Καθώς φτάνουμε στην τελευταία χρονιά της κυβερνητικής τετραετίας, οι συζητήσεις σχετικά με την διενέργεια πρόωρων εκλογών στην χώρα μας ολοένα και πληθαίνουν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την μεριά του, προσπαθεί να “φρενάρει” τις φήμες ξεκαθαρίζοντας πως στόχος του είναι να φτάσει μέχρι το τέλος της τετραετίας. Αντίθετα, όμως, με τις προθέσεις του Πρωθυπουργού, αρκετά στελέχη του κόμματος μιλούν για “κάλπες” πριν από την ολοκλήρωση της τετραετίας (ενδεχομένως μέσα στο φθινόπωρο). Από την άλλη πλευρά, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ήδη μπαίνουν σε κλίμα προεκλογικής εκστρατείας, με τα επιτελεία τους να προετοιμάζουν το έδαφος με επισκέψεις και συναντήσεις σε διάφορες περιοχές της χώρας.

  Ένα από τα κεντρικά σημεία των προεκλογικών συζητήσεων αποτελούν και οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες παρουσιάζονται σχεδόν καθημερινά στα πάνελ των δελτίων και των ενημερωτικών εκπομπών. Οι δημοσκοπήσεις είναι μια μέθοδος στατιστικής μελέτης και μέτρησης των απόψεων των πολιτών. Συγκεκριμένα, τα “exit polls” αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του σημερινού παγκόσμιου πολιτικού συστήματος και η επίδραση τους δεν περιορίζεται μόνο στην καταγραφή και περιγραφή των δεδομένων, αλλά καταφέρνει να επηρεάσει ακόμα και το πολιτικό σκηνικό. Οι έρευνες αυτές “εμφανίζονται” συνήθως είτε προεκλογικά, είτε έπειτα από γεγονότα που προκαλούν κοινωνικούς τριγμούς, με τους ερευνητές να σπεύδουν να δουν τις αντιδράσεις των πολιτών. Η αλήθεια είναι πως η σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης αποτελεί ένα θέμα που έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον των πολιτών, αλλά και των πολιτικών ουκ ολίγες φορές. Οι απόψεις διίστανται και το κύριο ερώτημα αφορά το κατά πόσο τέτοιες μετρήσεις ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ας το πάρουμε, όμως, από την αρχή, βλέποντας τα στάδια μιας δημοσκοπικής έρευνας.

  Ο καθηγητής “Πολιτικής Συμπεριφοράς και Μεθοδολογίας Πολιτικής Έρευνας” του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, κ. Ιωάννης Κωνσταντινίδης,  σε συνέντευξη που παραχώρησε στο “news 247”, αναφέρει πως “η υλοποίηση μιας δημοσκόπησης περιλαμβάνει τα στάδια του σχεδιασμού του ερωτηματολογίου και της δειγματοληψίας, της συλλογής των δεδομένων με χρήση είτε της τηλεφωνικής συνέντευξης, είτε της συνέντευξης “πρόσωπο με πρόσωπο”, της κωδικοποίησης των δεδομένων και, τέλος, της ανάλυσης τους”. Έτσι, καταλαβαίνουμε πως μια τέτοια έρευνα αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία με αρκετά στάδια και κάθε κομμάτι της είναι καίριας σημασίας προκειμένου να είναι ολοκληρωμένη. Πριν φτάσουμε, όμως, στην ανάλυση κάθε σταδίου, ας θέσουμε την εξής αρχή: οι δημοσκοπήσεις αποτελούν προϊόν μιας συναλλαγής. Μιας συναλλαγής ανάμεσα στις ερευνητικές εταιρείες και σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πληρώνει για να μελετήσει την κοινή γνώμη. Οι ενδιαφερόμενοι συνήθως είναι μέσα ενημέρωσης, κόμματα, εταιρείες, ιδιώτες κτλ. Επομένως, όπως τονίζει και ο κ. Κωνσταντινίδης, είναι σχεδόν σίγουρο πως πριν από τον σχεδιασμό των ερωτήσεων, προηγείται μια συζήτηση σχετικά με το περιεχόμενο των ερωτήσεων που επιθυμεί ο εκάστοτε πελάτης.

