Είναι φανερό ότι ένας πόλεμος αναμφίβολα έχει ως απότοκο πληθώρα συνεπειών σε διαφορετικούς τομείς του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι, ένας εκ των οποίων είναι ο οικονομικός τομέας, όπου εντοπίζεται το μεγαλύτερο πλήγμα, που αφορά όχι μόνο τις εγχώριες οικονομίες της Ρωσίας και της Ουκρανίας, αλλά και τις Ευρωπαϊκές οικονομίες. Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι δεδομένες, με πρώτη και κύρια συνέπεια την αύξηση του πληθωρισμού. Η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων, του φυσικού αερίου, του πετρελαίου, η ανεπάρκεια μετάλλων και αερίων συνιστά περιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη, καθώς οδηγεί στην αποδυνάμωση των επιχειρήσεων-και ιδιαίτερα εκείνων που εδράζονται σε χώρες κοντινές προς την Ουκρανία (Λετονία, Κροατία, Λιθουανία), οι οποίες διατηρούν σε μεγάλο βαθμό εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους-με αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών τους, αλλά και της αγοραστικής ικανότητας των πολιτών.
Η αύξηση των τιμών με τη σειρά της θα οδηγήσει σε πολιτικές ανακατατάξεις και σε αναζωπύρωση του προσφυγικού. Κάτοικοι με χαμηλό ποσοστό εισοδημάτων που διαβιούν σε αναπτυσσόμενες Ευρωπαϊκές χώρες θα προσφύγουν σε ανεπτυγμένες χώρες για εύρεση εργασίας και αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις βιοτικές τους ανάγκες. Μάλιστα, σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους και πολιτικούς αναλυτές, προβλέπεται διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που επιτείνει την αβεβαιότητα για μια επικείμενη οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια για να αντιμετωπίσουν το πληθωρισμό, πράγμα που καθιστά δυσοίωνο το μέλλον των χρεωμένων χωρών.
Οι αυξήσεις των τιμών μόνο δυσμενείς μπορούν να χαρακτηριστούν για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κινδυνεύουν να βρεθούν στα όρια της φτώχειας, καταβάλλοντας προσπάθειες για να καλύψουν τις βιοποριστικές τους ανάγκες.
Γίνεται φανερό επίσης ότι η επισιτιστική κρίση συνιστά επίσης μια ακόμη συνέπεια του πολέμου. Ο σκόπιμος βομβαρδισμός χωραφιών και αποθηκών τροφίμων και ο αποκλεισμός λιμανιών από τις ρωσικές δυνάμεις έχει προκαλέσει παγκόσμια αναστάτωση, οδηγώντας σε έλλειψη τροφίμων και περισσότερη πείνα στο κόσμο. Η Ουκρανία παρέχει πάνω από το μισό σιτάρι του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος. Λόγω των βομβαρδισμών οι ουκρανοί αγρότες δεν μπορούν να σπείρουν. Η Ρωσία σκόπιμα καταστρέφει τον εξοπλισμό και τις ουκρανικές εγκαταστάσεις παραγωγής, μεταποίησης και μεταφοράς αγροτικών προϊόντων και θέτει περιορισμούς στις εξαγωγές τροφίμων της. Έχει αποκλείσει εκατοντάδες πλοία, επηρεάζοντας έτσι αρνητικά τις παγκόσμιες αγορές τροφίμων. Οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στην Ρωσία αναμένεται να επιβραδύνουν τους ρυθμούς της οικονομικής ανάπτυξής της, σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία κατά 15%. Η Ουκρανία ανέστειλε τις εξαγωγές της προκειμένου να εστιάσει στη πολεμική προετοιμασία. Η Ρωσία από την άλλη δεν είναι σε θέση να εξάγει τόση ποσότητα σιτηρών όση μπορούσε μέχρι πρότινος, γεγονός που επιφέρει εμπορικά ελλείμματα. Είναι αυτονόητο ότι η οικονομία της Ουκρανίας πλήττεται περισσότερο από κάθε άλλη.
Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας έχει σοβαρό αντίκτυπο και στον οικονομικό τομέα της χώρας μας και ιδίως στο εμπόριο. Συγκεκριμένα, παρατηρείται μείωση της τάξης του 1% των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία και την Ουκρανία, γεγονός που επιβεβαιώνει τη καχυποψία, την επιφύλαξη και την έλλειψη εμπιστοσύνης των Ελλήνων επιχειρηματιών προς τις χώρες αυτές. Το ποσοστό εισαγωγών από την Ουκρανία ανέρχεται στο 0,6%.
Συμπερασματικά, θα ήταν σπουδαίο τα κράτη να συνειδητοποιήσουν ότι μόνο κερδισμένα δεν μπορούν να βγουν από μετά από έναν πόλεμο. Η υιοθέτηση ενός εναλλακτικού προτύπου επίλυσης διαφορών μεταξύ τους, θα μείωνε τις πιθανότητες πολεμικών επιχειρήσεων, προάγοντας με αυτό τον τρόπο τη διεθνή συνεργασία για την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών τους. Μέσα στα πλαίσια ενός κλίματος αμοιβαιότητας, σεβασμού κι εξισορρόπησης συμφερόντων θα πρέπει να συνδιαμορφώνουν μέσα από διαπραγματεύσεις όσο το δυνατό ευνοϊκά προσκείμενες προτάσεις των αντιμαχόμενων πλευρών, προκειμένου να αποφύγουν τις αρνητικές συνέπειες που προκύπτουν από τις φρικαλεότητες του πολέμου. Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι η ανάκαμψη της οικονομίας μετά τη λήξη ενός πολέμου συνιστά αργή και μακροχρόνια διαδικασία, τόσο για τις χώρες που ενεπλάκησαν, όσο και για τις γειτονικές χώρες.
Συντάκτης: Μαργαρίτα-Ελένη Πεχλιβάνου