Αποδομώντας τη Γερμανική εξωτερική πολιτική, ήδη μεταπολεμικά, προκύπτει ότι αυτή ήταν πάντα κοντά στην Ρωσία. Η Οστπολιτίκ την δεκαετία του 70′, αποτελεί ίσως το πιο τρανταχτό παράδειγμα. Η ανάγκη επικοινωνίας των “δύο Γερμανιών” και η συμφωνία, έστω για τα στοιχειώδη με τους Σοβιετικούς, οδήγησαν σε μια πολιτική προσέγγισης των δύο χωρών. Η πολιτική αυτή ήταν μέρος μιας διατλαντικής στρατηγικής, συνεννόησης με την ΕΣΣΔ, με στόχο την Κίνα. Έκτοτε όμως, οι διμερές σχέσεις Γερμανίας-ΕΣΣΔ (μετέπειτα Ρωσίας) έμελλαν να αποδειχθούν στενές.
Μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν, συγκεκριμένα πρόσωπα, καλλιέργησαν αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ουκρανία. Ο νυν Πρόεδρος της Γερμανίας, Frank-Walter Steinmeier (ως Υπουργός Εξωτερικών στην Κυβέρνηση Μέρκελ) εργάστηκε συστηματικά προκειμένου να φέρει Βερολίνο και Μόσχα πιο κοντά. Προώθησε τους εμπορικούς δεσμούς με την Ρωσία, αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ιδέα πίσω από αυτήν τη στρατηγική ήταν, ότι η ανάπτυξη της οικονομίας της σύγχρονης Ρωσίας μπορούσε να φέρει ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών και του Πλουραλισμού στην Ρωσία. Παρόλα αυτά, η απόφαση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς και μόνο επιλογή ενός Υπουργού. Η οπτική αυτή είχε σαφώς μεγαλύτερες ρίζες και έφτανε μέχρι τα υψηλότερα κλιμάκια της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Ο Γερμανός καγκελάριος Gerhard Shroeder, διατηρούσε προσωπικές σχέσεις με τον Πούτιν και επεξεργάστηκε επενδύσεις σε Ρωσικές βιομηχανίες και την έναρξη του Nord Stream (αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από την Ρωσία στην Γερμανία μέσω Βαλτικής).
Αξιοσημείωτος είναι επίσης ο διορισμός του ως προέδρου του Δ.Σ της Gazprom, μετά την λήξη της θητείας του ως Καγκελαρίου. Στην “περπατημένη” του προκατόχου της και η Angela Merkel. H πρώην Καγκελάριος, μεγαλωμένη στην Ανατολική Γερμανία, ποτέ δεν έκρυψε ότι “θα έχει συμφέροντα Ανατολικά”. Ασπάστηκε μια στρατηγική, σχεδόν μονοπωλιακής, αγοράς ενέργειας από την Ρωσία θεωρώντας την αξιόπιστο εταίρο, συμπαρασύροντας έτσι και την Ε.Ε στην καταστροφή. Η στάση αυτή όχι μόνο δεν επικρίθηκε για τις μελλοντικές συνέπειες που μπορούσε να έχει, αλλά υιοθετήθηκε αβίαστα από το σύνολο της Ένωσης, επιπλέον η σύγκλιση μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών δεν άφηνε περιθώρια καθαρής οπτικής, με τις συνέπειες να είναι πλέον ορατές στη Ευρώπη. Με τις περισσότερες χώρες να είναι σχεδόν κατά 40% εξαρτώμενες από την Ρωσία και χώρες όπως η Αυστρία σχεδόν κατά 100%. Δεδομένης της τεταμένης κατάστασης στα Ρωσό-Ουκρανικά σύνορα, κανένας δεν προέβλεψε ότι το 25% πληρότητας των αποθηκών ενέργειας δεν θα επαρκούσε αν η Ρωσία αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει το αέριο για να εκβιάσει την Ευρώπη σε περίοδο πολέμου (όπως και έγινε). Σε αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να αναφέρουμε ότι η ίδια στρατηγική έχει εφαρμοστεί και με την Κίνα. Τα λιμάνια του Ευρωπαϊκού Νότου (συμπεριλαμβανομένου και του Πειραιά) ήταν απλά το “deal” για την αύξηση το διμερών σχέσεων των δύο χωρών. Με την πρόφαση, πάλι, ότι η διμερής εμπορική σχέση θα φέρει συναίνεση για σημαντικές αποφάσεις της Κίνας στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, Βερολίνο και Πεκίνο ήρθαν πιο κοντά εμπορικά.
