Έχει ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση για τις Γαλλικές εκλογές, τη στιγμή δηλαδή όπου ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν θα θέσει υποψηφιότητα για την επανεκλογή του. Μία ηγετική προσωπικότητα προσανατολισμένη στην επίτευξη στόχων, με αρκετές προκλήσεις, υψηλές προσδοκίες και ανάγκη για επιτυχία τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή πολιτική σκηνή. Και όλα αυτά σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον καθότι από τον Απρίλιο του 2017 έως και σήμερα υπήρξαν ποικίλες πολιτικές μετατοπίσεις. Τα ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με την πολιτική που θα ακολουθήσει, μετά την πιθανή επανεκλογή του, είναι αρκετά και είναι βέβαιο ότι η απάντηση αυτών αφορά συνολικά την Ευρώπη.
Από την εποχή της νίκης του επί της υποψήφιας του ακροδεξιού κόμματος Μαρίν Λεπέν, ο Μακρόν ήρθε αντιμέτωπος με ένα σημαντικό κύμα λαϊκής δυσαρέσκειας με το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» που συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς αρκετών Γάλλων που αισθάνονται μέχρι και σήμερα ότι παραμερίζονται με την τρέχουσα πολιτική διάρθρωση. Στη συνέχεια, κλήθηκε να διαχειριστεί ένα σοβαρό υγειονομικό ζήτημα εξαιτίας της πανδημίας με τη συνδρομή του σε διεθνείς προσπάθειες που αφορούσαν τη διασφάλιση της παγκόσμιας πρόσβασης στα εμβόλια, ενώ παράλληλα δεν δίστασε να συγκρουστεί με όσους εναντιώνονταν στον εμβολιασμό.
Ο Μακρόν κέρδισε την εκτίμηση από όσους δεν επιθυμούσαν να αντικρίσουν την ακροδεξιά εντός του Ελιζέ και εργάστηκε σκληρά ώστε να αποτελέσει το προπύργιο έναντι του αυξανόμενου κύματος του εθνικιστικού λαϊκισμού. Θα τον χαρακτήριζε κανείς ως έναν φιλελεύθερο ηγέτη σε ένα πολυδιάστατο στρατόπεδο. Και καθώς οι εξελίξεις στο διεθνές σύστημα προχωρούν ραγδαία αξίζει να δοθεί έμφαση στην εξωτερική πολιτική που ακολουθεί ο Γάλλος πρόεδρος διότι αυτή αποτελεί σήμα κατατεθέν της πενταετούς θητείας του.
Υπήρξαν πολλά ζητήματα την τελευταία αυτή πενταετία με επίκεντρο την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, τους χειρισμούς κρίσεων σε Μέση Ανατολή και Αφρική και πρόσφατα την Ουκρανία. Ο Μακρόν πραγματοποίησε υψηλού επιπέδου διπλωματικές παρεμβάσεις, που σίγουρα έφτασαν στο σημείο να κρίνονται φιλόδοξες. Με ένα είδος διαμεσολαβητικής διπλωματίας μικρών πιθανοτήτων στήριξε εξαιρετικά ενεργά τη μεταρρυθμιστική πολιτική της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και πίεσε ώστε να καταστεί η ΕΕ περισσότερο κυρίαρχη, ανεξάρτητη και ισχυρότερη σε ένα αυξανόμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Προσπάθησε να έχει τον ρόλο του βασικού θεματοφύλακα του ευρωπαϊκού πνεύματος και είναι από τους ελάχιστους ηγέτες που μιλάνε με πάθος για την Ευρώπη και συνέβαλλαν στη περαιτέρω εμβάθυνσή της στον πολιτικό και αμυντικό τομέα. Επίσης, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως στη σύνοδο του ΝΑΤΟ πριν από λίγες ημέρες ο Μακρόν παρουσίασε έναν χάρτη με τον οποίο ανέδειξε τη σημασία των στρατευμάτων της χώρας του και εξήγησε πως οι συμμαχικές χώρες δύνανται να βασίζονται στη Γαλλία και τις δυνατότητές της.