  Εφ’ όσον, επέλθει συμφωνία σχετικά με το περιεχόμενο των ερωτήσεων και υλοποιηθεί ο σχηματισμός τους, φτάνουμε στο στάδιο της δειγματοληψίας, το οποίο είναι και το πιο κρίσιμο σε μια έρευνα. Ο καθηγητής υποστηρίζει πως υπάρχει μια γκάμα τεχνικών δειγματοληψίας που μπορούν να εφαρμοστούν σε μια έρευνα. Οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται συνήθως αφορούν την διεξαγωγή της έρευνας είτε μέσω προσωπικών συνεντεύξεων, είτε μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας. Μπορούν, όμως, οι ερευνητές να τηλεφωνήσουν ή να συναντήσουν κάθε έναν πολίτη και να του αφιερώσουν, στην καλύτερη περίπτωση, δέκα λεπτά από τον χρόνο τους; Φυσικά και όχι, καθώς κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αδύνατον. Για αυτό, λοιπόν, οι μελετητές χρησιμοποιούν ένα μικρό σύνολο ως δείγμα για να αποτυπώσουν τις προθέσεις και τις σκέψεις ολόκληρης της κοινωνίας. Έτσι με αυτόν τον τρόπο, σημαντικό ρόλο παίζει και ο παράγοντας της τύχης, με την έρευνα να στηρίζεται στην τυχαία επιλογή τηλεφώνων ή προσώπων. Τέλος, φτάνουμε στα στάδια της κωδικοποίησης και της  ανάλυσης. Εδώ ο επιστήμονας καλείται να παρουσιάσει κωδικοποιημένα τα δεδομένα που έχει στα χέρια του και να διερευνήσει τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτά τα αποτελέσματα, περιγράφοντας τα γεγονότα.

  Οι δημοσκοπήσεις, ωστόσο, παρουσιάζουν αρκετές “παγίδες”, αλλά και σημαντικές αστοχίες. Οι αστοχίες αυτές εμφανίζονται κυρίως στα στάδια των ερωτήσεων και της δειγματοληψίας και συχνά οφείλεται στην σχεδίαση της δημοσκοπικής μεθοδολογίας. Για παράδειγμα, στο στάδιο του σχηματισμού του ερωτηματολογίου, υπάρχουν αρκετές φορές λάθη στην διατύπωση των ερωτήσεων. Μια έρευνα, η οποία χρησιμοποιεί ασαφή ερωτήματα και δεν χρησιμοποιεί ουδέτερο λεξιλόγιο, είναι ικανή να επηρεάσει τις επιλογές των συμμετεχόντων. Ακόμα και η σειρά ή ο αριθμός των επιλογών απάντησης μπορούν να επηρεάσουν τα δημοσκοπικά αποτελέσματα. Ακολούθως, αρκετές παγίδες παρουσιάζονται και στο στάδιο της δειγματοληψίας. Αρχικά, σημαντικό ρόλο παίζει η έκταση και το μέγεθος του πλήθους των ερωτηθέντων. Αν, για παράδειγμα, σε μια χώρα 5 εκατομμυρίων κατοίκων διενεργηθεί μια δημοσκόπηση στην οποία συμμετέχει ένα δείγμα 1.500 ατόμων, θα μιλάμε για ένα δείγμα της τάξεως του 0,03%. Η επιλογή ενός μικρού συνόλου καταφέρνει να μειώσει τόσο τα έξοδα, όσο και τον χρόνο διεξαγωγής της έρευνας. Ωστόσο, ένα τόσο μικρό ποσοστό δεν μπορεί να αποτυπώσει με ακρίβεια και σαφήνεια τις απόψεις ολόκληρης της κοινωνίας.

  Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αρκετοί πολίτες αποφεύγουν ή αρνούνται να συμμετάσχουν σε gallup και δημοσκοπήσεις. Πριν από μερικές ημέρες, περιμένοντας στην ουρά μιας τράπεζας, έτυχε να παρατηρήσω δυο κοπέλες να πραγματοποιούν μια έρευνα. Οι δυο ερευνήτριες, χρησιμοποιώντας ένα σύντομο ερωτηματολόγιο, κατέγραφαν την άποψη των πολιτών για την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Μέσα σε διάστημα δέκα λεπτών, οι κοπέλες απευθύνθηκαν σε περίπου 20 με 25 περαστικούς, με μόνο έναν εξ αυτών να δέχεται να απαντήσει στις ερωτήσεις τους. Πέρα από αυτό, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο της απόκρυψης των πραγματικών προθέσεων των ερωτηθέντων. Πολλές φορές, στην προσπάθεια τους να κλείσουν γρηγορότερα την συζήτηση, τα άτομα προχωρούν σε βιαστικές απαντήσεις, χωρίς να το πολυσκεφτούν. Και φυσικά, δεν είναι μόνο αυτό. Σε ορισμένα ερωτηματολόγια, οι απαντήσεις είναι προκαθορισμένες και οι συμμετέχοντες επιλέγουν κάποια από αυτές. Έτσι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που οι ερωτηθέντες επιλέγουν κάποια απάντηση που δεν τους αντιπροσωπεύει πλήρως. Ακόμη, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο της αποφυγής μιας μη δημοφιλούς απάντησης, παρόλο που την ενστερνίζονται (όπως σε περιπτώσεις ρατσιστικών, σεξιστικών στερεοτύπων κτλ).

  Παράλληλα, οι δημοσκοπήσεις όχι μόνο καταγράφουν τις τάσεις της κοινής γνώμης, αλλά καταφέρνουν και να την επηρεάσουν. Συγκεκριμένα, ένας ψηφοφόρος, βλέποντας τα αποτελέσματα μιας δημοσκόπησης, μπορεί να επηρεαστεί και να ψηφίσει έναν πολιτικό ή κάποιο κόμμα που να εμφανίζεται ως “δημοφιλέστερο’ συγκριτικά με τα υπόλοιπα. Βέβαια, μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Για παράδειγμα, κάποιος εκλογέας μπορεί να θεωρήσει πως το κόμμα που υποστηρίζει “θα βγει ούτως ή άλλως” και, έτσι, να αποφασίσει να στηρίξει κάποιον πολιτικό που είναι γνωστός του ή να στηρίξει κάποιο μικρότερο κόμμα που να είναι και αυτό κοντά στις απόψεις του. Μπορεί, λοιπόν, να επηρεάζουν ως έναν βαθμό την κοινωνία, ωστόσο, δεν είναι λίγες οι φορές που οι δημοσκοπήσεις έχουν “πέσει” έξω. Μια από τις διασημότερες δημοσκοπικές αστοχίες είναι αυτή της εκλογής Τρούμαν το 1948. Ο Άλαν Λίχτμαν, πολιτικός ιστορικός, αναφέρει πως “όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν νίκη του Ντιούι, αλλά σταμάτησαν να διεξάγονται λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές”. Τα στοιχεία αυτά οδήγησαν τον Τύπο της εποχής σε ξεκάθαρη θέση υπέρ του διαφαινόμενου νικητή, Τόμας Ντιούι. Εντούτοις, οι εξελίξεις ήταν τελείως διαφορετικές, με τον Χάρυ Τρούμαν να κερδίζει τις εκλογές και να αναλαμβάνει την προεδρία των Η.Π.Α.

  Παρόλα αυτά, αν και δεν είναι σπάνιες οι δημοσκοπικές “αστοχίες”, τα αποτελέσματα των ερευνών χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα και τεκμήρια στον πολιτικό διάλογο. Η αλήθεια είναι πως μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί κάποια μέθοδος που να αποδεικνύει την διαφάνεια και την ακρίβεια μιας δημοσκόπησης. Το μόνο σίγουρο είναι πως οι δημοσκοπήσεις εξακολουθούν να γίνονται εργαλεία χάραξης στρατηγικής τόσο σε έρευνες αγοράς, όσο και σε πολιτικούς σχεδιασμούς στελεχών και πολιτικών κομμάτων.

Συντάκτης: Σάββας Ασικίδης