«Η απουσία επικοινωνίας συνεπάγεται άμεσα ανυπαρξίας της τρομοκρατίας», βάσει των διαπιστώσεων του Καναδού διανοούμενου, Herbert Marshall McLuhan. Κατά γενική ομολογία, το φαινόμενο της τρομοκρατίας τροφοδοτείται από τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των κρατικών και μη δρώντων, καθώς και από την επιθυμία επικράτησης στο διεθνές γίγνεσθαι. Ποικίλλουν εξαιτίας της ύπαρξης περισσότερων από διακόσια κράτη με διαφορετική γεωγραφική θέση, πληθυσμιακή πυκνότητα, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές προσδοκίες. Τα πρωταρχικά υποκείμενα διεθνούς δικαίου ωστόσο, προϋποτίθεται να έχουν προβεί στην ανάπτυξη ισχυρών δεσμών μεταξύ τους, οι οποίοι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν στοιχείο εφησυχασμού. Και αυτό, για τον απλούστατο λόγο πως η αλληλεπίδρασή τους κρίνεται αναπόφευκτη και καταλυτική για την εύρυθμη λειτουργία του διεθνούς συστήματος. Το μεγάλο στοίχημα για τη διασφάλιση της ειρηνικής συνύπαρξης αυτών των «ζωντανών οργανισμών» έγκειται στην εύρεση αποτελεσματικών μεθόδων επικοινωνίας και επίλυσης τυχόντων διαφορών, ικανών να σηματοδοτήσουν την ανατροπή της καθεστηκυΐας τάξης πραγμάτων.
Έτσι, με ευκολία μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι οι ισορροπίες δύνανται στιγμιαία να κλονιστούν, με αποτέλεσμα η παγκόσμια κοινότητα να εισαχθεί σε μία περίοδο ριζικών μεταβολών, οι επιπτώσεις των οποίων πρόκειται να επηρεάσουν άμεσα ή έμμεσα τις μεταξύ τους σχέσεις. Τέτοιου είδους έκρυθμες καταστάσεις πυροδοτούν εντάσεις, το αίσθημα της καχυποψίας και επαναφέρουν ιδίως στο προσκήνιο το ζήτημα της εθνικής ασφαλείας. Αξίζει να σημειωθεί πως στον 21ο αιώνα της πληροφορίας και ραγδαίας τεχνολογικής προόδου, η ασφάλεια των κρατών δεν περιορίζεται αποκλειστικά στην στρατιωτική, ένοπλη θωράκισή τους, αλλά στην ανάγκη εκπόνησης μίας τελεσφόρου πολιτικής για την καταπολέμηση της σκόπιμης διάδοσης διαστρεβλωμένων ή ψευδών πληροφοριών, των επιθέσεων και εγκλημάτων στον κυβερνοχώρο.
Επιπλέον, η συμβιωτική σχέση ανάμεσα στην τρομοκρατία και τον κυβερνοχώρο αποδεικνύεται από το γεγονός ότι κρατικοί δρώντες της ασιατικής ηπείρου, όπως Βόρεια Κορέα, Ιράν, Κίνα και η Ρωσία έχουν καταγγελθεί ουκ ολίγες φορές για την στήριξη και υποκίνηση πληθώρας τρομοκρατικών οργανώσεων, εξτρεμιστικών κινημάτων. Κρίσιμοι τομείς για την εκκίνηση της οικονομίας, πολιτικής διακυβέρνησης, κοινωνίας τίθενται στο στόχαστρο, δεδομένου ότι εξαρτώνται πλέον από τις ψηφιακές τεχνολογίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρείται εκείνο των αλεπάλληλων αποπειρών αλλοίωσης των αποτελεσμάτων εκλογικών αναμετρήσεων και δημοψηφισμάτων∙ η χρήση των λεγόμενων «μποτ», κακόβουλων δηλαδή διαδικτυακών λογισμικών ενσωματωμένων σε ρομπότ και αλγορίθμων, συνιστούν μία συνήθη τακτική για την πρόκληση αναστάτωσης και αποσυντονισμού.