Ωστόσο, είναι σύνηθες φαινόμενο η εξωτερική πολιτική του Μακρόν να εγείρει ανάμικτα συναισθήματα και απορίες σε κάθε παρατηρητή. Αυτές οι φιλόδοξες προσπάθειες εναρμόνισης των γαλλικών και ευρωπαϊκών συμφερόντων δεν επέφεραν πάντοτε απτά αποτελέσματα. Ο αγώνας δηλαδή για την επίλυση κρίσεων όπως για παράδειγμα η ανάμειξη στη διένεξη μεταξύ Λιβάνου και Σαουδικής Αραβίας, η μακρόχρονη αντιτρομοκρατική αποστολή στην περιοχή της Δυτικής Αφρικής και πόσο μάλλον η διαμεσολάβηση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας δεν παρήγαγαν εύρωστα αποτελέσματα. Ειδικά όσον αφορά τη τελευταία περίπτωση, τη στιγμή που πολλοί Γάλλοι ευρωπαίοι υποστηρικτές ακολουθούν πολιτικές διατήρησης της ενότητας ο Μακρόν επιμένει σε μία αναθεωρημένη προσέγγιση με την Ρωσία και δεν φαίνεται να διστάζει να υπονομεύσει τις σχέσεις με τη Μόσχα.
Το στοιχείο που καθιστά αμφίσημη τη στρατηγική του Μακρόν δεν σχετίζεται τόσο με τους στόχους του αλλά περισσότερο με τα μέσα επιδίωξης αυτών. Για ορισμένους ο στρατηγικός στόχος της Γαλλίας ορίζεται από το τρίπτυχο ανεξαρτησία-αυτονομία-εθνικό συμφέρον, με τις «ευρωπαϊστικές» προτάσεις να αποτελούν το επικάλυμμα της εθνικής αναβάθμισης σε ευρωπαϊκό ή και ατλαντικό επίπεδο. Εντούτοις, μεγαλύτερη απορία προκαλεί ο τρόπος με τον οποίο διευθετεί τα διεθνή ζητήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις εστιάζει στην πολυμέρεια, άλλοτε ευνοεί διμερή ή ad hoc σχήματα και πιο σπάνια προχωρά μόνος του. Η προσδοκία του να λύσει μέχρι και εδραιωμένες συγκρούσεις έχουν προξενήσει στη κοινή γνώμη ανάμικτα συναισθήματα, με τους υποστηρικτές του να μιλούν για έναν αδίστακτο διαπραγματευτή με θράσος και ευελιξία και τους επικριτές του να κάνουν λόγο για υπεροψία και οπορτουνισμό.
Τα ερωτήματα λοιπόν σχετικά με την εξωτερική πολιτική που θα ακολουθήσει μετά την επανεκλογή του πληθαίνουν. Στο επίκεντρο των επιδιώξεων ο Γάλλος πρόεδρος φαίνεται να τείνει ευήκοον ους στο να θεωρηθεί η Ευρώπη ως σταθεροποιητική εναλλακτική σε έναν κόσμο διπολικό αλλά διασφαλίζοντας παράλληλα και τα γαλλικά συμφέροντα. Έχει μάλιστα μία πολύ καλή ευκαιρία -με την επικράτηση της προεδρίας στο Συμβούλιο της ΕΕ- να φέρει εις πέρας τους στόχους του και να αποδείξει στην Ευρώπη τις αξιοσημείωτες διαπραγματευτικές ικανότητες και την αξία της προσωποποιημένης εξωτερικής πολιτικής. Και καθώς μεγαλώνει το διακύβευμα για την επανεκλογή του, λόγω της αφοσίωσής του περισσότερο σε εξωτερικά ζητήματα παρά σε εσωτερικά, ανυψώνεται ολοένα και περισσότερο το ανάστημα της Γαλλίας και της ΕΕ στη παγκόσμια σκηνή.
Συντάκτης: Τσολακίδης Χαράλαμπος