Η απομάκρυνση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η χρήση της Ε.Ε για την προώθηση γερμανικών συμφερόντων έφεραν την Ευρώπη αντιμέτωπη με ένα νέο πόλεμο. Η προεδρία Tράμπ κατέστησε τις Αμερικανό-Γερμανικές σχέσεις τεταμένες. Το Βερολίνο απέκτησε στρατηγικούς δεσμούς με αυταρχικά καθεστώτα και απομακρύνθηκε από την “Ατλαντική ομπρέλα”. Η εκλογή Μπάιντεν έφερε ανακούφιση στην Ευρώπη. Η νέα διοίκηση εργάστηκε προκειμένου να βγάλει τις Η.Π.Α από τον απομονωτισμό και να τις φέρει πιο κοντά στους συμμάχους της. Παρά τις όποιες επιτυχίες τίποτα δεν προμηνύει τι θα συμβεί στις εκλογές του 2024 και μια ενδεχόμενη επιστροφή Τράμπ τρομάζει την Ευρώπη, πόσων μάλλον τώρα που η ενεργειακή και επισιτιστική κρίση κάνουν πιο δύσκολη την ζωή χιλιάδων ευρωπαίων.
Η μεταβολή της φιλορωσικής εξωτερικής πολιτικής που ασκούσε για χρόνια η Γερμανία ήρθε με την εισβολή στην Ουκρανία. Αμέσως όσοι οικοδόμησαν αυτό το τέρας της εισβολής βγήκαν να την καταδικάσουν και να ζητήσουν συγνώμη για τις επιλογές τους, διεκδικώντας παράλληλα και συγχωροχάρτια. Η νέα γερμανική κυβέρνηση υπό τον Σόλτς κλήθηκε να αντιμετωπίσει σφάλματα που βρήκε στο συρτάρι και που μπορεί και η ίδια να συνέχιζε, αν δεν μεσολαβούσε ο πόλεμος. Πρώτα από όλα έσπευσε να ακυρώσει τον Nord Stream 2 και να εγκρίνει ένα πακέτο 100 δισεκατομμυρίων για την επένδυση στις ένοπλες δυνάμεις. Δεσμεύτηκε να αγγίξει τον στόχο της δαπάνης τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ που έχει θέσει το ΝΑΤΟ για την άμυνα. Παρέκαμψε επίσης το γερμανικό σύνταγμα που απαγορεύει την αποστολή πολεμικού εξοπλισμού εκτός συνόρων με την έγκριση προϋπολογισμού για την αγορά του από την Ουκρανική κυβέρνηση.
Οι αποφάσεις αυτές, όπως ήταν φυσικό, έγιναν αποδεκτές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Έδωσαν την ευκαιρία στις Η.Π.Α να επανέλθουν στην Ευρώπη και να εγγυηθούν και πάλι την ασφάλειά της. Δεδομένων όμως των εκλογών στο Κογκρέσο και της πιθανής απώλειας επιρροής Μπάιντεν σε αυτό για την έγκριση πακέτου βοήθειας των ευρωπαϊκών οικονομιών, αλλά και των εκλογών του 2024 κανένας δεν μπορεί να προσβλέπει στις Η.Π.Α για την ασφάλεια του. Πρέπει να γίνουν βήματα για την στρατηγική αυτονομία και την Ευρωπαϊκή Στρατηγική πυξίδα. Ο Γαλλό-Γερμανικός άξονας οφείλει να εξετάσει και πάλι αυτό το θέμα και να προχωρήσει μπροστά. Ευτυχώς η επανεκλογή Μακρόν ενδείκνυται για αυτό. Η συμφωνία ΑUKUS ήταν απλά το καμπανάκι ότι οι Η.Π.Α δεν θα είναι για πάντα στην Ευρώπη αλλά θα έχουν και το άλλο πόδι στον Ειρηνικό.
Συντάκτης: Φώτης-Νεκτάριος Αναστασόπουλος