Η τέχνη της πολιτικής σαγήνης, μαγνητίζει ανά τους αιώνες με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους τις αλλεπάλληλες γενιές που σπεύδουν να λάβουν την σκυτάλη από τους προκατόχους τους. Κάθε γενιά και μια ιστορία, ένα σύμβολο, ένας αγώνας με στόχο, άλλοτε την επιβίωση, άλλοτε την ευημερία ή και την ασφάλεια γενικότερα. Τα κίνητρα για την υλοποίηση εκάστου στόχου ανάγονται σε μια κλίμακα μεγάλου εύρους και είναι συσχετισμένα με εξωγενείς παράγοντες που μεταβάλουν τις απόψεις κάθε γενιάς.
Βέβαια, είναι γεγονός, πως οι παλιοί δεν κατανοούν τους νέους και η κριτική προς τα πρόσωπα και τις πράξεις τους είναι συχνά αμείλικτη, με αποτέλεσμα οι νέοι να αντιδρούν, να διευρύνεται η ψαλίδα μεταξύ τους και η απονομή ευθυνών να γίνεται ξαφνικά μπαλάκι του πινκ-πονκ. Η λαϊκή φράση : «κάθε πέρσι και καλύτερα», φαίνεται πως αντικατοπτρίζει επιτυχώς και τις απόψεις των παλαιότερων για τη στάση των νέων ως προς τον πολιτικό και κοινωνικό βίο. Αληθεύουν άραγε αυτές οι φήμες για απολιτικοποίηση και γενικότερη αποχή και αποστροφή από τα κοινά; Και πόσο εύκολο είναι για μια γενιά να παράξει έργο κουβαλώντας τα κατάλοιπα των προγόνων της;
Στη σύγχρονη εποχή, η τεχνολογία, η επιστήμη και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης βιώνουν τεράστια άνθηση. Ως εκ τούτου, είναι λογικό οι ανάγκες και οι απαιτήσεις να έχουν πολλαπλασιαστεί. Τα άτομα που καλούνται να συμβαδίσουν και να διαχειριστούν αυτή την γνώση και την μετατόπιση του ενδιαφέροντος στην επονομαζόμενη τέταρτη εξουσία, ανήκουν στην νέα γενιά, που αποκαλείται «Generation Z» ή αλλιώς «Gen Z».
Η γενιά αυτή, υπολογίζεται χονδρικά από το 1996 μέχρι και το 2010 και ουσιαστικά περικλείει στο εσωτερικό της ηλικίες που ταυτίζονται με τους σημερινούς εφήβους και νεαρούς ενήλικες, δηλαδή από 12 μέχρι 26 ετών. Διαδέχτηκαν τους Millennials, οι οποίοι σε συνεργασία με τους Baby Boomers, ήταν υπεύθυνοι για την αλματώδη αύξηση των χρεών και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που είχε αποτέλεσμα την σημαντική αποδυνάμωση του έως τότε αμερικανικού ονείρου. Ως επί το πλείστων, η νέα γενιά έμαθε να μπουσουλά στους τραχείς δρόμους των κρίσεων, γεγονός που συνεχίστηκε και στην περίοδο της ενηλικίωσής της, εφόσον και ο δρόμος εκεί δεν ήταν σπαρμένος με ροδοπέταλα…
Ήρθε αντιμέτωπη με μια πανδημία του Covid – 19 όπου όχι μόνο την αποσυντόνισε, αλλά την έσπρωξε στα δόντια των εξαρτήσεων από τις ηλεκτρονικές συσκευές και του δικτύου μιας που τα πάντα διεξάγονταν στον κυβερνοχώρο. Ξανά βίωσε ανήκουστους για την εποχή πολέμους και τα εγκλήματα που αυτοί επιφέρουν. Υπέστηκε ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής και προσπάθησε να διαχειριστεί γενικότερη αναδιαμόρφωση του κοινωνικού οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος, που σηματοδοτούσε ένα αβέβαιο μέλλον.
Το μόνο θετικό όπλο που είχε στα χέρια της ήταν η άμεση πρόσβαση στη πληροφορία. Καθώς, της επέτρεψε να απορροφά ταχύτατα την γνώση εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο και κάνοντας την πολυμήχανη ως προς την υλοποίηση και την επίτευξη ποικίλων εργασιών.
Στην πορεία όμως, το πλεονέκτημα αυτό θεωρήθηκε από πολλούς δίκοπο μαχαίρι. Η θεωρία αυτή είχε αντίκρισμα, το ότι η Gen Z γαλουχήθηκε με το διαδίκτυο και αρκέστηκε στην εικονική επαφή και επικοινωνία εντός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, πλάθοντας μια άυλη πραγματικότητα και επικροτώντας τον κοινωνικό απομονωτισμό.
Θεοποίησε την εικόνα, η οποία σύμφωνα με τον απλό λαό, μπορεί να ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις και να εξοικονομεί χρόνο, δε παύει όμως να ερμηνεύεται με άλλες τόσες διαφορετικές οπτικές γωνίες. Έτσι, έπεσαν στην παγίδα της ίδιας τους της άνεσης και έντειναν το πρόβλημα του ψηφιακού αναλφαβητισμού. Με άλλα λόγια, η πληροφορία για αυτούς έχασε την αξία της, αφού πλέον δε κοπίαζαν για να την αποκτήσουν.
