«Ο σκοπός του νόμου δεν είναι να καταργήσει ή να περιορίσει, αλλά να διαφυλάξει και να μεγεθύνει την ελευθερία», όπως διατυπώνει ο Άγγλος φιλόσοφος, John Lock. Το δίκαιο παραπέμπει σε έναν όρο διαχρονικό, η πλαισίωση και η αποτελεσματική αξιοποίηση του οποίου απασχόλησε εντόνως τις ποικίλες κοινωνίες από τα αρχικά στάδια της σύστασής τους. Αποτελεί αντικείμενο μελέτης της νομικής επιστήμης, δεδομένου ότι διέπει το σύνολο των ανθρωπίνων εκδηλώσεων στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα. Απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διασφάλισή του κρίνονται η θέσπιση, κατοχύρωση και σχολαστική εφαρμογή των προβλεπομένων κανόνων, οι οποίοι συνίστανται ως το αμάλγαμα επιταγών και υποδείξεων προς ορισμένο τρόπο δράσης εν πάση περιστάσει.
Με άλλα λόγια, το δίκαιο και οι κανόνες που απορρέουν εαυτώ, αποσκοπούν άμεσα ή έμμεσα στη ρύθμιση της συμπεριφοράς του ατόμου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, όπως εξάλλου επιβεβαιώνει το ετυμολογικό σκέλος του∙ στην αρχαία ελληνική, η λέξη «δίκαιο» προέρχεται από το ρήμα «δείκνυμι» που σημασιολογικά ταυτίζεται με το ρήμα «υποδεικνύω», καθώς το λατινικό «directum» σημαίνει «ορθή κατεύθυνση». Αξίζει να σημειωθεί πως εξαιτίας της συνθετότητας του όρου, απόλυτος εννοιολογικός προσδιορισμός δεν έχει καταστεί εφικτός. Μολαταύτα, έχουν καταβληθεί πολλάκις απόπειρες απόδοσής του, με πιο αντιπροσωπευτική ενδεχομένως την εξής: «Δίκαιο είναι το σύνολο των γενικών και αφηρημένων κανόνων, οι οποίοι ρυθμίζουν ετερόνομα και επιτακτικά την εξωτερική συμπεριφορά των μελών μίας κοινωνίας, οργανωμένης σε κράτος» (Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, 2018: 12, 13).
Το άτομο ακόμη, χαρακτηριζόμενο ως έμψυχο έλλογο ον, θεωρείται αναντίρρητα το πρωταρχικό υποκείμενο του δικαίου. Η έμφυτη τάση του «κοινωνεῖν» παράλληλα με την αδυναμία επιβίωσης δίχως αλληλεπιδράσεις κοινωνικής υφής καθιστούν ζωτικής σημασίας τη συγκρότηση τελεσφόρου και βιώσιμου μακροπρόθεσμα κανονιστικού πλαισίου. Έτσι, η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του πολιτικού, οικονομικού συστήματος και η διατήρηση στο διηνεκές της κοινωνικής συνοχής θεωρούνται ύστατοι συλλογικοί στόχοι. Να μη λησμονηθεί πως η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία ανέκαθεν διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην τιθάσευση τυχόντων κατώτερων ενστίκτων και ορμών, ώστε η ανθρώπινη συνύπαρξη να ρυθμίζεται με κανόνες δικαίου που προάγουν υψηλές αξίες. Στο πολυπληθές κοινωνικό περιβάλλον σημειώνεται αναπόφευκτη απόκλιση επιδιώξεων, συμφερόντων μεταξύ των δρώντων. Λαμβάνοντας το εν λόγω επιχείρημα ως σημείο αναφοράς, το δίκαιο ενσαρκώνει έναν εξισορροπητικό μηχανισμό, δεδομένου ότι επιχειρεί να διασφαλίσει την εφαρμογή των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων-ελευθεριών του πολίτη. Ταυτόχρονα προβαίνει στη διαμόρφωση των ανάλογων υποχρεώσεων και στην επιβολή κυρώσεων, περιορισμών για εκείνους που δε συμμορφώνονται πλήρως ως προς τις υποδείξεις.
