Εδώ και περίπου μια πενταετία, οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με το τουρκικό κράτος ήταν αρκετά τεταμένες. Οι δεσμοί μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον βρίσκονταν σε τεντωμένο σκοινί, εξαιτίας διαφόρων προβλημάτων στο κοινωνικό, αλλά και στο πολιτικό-στρατιωτικό επίπεδο. Αν και κατά γενική ομολογία, οι σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών εξακολουθούν να μην είναι οι καλύτερες δυνατές, ο Ρωσο-Ουκρανικός πόλεμος φαίνεται να έρχεται σαν “φάρμακο” για να απαλύνει τις πληγές και να αλλάξει τα δεδομένα ανάμεσα τους.
Υπενθυμίζεται πως αφετηρία της ψυχρότητας στις σχέσεις τους αποτελεί το ζήτημα των S-400 και των αμερικανικών κυρώσεων προς την Τουρκία. Η οριστικοποίηση της ρωσοτουρκικής συμφωνίας, ύψους 2.5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το 2017 για την εξαγορά των ρωσικών πυραυλικών συστημάτων S-400, δημιούργησε έντονη ανησυχία τόσο στις Η.Π.Α, όσο και στις υπόλοιπες συμμαχικές χώρες του ΝΑΤΟ. Η αμερικανική Γερουσία κατέστησε άμεσα σαφές πως σε περίπτωση πραγματοποίησης της συγκεκριμένης συμφωνίας, θα επιβληθούν κυρώσεις στο τουρκικό κράτος. Αντίθετα, όμως, με την Γερουσία, ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, ζήτησε την αποφυγή επιβολής ανταποδοτικών μέτρων κατά της Τουρκίας. Υποστήριξε, μάλιστα, την διατήρηση μιας πιο ¨ευέλικτης” στάσης, πιστεύοντας ότι η συμπάθεια και οι προσωπικές σχέσεις που είχε με τον Τούρκο ομόλογο του, θα μπορούσαν να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο στην επίτευξη μιας καλύτερης λύσης. Στη συνέχεια, ο πρώην Πρόεδρος δεν δίστασε να ασκήσει βέτο στις κυρώσεις κατά της Τουρκίας, γυρνώντας το συγκεκριμένο νομοσχέδιο στο Κογκρέσο. Εν τέλει, το Κογκρέσο υπερνίκησε το προεδρικό βέτο και προχώρησε στην επιβολή των κυρώσεων. Υπέρμαχος των κυρώσεων ήταν και ο διάδοχος του Τραμπ, Τζο Μπάιντεν.
Δεν είναι, όμως, μόνο οι S-400 και οι αμερικανικές κυρώσεις η αιτία των ψυχρών αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Οι δεσμοί ανάμεσα σε Άγκυρα και Ουάσιγκτον έχουν τεταθεί και για άλλα ζητήματα, όπως οι διαφορές πολιτικής στη Συρία, τη Λιβύη και την ανατολική Μεσόγειο, ενώ χάσμα απόψεων υπάρχει και σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δικαστικών ζητημάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιστολή του Μπάιντεν προς την πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, πριν από περίπου έναν χρόνο. Ο Τζο Μπάιντεν είχε υπογραμμίσει πως οι ενέργειες της Τουρκίας υπονομεύουν τον αγώνα κατά του Ισλαμικού κράτους στο Ιράκ και στην Συρία. Ο Αμερικανός Πρόεδρος, μάλιστα, τόνισε πως οι στρατιωτικές αυτές ενέργειες θέτουν σε κίνδυνο τους πολίτες και την σταθερότητα στην περιοχή, ενώ παράλληλα συνεχίζουν να αποτελούν αξιοσημείωτη απειλή τόσο για την εθνική ασφάλεια, όσο και για την εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε συνδυασμό με τις κυρώσεις, είχαν αναστείλει και την συμμετοχή του τουρκικού κράτους στο πρόγραμμα κατασκευής του τελευταίας τεχνολογίας αμερικανικού πολεμικού αεροπλάνου F-35. Η Ουάσιγκτον προχώρησε σε αυτή την ενέργεια εκτιμώντας πως οι S-400 θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα τεχνολογικά μυστικά τους, ενώ την ίδια στιγμή η Άγκυρα θα προσέφερε μια ουσιώδη χρηματοδότηση στην πολεμική βιομηχανία της Ρωσίας με την αγορά των πυραυλικών συστημάτων. Η Τουρκία, όλο αυτό το διάστημα, προσπάθησε να προσεγγίσει διαφορετικά την αμερικανική πλευρά ώστε να αρθούν οι κυρώσεις και να επανενταχθεί στο κατασκευαστικό πρόγραμμα. Η Αμερική από την άλλη, έδειχνε μέχρι πρότινος να εμμένει στις θέσεις της, χωρίς να θέλει να κάνει οποιαδήποτε υποχώρηση. Τα δεδομένα, ωστόσο, άρχισαν να αλλάζουν με την έναρξη του Ρωσο-Ουκρανικού πολέμου.