Παράλληλα, ακριβώς αυτός ο βομβαρδισμός της άκρατης πληροφορίας μπλόκαρε το μηχανισμό του φιλτραρίσματος της είδησης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τόσο τη σύγχυση όσο και την παραπλάνηση της ευάλωτης πλέον κοινής γνώμης από «πολιτικάντηδες» όπου χρησιμοποιώντας τα στρατευμένα Μ.Μ.Ε προσδοκούσαν την αλίευση εύκολων ψήφων.
Η συνεχής και καθημερινή αυτή τριβή με την πληροφορία εκπαίδευσε ένα μεγάλο ποσοστό των γυναικών 69,5% και ένα ακόμα μεγαλύτερο των ανδρών 81,4%, ασυνείδητα, ώστε να μπορούν να διαχωρίζουν μια ψευδή από μία αληθή είδηση. Όταν όμως οι αρμόδιοι παραγωγοί αναξιόπιστων ειδήσεων, το αντιλήφθηκαν αυτό, εξέλιξαν σταδιακά τις πρακτικές τους. Από αυτή τη διαδικασία, ευνοήθηκαν οι θεωρίες συνομωσίες. Με βάση αυτές η κοινή γνώμη ντύθηκε με παρωπίδες, γεγονός που βοήθησε τους ανώτερους να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα τους, εστιάζοντας το ενδιαφέρον τους στις επιχειρήσεις και στα άτομα ιδιοτελώς και όχι στην ουσιαστική αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Όλα αυτά, οδήγησαν τους δέκτες στην μετέπειτα αδράνεια και αναξιοπιστία τόσο των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης όσο και των ίδιων των κυβερνήσεων και τους εκπροσώπων τους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, που η νεολαία εμφανίζεται άλλοτε απαθής και άλλοτε ως πρόβατο των τάσεων και της μόδας που προβοκάρουν καλοπληρωμένα διάσημα πρόσωπα κυρίως μέσω των social.
Πολύ συχνά λοιπόν θα δούμε νέους να απαξιώνουν και να αμφισβητούν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και να επικροτούν την αναζήτηση διαδικτυακών και δη ξενόγλωσσων πηγών μη έχοντας εμπιστοσύνη στους εγχώριους φορείς. Παρατηρείται επίσης μία στροφή προς τα διάφορα ανεξάρτητα κοινωνικά κινήματα που στοχεύουν στην εξάλειψη της βίας με οποιαδήποτε μορφή, των ανισοτήτων και γενικότερα κινήματα που στοχεύουν σε μία πιο δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση του ανθρώπου. Όπως για παράδειγμα το #Metoo. Τέτοιου είδους κινήματα γνωστοποιήθηκαν και αναδείχθηκαν μέσα από τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης τα οποία θεωρούνται από πολλούς, η κυρία πηγή ενημέρωσης των νέων.
Στην πραγματικότητα όμως οι νέοι τα χρησιμοποιούν κυρίως ως μέσο διασκέδασης και όχι τόσο ως μέρος αξιόπιστης ενημέρωσης. Μπορεί μέσω αυτών να λαμβάνουν τα περισσότερα ερεθίσματα, όμως θεωρώ πως είναι μία γενιά των ριζικών ανατροπών, εφόσον 7/10 ισχυρίζεται πως οι κυβερνήσεις θα έπρεπε να εστιάζουν περισσότερο σε πιο ρεαλιστικές πρακτικές, που στόχο θα έχουν την επίλυση προβλημάτων μέσω της χρήσης του διαδικτύου.
Για παράδειγμα, οι εκλογές θα μπορούσαν να διεξάγονται διαδικτυακά. Έτσι, θα εξοικονομούσαν χρόνο, χρήμα και παράλληλα θα προστάτευαν και το περιβάλλον. Η μετριασμένη και ορθή χρήση του διαδικτύου μπορεί να επιφέρει γόνιμους καρπούς και αυτό φαίνεται ήδη από το γεγονός ότι πολλοί νέοι κερδίζουν τα προς το ζην μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θέτοντας ταυτόχρονα ψηλά τον πήχη των προτεραιοτήτων τους σε θέματα όπως η αποταμίευση.
Συνοψίζοντας είναι σημαντικό να ειπωθεί πως η γενιά Gen Z δεν αδιαφορεί για την πολιτική ζωή καθώς αναπτύσσει εξώδικο ρεπερτόριο δράσης έχοντας ανησυχίες για τις μελλοντικές εξελίξεις και προβληματισμό περί του θέματος της πανδημίας. Αναμφίβολα είναι μία γενιά που σπαταλά πολλές ώρες στο διαδίκτυο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν διαθέτει κριτική σκέψη. Απλώς, ο έντονος βομβαρδισμός πληροφορίας και το γενικότερο αίσθημα δυσπιστίας που εκφράζεται έναντι των θεμελιωδών θεσμών των σύγχρονων κοινωνιών αλλά και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, την έχει αποπροσανατολίσει και πολλές φορές βαλτώσει.
Είναι λοιπόν λογικό, οι παλαιότερες γενιές να περιμένουν από τους νέους την αλλαγή. Όμως θεωρώ, ότι θα πρέπει να τους δοθεί ο κατάλληλος χώρος και χρόνος για να μπορέσoυν να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα, τη φαντασία, την έμπνευση και δημιουργικότητα που κυλά στις φλέβες τους. Οι στερήσεις που έζησαν, πιστεύω ότι θα τους πεισμώσουν να κατακτήσουν το μέλλον για να συνεχιστεί η αέναη πολιτικό- κοινωνική διαδοχή, δίνοντας τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά.
Συντάκτης: Πέννυ Ζωιτάκη