Το ερώτημα που ανακύπτει, σχετίζεται με το κατά πόσον το «πανταχού παρόν» δίκαιο υπηρετεί τους καθορισμένους στόχους του σε περιπτώσεις παραβίασης των δικαιωμάτων του ελλόγου όντος. Η απάντηση δίδεται κατά κύριο λόγο από το ποινικό δίκαιο, ενός επιμέρους κλάδου του δημοσίου δικαίου, αρμόδιου για τον προσδιορισμό της φύσεως των αξιόποινων πράξεων και των αντίστοιχων κυρώσεων. Το δίκαιο των ποινών και ποινικών αδικημάτων μεριμνά για την προστασία των εννόμων αγαθών του πολίτη κατά μόνας και του κοινωνικού ιστού εν συνόλω. Με τον όρο «έννομο αγαθό» νοείται ορισμένος αριθμός αξιών, απαραίτητων για την επίτευξη της ομαλής συμβίωσης∙ η προσβολή, απειλή ή στέρηση αυτών απαιτείται να επισύρει ποινικές κυρώσεις εκ μέρους του νομοθέτη. Η ζωή, η ψυχική υγεία, η σωματική ακεραιότητα, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η αξιοπρέπεια και τιμή πλαισιώνουν τη συγκεκριμένη έννοια.
Αναφορικά με την ελληνική έννομη τάξη, ο ισχύων από το έτος 1951 Ποινικός Κώδικας αποτελεί τη θεμελιώδη νομοθετική πηγή του κυρίως ποινικού δικαίου, καθώς διακρίνεται σε δύο επιμέρους κατηγορίες. Συγκαιρινές υποθέσεις που εξακολουθούν να στιγματίζουν την κοινή γνώμη και να εγείρουν πληθώρα αμφιβολιών για το άμεμπτο του νυν συστήματος απονομής δικαιοσύνης, υπάγονται στο ειδικό τμήμα του Ποινικού Κώδικα. Να σημειωθεί ότι σε αυτό περιγράφονται ποινικά κολάσιμες ενέργειες, ομαδοποιημένες βάσει του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού. Λόγου χάριν στα εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής, όπως προβλέπει το άρθρο 299 Π.Κ., συμπεριλαμβάνονται η ανθρωποκτονία είτε εκ προμελέτης είτε από αμέλεια, η πρόκληση απλής ή βαριάς σωματικής βλάβης, ο βιασμός, η παιδεραστία και παιδοκτονία. Πρόκειται σαφέστατα για κακουργήματα, πράξεις δηλαδή που τιμωρούνται με ισόβια ή πρόσκαιρη (από πέντε έως είκοσι έτη) κάθειρξη, ενώ δύνανται να παραγραφούν δεκαπέντε ή είκοσι έτη μετά την τέλεσή τους.
Ο αυτουργός, στην πλειονότητα των υποθέσεων, είναι ικανός προς καταλογισμό, καθώς παρατηρείται συνήθως η ισότιμη ή διαφοροποιημένη σύμπραξη περισσότερων προσώπων∙ συναυτουργία, ηθική αυτουργία, άμεση και απλή συμμετοχή. Σε τούτο το σημείο, εύλογη θεωρείται η αναφορά σε ορισμένα «κενά» του νόμου, τα οποία δυστυχώς επιτρέπουν στους συνηγόρους των δραστών, σε φορείς της κρατικής εξουσίας να εξαγοράζουν τις συνειδήσεις των δικαστικών οργάνων. Χωρίς να αποτελεί πανάκεια, η προσφυγή σε τέτοιου είδους πρακτικές αποσκοπεί στον μετριασμό της αυστηρότητας της ποινής, σπιλώνει μολαταύτα τον αξιοκρατικό και δημοκρατικό χαρακτήρα ολόκληρης της διαδικασίας. Το δίκαιο συνυφαίνεται άρρηκτα με την εύρεση της αλήθειας και ουδέποτε πρέπει να εξυπηρετεί συμφέροντα τρίτων. Αναμφίβολα, θεμέλιο της δικαιοσύνης είναι η αμεροληψία από εξωτερικούς παράγοντες, η αντικειμενικότητα στην εξέταση των δεδομένων και στην εξαγωγή της τελικής δικαστικής απόφασης. Γιατί, «το πρώτο προαπαιτούμενο του πολιτισμού είναι η Δικαιοσύνη» (Freud Sigmund).
Επομένως, «…δίνω το χέρι στη Δικαιοσύνη,
διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή.
Ο ουρανός μου είναι βαθύς και ανάλλαχτος.
Ό,τι αγαπώ, γεννιέται αδιάκοπα.
Ό,τι αγαπώ, βρίσκεται στην αρχή του πάντα…» (Οδυσσέας Ελύτης).
Συντάκτης: Μαρία Κλάδη