πολωνίας ενάντια στην κατάλυση της διάκρισης των εξουσιών είναι ζωντανό παράδειγμα των παραπάνω, διότι η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία της Πολωνίας επιδίωξαν να έχουν υπό τον έλεγχο τους την δικαστική εξουσία, μια πράξη άκρως αντισυνταγματική και κατακριτέα από τους Ευρωβουλευτές που υποστήριξαν τα δικαιώματα των Πολωνών πολιτών. 

 Συντάκτης: Μαρία Καρυώτη