Γενικότερα, η δημιουργία λογαριασμών με ψευδή στοιχεία και παραποιημένες φωτογραφίες συνδυαστικά με την αποστολή παραπλανητικών, ακόμη και απειλητικών μηνυμάτων αρκούν για να αποπροσανατολίσουν το ευρύ κοινό. Η τεχνολογία δυστυχώς, αποτελεί πέρα από ευλογία και κατάρα. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός αποδίδεται στο γεγονός πως εκτός των ευεργετικών της ικανοτήτων για τη διεξαγωγή ενός διευκολημένου βίου, χρησιμοποιείται με μεγάλη ευχέρεια ως απειλή. Μία απειλή που δεν εκδηλώνεται μόνον με την έναρξη μίας πολεμικής σύρραξης, αλλά με την τήρηση προπαγανδιστικής πολιτικής, η οποία υπονομεύει το δημοκρατικό ιδεώδες και ταυτόχρονα προωθεί την αναβίωση μέτρων προστατευτισμού εκ μέρους των επιτιθέμενων κρατών.
Η πλειονότητα των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν κληθεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα να ανταποκριθούν σε κυβερνοεπιθέσεις, οι οποίες έχουν ζημιώσει τον χρηματο-οικονομικό κλάδο, τον τομέα της ενέργειας, των επιχειρήσεων και μεταφορών, του συστήματος υγείας. Η πλήρης εξάρτησή τους από διάφορα ψηφιακά εργαλεία που διαρκώς εξελίσσονται, καθιστούν πρόσφορο το έδαφος για τη μετέπειτα πρόσβαση και τον καθολικό έλεγχο των προσωπικών δεδομένων των πολιτών, επιχειρηματικών σχημάτων και των κυβερνητικών προγραμμάτων. Μέχρι στιγμής, το κυρίαρχο αίσθημα της ανασφάλειας και ευαλωτότητας απέναντι σε τέτοιου είδους απειλές λειτουργεί αποθαρρυντικά για την αποκλειστική χρήση των παρεχόμενων τεχνολογικών μέσων και ψηφιακών υπηρεσιών. Ας μη λησμονηθεί πως το ευρωπαϊκό εγχείρημα είναι έκθετο στις κυβερνοαπειλές λόγω της έλλειψης εύρωστων υπηρεσιών διαχείρησης πληροφοριών, εν αντιθέσει με τους δύο τεχνολογικούς κολοσσούς, τις Η.Π.Α. και την Κίνα.
Η Ευρώπη, όντας «παγιδευμένη» μεταξύ του κινέζικου και αμερικάνικου τεχνολογικού ηγεμονισμού, καταβάλλει συνεχείς προσπάθειες για την ψηφιακή από-αποικιοποίησή της. Μία δέσμη μέτρων αποσκοπεί αρχικά στην αυτοπροστασία της και την επιτυχή αντιμετώπιση των κυβερνοεπιθέσεων και εγκλημάτων, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας απέναντι σε οποιασδήποτε μορφής σύγχρονες απειλές, την ανάπτυξη και περαιτέρω τόνωση του ερευνητικού κλάδου. Σύμφωνα με δεδομένα που έχει παραθέσει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπολογίζεται ότι έως το 2024 κατά προσέγγιση 22,5 εκατομμύρια ηλεκτρονικές συσκευές πρόκειται να συνδεθούν στο διαδίκτυο. Τα πορίσματα αυτά καταδεικνύουν τη σημασία της ψηφιακής θωράκισης της Ένωσης. Ιδού το κρίσιμο ερώτημα∙ θα καταστεί το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ικανό να ενσαρκώσει έναν δρώντα με τεχνολογική κανονιστική ισχύ (digital regulatory power) ή θα παραμείνει μία ψηφιακή αποικία (digital colony);
Συντάκτης: Μαρία Κλάδη