Με αφορμή την κατάσταση στην Ουκρανία, εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα ζήτημα το οποίο πολλοί είχαν παραμερίσει διότι δεν χαρακτηριζόταν μείζον και κατείχε έναν υποτονικό παλμό ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία. Η εμφάνιση του ρεύματος του αντιδυτικισμού στην Ελλάδα προφανώς δεν σημειώθηκε τώρα. Εδώ και αρκετές δεκαετίες έχει αποκτήσει πολιτική όψη, καθώς αποτελεί ένα πυκνό ρεύμα με πολλές φάσεις και αποχρώσεις. Οι ρίζες του είναι βαθιές και διαπερνούν οριζόντια όλο το πολιτικό φάσμα, αν και εμφανίζεται πιο έντονα στα άκρα.

Χρειάστηκε να αντικρίσουμε συνθήκες πολέμου για να αντιληφθούμε πως αυτή η τάση του αντιδυτικισμού -η οποία αναμειγνύεται με τον φιλορωσισμό- λαμβάνει σάρκα και οστά όχι μόνο εντός της ελληνικής κοινωνίας αλλά και εντός της Βουλής. Φιλορώσοι υπήρχαν ανέκαθεν από κομματικές, επιχειρηματικές, εκκλησιαστικές και δημοσιογραφικές ελίτ, με οικονομικά κυρίως συμφέροντα. Έπειτα όμως από την εισβολή στην Ουκρανία ο μέχρι πρότεινος ενδόμυχος και «υπόγειος» αντιδυτικισμός μετουσιώνεται σε ρωσοφιλία, παρακλάδι του εθνικού αντιαμερικανισμού.

Ανεξαρτήτως θέσης στο πολιτικό φάσμα, οι υποστηρικτές του αντιδυτικισμού κατέχουν έναν κοινό παρονομαστή. Την άρνηση να καταδικάσουν τις πράξεις του Πούτιν και η απόδοση ευθυνών σε ΗΠΑ/ΝΑΤΟ για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η παραπάνω επιχειρηματολογία αποτελεί μια σαφή αντιδυτική προδιάθεση. Είναι επίσης λυπηρό το γεγονός ότι αυτό το φαινόμενο αποδεικνύεται ανθεκτικό σχήμα πρόσληψης των εξελίξεων ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όπου έχουμε κατάφωρη εγκληματική δράση ενός κράτους.

Είναι αδύνατο να κατανοηθούν οι διαφορετικές πτυχές του αντιδυτικισμού στην Ελλάδα χωρίς να κατανοήσουμε τη διαμεσολάβησή τους από τον ελληνικό εθνικισμό. Η αυξανόμενη οικονομική δυσπραγία και η συνύπαρξη με ανορθολογικές τάσεις ιδιαίτερα μετά την εμφάνιση της πανδημίας είναι ικανοί παράγοντες αποσταθεροποίησης του δημοκρατικού συστήματος. Η μετατόπιση της ελληνικής ταυτότητας από την Ανατολή στη Δύση και η επικράτηση αυτής φαίνεται πως δεν ακολουθείται από ολόκληρη την κοινωνία. Η πολύμορφη σχέση Ελλάδας-Δύσης, κυρίως λόγω της οργανικής σύνδεσής της με τον Ευρωπαϊκό χώρο έχουν προξενήσει κάποιου είδους καχυποψία λόγω της πολιτικής και οικονομικής εξάρτησής της.

Πολλές φορές όμως, η ίδια η ρητορική «ντύνει» την πραγματικότητα. Πρόκειται για υποστηρικτές ενός απωθημένου και εξιδανικευμένου παρελθόντος και της βίαιης διακοπής της παγκοσμιοποίησης. Απέναντι στην πολιτισμική -και καθόλου εδαφική- απειλή που αισθάνονται τους ενώνει ένα εγγενές και έμφυτο αντιδυτικό ανακλαστικό. Και καθώς βαδίζουν «αποξενωμένοι» ο οριενταλισμός επιστρέφει. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση ο οριενταλισμός αντιστρέφεται και εκείνος που αισθανόταν αποξενωμένος αποξενώνει την αιτία και τους αίτιους της αποξένωσής του. Το στίγμα του «καθυστερημένου» που τους επιβάλλει η Δύση εσωτερικεύεται σαν τραύμα και γίνεται καμάρι του. Αυτή η κατάσταση αφορά ένα νεωτερικό φαινόμενο και όχι επίκληση της παράδοσης η οποία είναι νεοκατασκευασμένη.

Χρειάζεται λοιπόν σε αυτό το σημείο να καταγραφεί το βαθύτερο αίτιο της “συμπάθειας” που τείνει να έχει μεγάλη μερίδα Ελλήνων προς το πρόσωπο του Βλαντιμίρ Πούτιν και παλαιότερα του Μιλόσεβιτς. Τα πρόσωπα αυτά φάνηκε να σηκώνουν το ανάστημά τους απέναντι στη Δύση, ενώ ταυτόχρονα δεν δίστασαν να δείξουν την βαθιά περιφρόνησή τους για τη δημοκρατία. Το φαινόμενο αυτό περιέχει και κάποια άλλη διακλάδωση όπως το κοινό θρησκευτικό υπόβαθρο αυτών, το οποίο είναι γνωστό από ποιους καλλιεργείται συστηματικά και επιδρά σημαντικά στη διαμόρφωση της κουλτούρας και της προσλαμβάνουσας συνείδησης περί εξωτερικής πολιτικής και όχι μόνο.

Η ελληνική θυματοποίηση είναι το πρώτο σημάδι που μας φανερώνει πως η συζήτηση θα περιστραφεί και πάλι γύρω από το καύχημα ενός “ωραιοποιημένου” παρελθόντος το οποίο επιφέρει την πολιτική και πολιτισμική εσωτρέφεια και προάγει τον δογματισμό και τη μισαλλοδοξία. Η μελέτη αντίστοιχων φαινομένων θα ήταν προτιμότερο να μείνουν έξω από μία ακρεφνώς διπολική οπτική. Οι απλουστευμένες εικόνες και στερεότυπα σπανίως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και είναι η μεγαλύτερη ένδειξη και έκφραση του φόβου και της δυσπιστίας τα οποία είναι εγγενή φαινόμενα κάθε χρόνιας διένεξης.

Εν κατακλείδι, η επίκληση ορισμένων επισφαλών θεωριών αποτελούν στοιχεία που είναι και αυτά απαραίτητα στη διαμόρφωση γνώμης και εθνικής συνείδησης στα πλαίσια της “επιβίωσης”. Για τον ίδιο λόγο οι σημερινές ηγεσίες καλούνται πλέον να αγωνιστούν σκληρά στο πεδίο των ιδεών. Τη στιγμή κατά την οποία ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας “αναζητά άλλους Γαλαξίες”, το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι αν υπάρχουν ακόμη πολίτες που θα ήθελαν να ζήσουν σε μία χώρα με καθεστώς σαν αυτό της Ρωσίας…

Συντάκτης: Τσολακίδης Χαράλαμπος