Κατά την διάρκεια της κρίσης, η τουρκική κυβέρνηση υιοθέτησε μια πιο “ουδέτερη” στάση απέναντι στα δυο στρατόπεδα. Αφενός, προσπάθησε να συντονίσει τις ενέργειες της με τις αντίστοιχες της Δύσης και του ΝΑΤΟ, αποδοκιμάζοντας την εισβολή και στέλνοντας ανθρωπιστική βοήθεια και drones στο Κίεβο. Αφετέρου, δεν προχώρησε στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας, θέλοντας έτσι να κρατήσει ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με την Μόσχα για την επίλυση του ζητήματος. Παράλληλα, η τουρκική κυβέρνηση θέλησε με αυτό τον τρόπο να μην κλείσει την “στρόφιγγα” του ρωσικού χρήματος, ώστε να μην διαρραγούν και οι μεταξύ τους βαθιές οικονομικές σχέσεις. Επίσης, η Άγκυρα έδειξε έτοιμη να αναλάβει έναν ρόλο διαμεσολαβητή ανάμεσα σε Ουκρανία και Ρωσία. Οι Η.Π.Α παρακολουθώντας αυτή την κίνηση, χαιρέτησαν τις προσπάθειες της Τουρκίας να διευκολύνει μια δίκαιη διπλωματική λύση μέσω διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε και σε μια αλλαγή στις σχέσεις της Τουρκίας με τις Η.Π.Α. Σίγουρα μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, η Αμερική δεν θα ήθελε να χάσει έναν πολύτιμο σύμμαχο, με τέτοια γεωστρατηγική θέση και να τον σπρώξει στην αγκαλιά της Ρωσίας.
Και αυτό φαίνεται από την αλλαγή της στάσης που έχει αρχίσει να έχει η αμερικανική κυβέρνηση απέναντι στην Τουρκία. Τον Οκτώβριο του 2021, η Άγκυρα είχε καταθέσει το αίτημα της για την αγορά νέων εξελιγμένων αμερικανικών F-16, αλλά και την αναβάθμιση του στόλου της τουρκικής αεροπορίας. Το αίτημα αυτό φαινόταν να παραμένει στον “πάγο” λόγω των υφιστάμενων κυρώσεων, αλλά και των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, πριν από περίπου δύο μήνες, το Steit Department με επιστολή του προς το Κογκρέσο φάνηκε να στηρίζει το αίτημα της Τουρκίας για την πώληση νέων και την αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων F-16. Όπως επισήμανε στην επιστολή, το συγκεκριμένο αίτημα είναι πλήρως εναρμονισμένο με τα αμερικανικά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας και την ανάγκη για ενότητα του ΝΑΤΟ. Σήμερα, δημοσιεύματα της Wall Street Journal μεταφέρουν πως η κυβέρνηση Μπάιντεν ζήτησε από το αμερικανικό Κογκρέσο να εγκρίνει την αναβάθμιση των τουρκικών F-16, αλλά και την πώληση ραντάρ και συστημάτων υποστήριξης των μαχητικών.
Η εξέλιξη αυτή, όμως, έρχεται σε “σύγκρουση” με αρκετές φωνές τόσο στην Ουάσιγκτον, όσο και στην Αθήνα. Αρχικά, αρκετά μέλη του Κογκρέσο συμφωνούν με τις θέσεις του προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Μπόμπ Μενέντεζ, και την σκληρή στάση που διατηρεί απέναντι στην Τουρκία. Παράλληλα, αρκετοί γερουσιαστές εγείρουν έντονες ανησυχίες λόγω των σχέσεων Τουρκίας-Ρωσίας, αλλά και λόγω της υφιστάμενης καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός των τουρκικών συνόρων. Ωστόσο, αυτές οι εξελίξεις εγείρουν προβληματισμούς και στην ελληνική πλευρά. Πριν από μερικές ημέρες, ο Έλληνας πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον και αναφέρθηκε στους κινδύνους ασφάλειας και σταθερότητας που δημιουργεί η τουρκική προκλητικότητα στην περιοχή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, σε ομιλία του στο Κογκρέσο, υπενθύμισε τόσο το ζήτημα της διχοτόμησης της Κύπρου, όσο και τις υπερπτήσεις των τουρκικών μαχητικών πάνω από τα ελληνικά νησιά. Επίσης, ζήτησε από το Κογκρέσο να λάβει υπόψη τον κίνδυνο αστάθειας στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ όταν θα προχωρήσει σε αποφάσεις για την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού στην περιοχή. Επί της ουσίας, με τον τρόπο αυτό, αναφέρθηκε στις προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας και στην εξέταση της αναβάθμισης των πολεμικών της αεροπλάνων. Παράλληλα, ο Πρωθυπουργός συζήτησε με τον Αμερικανό Πρόεδρο το θέμα της αγοράς F-35, δείχνοντας την διάθεση της κυβέρνησης να ενισχύσει την αμυντική λειτουργία της χώρας.
Σίγουρα, η διπλωματική στάση της Τουρκίας απέναντι στον Ρωσο-Ουκρανικό πόλεμο, κατάφερε να της δώσει “πόντους” στις σχέσεις της με τις Η.Π.Α. Κατάφερε να δείξει πως μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, πως η πολιτική που εφαρμόζει σε άλλα ζητήματα και οι σχέσεις της με τις γειτονικές της χώρες, αποτελούν πηγή ανασφάλειας και αστάθειας στην περιοχή. Ας αναλογιστούμε ποιες θα είναι οι συνέπειες μιας στρατιωτικής αναβάθμισης της Τουρκίας για την χώρα μας, αλλά και την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου γενικότερα. Και το σημαντικότερο, βέβαια, είναι να το αναλογιστούν τα υψηλόβαθμα στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε ενέργεια.
Συντάκτης: Σάββας Ασικίδης