Πριν από σχεδόν επτά δεκαετίες, άρχισαν να χτίζονται και επίσημα τα θεμέλια μιας από τις μεγαλύτερες πολιτικές και οικονομικές οντότητες στον κόσμο. Οι συνθήκες την εποχή εκείνη ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές που επικρατούν σήμερα. Τα κράτη της “γηραιάς” ηπείρου, θέλοντας να αποφύγουν τα λάθη του παρελθόντος και να αποτρέψουν μια νέα πολεμική σύγκρουση, προχωρούν στην υπογραφή της γενεσιουργού συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα Και Χάλυβα (ΕΚΑΧ). Σαν σήμερα, στις 18 Απριλίου του 1951, έξι ευρωπαϊκά κράτη δημιουργούν την πρώτη κοινότητα της ηπείρου, τον πρόγονο της μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η Ευρώπη αποτέλεσε το πεδίο δεκάδων πολεμικών συγκρούσεων. Μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου, το 1945, άρχισαν σταδιακά οι πρώτες σκέψεις για μια ενοποιημένη Ευρώπη. Η ενότητα μεταξύ των κρατών θεωρήθηκε από πολλούς ως η μοναδική λύση για την πρόληψη μελλοντικών πολεμικών συγκρούσεων, αλλά και για την αποφυγή ακραίων εθνικιστικών φαινομένων, όπως αυτών που οδήγησαν στον τελευταίο Παγκόσμιο πόλεμο. Ένας από τους πυροδότες αυτης της ιδέας ήταν και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος μέσα από ομιλία του στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης έδωσε το έναυσμα για την δημιουργία μιας ευρωπαϊκής οικογένειας. Όπως είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο Άγγλος πολιτικός: “Υπάρχει φάρμακο, το οποίο αν υιοθετηθεί γενικά και αυτομάτως από την μεγάλη πλειοψηφία του λαού κάθε (ευρωπαϊκής) χώρας θα ήταν δυνατόν, κατά τρόπον θαυματουργό σχεδόν, να μεταβάλει όλο το σκηνικό και μέσα σε λίγα χρόνια να μεταβάλει την Ευρώπη ή το μεγαλύτερο μέρος της σε τόπο ελευθερίας και ευτυχίας ισάξιο της σημερινής Ελβετίας. Ποιο είναι το θαυματουργό φάρμακο; Θα πρέπει να δημιουργήσουμε ένα είδος Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Μόνο έτσι εκατοντάδες εκατομμύρια θα είναι σε θέση να ατενίσουν με ελπίδα τις αξίες οι οποίες καθιστούν τη ζωή άξια του να ζει κανείς”.
Οι σκέψεις αυτές άρχισαν να εντύνονται με τους τριγμούς που υπήρχαν, το ίδιο διάστημα, στις Γαλλογερμανικές σχέσεις. Ανάμεσα στα δύο κράτη, ήδη από τον μεσοπόλεμο, υπήρχαν συγκρούσεις σχετικά με τον έλεγχο των κοιλάδων των Σααρ και Ρουρ. Οι γερμανικές αυτές περιοχές ήταν από τις πλουσιότερες και παραγωγικότερες ανθρακοφόρες εκτάσεις της Ευρώπης. Ωστόσο, μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κοιλάδες των Σααρ και Ρουρ πέρασαν στην διαχείριση, κυρίως, της Γαλλίας ως εχέγγυα για την αποπληρωμή των μεταπολεμικών αποζημιώσεων. Η Γαλλία συνέχισε να ελέγχει τα ανθρακορυχία των συγκεκριμένων περιοχών μέχρι το 1935, όταν και επαναπροσαρτήθηκαν στην Γερμανία έπειτα από δημοψήφισμα. Όμως, μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου πολέμου το σχέδιο αυτό επαναλήφθηκε, στο πλαίσιο του καθεστώτος των πολεμικών επανορθώσεων, με την Γαλλία να παίρνει ουσιαστικά και πάλι τον έλεγχο των πλούσιων σε άνθρακα περιοχών.
Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία επιθυμούσε την επανάκτηση της πλήρους εδαφικής της κυριαρχίας. Ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας, Κόνραντ Αντενάουερ, ήταν υπέρμαχος μιας γαλλογερμανικής συνεργασίας, μέσα από την οποία η βαριά βιομηχανία και τον δύο κρατών θα ενωνόταν. Δεν στάθηκε, όμως, μόνο σε αυτό. Πρακτικά, ο Οργανισμός Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας, αλλά και το Συμβούλιο της Ευρώπης απέδειξαν ότι δεν μπορούν να λύσουν τα γαλλογερμανικά ζητήματα. Έτσι, ο Αντενάουερ υποστήριξε τη δημιουργία ενός υπερεθνικού οργανισμού, ο οποίος θα αναλάμβανε τον έλεγχο των περιοχών τόσο των βιομηχανιών, όσο και των ανθρακορυχείων της Γερμανίας, της Γαλλίας, αλλά και του Βελγίου. Ο γερμανός καγκελάριος θεωρούσε πως αυτές οι ενέργειες ήταν ικανές να επιλύσουν με ειρηνικό τρόπο τα προβλήματα ανάμεσα στις δύο γείτονες χώρες και να εξασφαλίσουν την ομόνοια στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Τις απόψεις αυτές φαίνεται να εστερνιζόταν και η γαλλική πλευρά. Τόσο ο ανώτατος σύμβουλος της γαλλικής κυβέρνησης, Ζαν Μονέ, όσο και Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Ρόμπερτ Σουμαν, θεωρούσαν πως μια οικονομική ολοκλήρωση μεταξύ των κρατών θα ήταν ικανή να οδηγήσει και σε μια πολιτική ολοκλήρωση, δυσκολεύοντας έτσι την δημιουργία μιας νέας γαλλογερμανικής σύγκρουσης. Έτσι, λοιπόν, στις 9 Μαΐου του 1950 άνοιξε το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την δημοσιοποίηση της διακήρυξης Σουμαν. Στόχοι της διακήρυξης αυτής ήταν να τεθεί το σύνολο της γαλλογερμανικής βιομηχανίας υπό μια κοινή αρχή, αλλά και η δημιουργία των βάσεων μιας ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στις 3 Ιουνίου του ίδιου έτους, η διακήρυξη αυτή έγινε αποδεκτή από την Γερμανία, την Ιταλία και τις χώρες της BENELUX (Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο), με την Βρετανία να την απορρίπτει. Λίγες μέρες αργότερα, στις 20 Ιουνίου του 1950, ξεκίνησαν και οι διαπραγματεύσεις, με τους εκπροσώπους και των έξι κρατών να κάθονται στο ίδιο τραπέζι στο Παρίσι.
Τελικά, η ιδρυτική συμφωνία της ΕΚΑΧ υπογράφηκε στο Παρίσι έναν χρόνο αργότερο, στις 18 Απριλίου του 1951. Την συμφωνία υπέγραψαν εκπροσωπώντας κάθε κράτος οι Ρόμπερτ Σούμαν (Γαλλία), ο Κονραντ Αντενάουερ (Γερμανία), οι Πολ βαν Ζιλαντ και Τζοζεφ Μερις (Βέλγιο), ο κόμης Κάρλο Σφόρτσα (Ιταλία), ο Γιοζεφ Μπεκ (Λουξεμβούργο) και οι Ντιρκ Στίκερ και Γιαν Βαν Ντεν Μπρινκ (Κάτω Χώρες). Όπως αναφέρει και η διακήρυξη της 9ης Μαΐου 1950 του Ρομπερτ Σούμαν “η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί δια μιας, ούτε σε ένα συνολικό οικοδόμημα: θα διαμορφωθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που θα δημιουργήσουν πρώτα μια πραγματική αλληλεγγύη. Η συγκέντρωση των ευρωπαϊκών εθνών απαιτεί να εξαλειφθεί η μακραίωνη αντίθεση της Γαλλίας και της Γερμανίας: η δράση που θα αναλάβουμε πρέπει να αφορά κατά πρώτο λόγο τη Γαλλία και τη Γερμανία. Για το σκοπό αυτό η γαλλική κυβέρνηση προτείνει την άμεση δράση σε ένα περιορισμένο αλλά αποφασιστικό σημείο”. Εν τέλει, η συμφωνία τέθηκε σε εφαρμογή έναν χρόνο αργότερα, στις 24 Ιουλίου του 1952, και θα είχε ισχύ για τα επόμενα 50 χρόνια.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50 μέχρι σήμερα, η ευρωπαϊκή κοινότητα πέρασε από αρκετά στάδια για να φτάσει στην σημερινή της μορφή. Ξεκινώντας από 6 ιδρυτικά κράτη-μέλη με στόχο τον έλεγχο των βιομηχανιών άνθρακα και την πρόληψη μελλοντικών συγκρούσεων, πλέον η Ευρωπαϊκή Ένωση αριθμεί 27 μέλη λαμβάνοντας αποφάσεις τόσο για τα ίδια τα κράτη, όσο και και για τους πολίτες των μελών της. Από την ελεύθερη μετακίνηση πολιτών και εμπορευμάτων χωρίς δασμούς μέχρι και την οικονομική ενίσχυση των μελών της για την δημιουργία υποδομών, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάφερε να πετύχει στόχους που παλαιότερα φάνταζαν μακρινοί.
Συντάκτης: Σάββας Ασικίδης