Το τελευταίο διάστημα γίνεται αρκετή συζήτηση γύρω από το ζήτημα της «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα έχουν προκληθεί πολλές αντιπαραθέσεις επί του θέματος. Ιδιαίτερα μετά τις εξελίξεις του περασμένου έτους, κατά το οποίο εμφανίστηκαν νέες μεταβλητές, κάποιες από τις σταθερές του διεθνούς περιβάλλοντος έχουν την τάση διαφοροποίησης ή όπως θα υποστήριζαν αρκετοί ακολουθούν μία μετεξελικτική πορεία, τουλάχιστον για τη «Δύση».

Αρχικά, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως ο όρος «στρατηγική αυτονομία» δεν απολαμβάνει απήχησης από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Το κάθε κράτος -μέλος αντιλαμβάνεται τον όρο διαφορετικά επομένως διαφοροποιείται και από τις θέσεις των υπολοίπων. Υπάρχουν ποικίλες ερμηνείες λοιπόν για τη συζήτηση περί στρατηγικής αυτονομίας κάποιες εκ των οποίων αναφέρονται σε πολιτική αναγκαιότητα που πρέπει να επιδιώξει η Ευρωπαϊκή κοινότητα, ενώ κάποια άλλη σε μία ψευδαίσθηση που θα ήταν προτιμότερο να εγκαταλείψουμε. Υπάρχουν ωστόσο και πιο μετριοπαθείς στάσεις σε έναν όρο που δεν ακούγεται για πρώτη φορά στο περιβάλλον της ΕΕ. Η ανάγκη δηλαδή για μία Ευρώπη με κοινό όραμα και στρατηγική πάνω σε διάφορους τομείς και η αποφυγή αντιπαραθέσεων ανούσιου χαρακτήρα.

Όπως προαναφέρθηκε, η «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία» δεν συναντάται για πρώτη φορά στην ατζέντα της ΕΕ. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αφορούσε κυρίως την αμυντική βιομηχανία και εκτείνονταν σε γενικές γραμμές μέχρι τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Το Συμβούλιο χρησιμοποιούσε την έννοια τουλάχιστον από το 2013, όταν κύριο μέλημα αποτελούσε η ανάπτυξη της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας ώστε να ενισχυθεί η ικανότητα της ΕΕ και να καταστεί αξιόλογος εταίρος. Έκτοτε, οι συνθήκες έχουν μεταβληθεί αρκετά, αμβλύνοντας τις όποιες ανισορροπίες της παγκόσμιας σκηνής και ως εκ τούτου αναγκάζοντας την Ευρώπη σε σημαντική συρρίκνωση όσον αφορά τη βαρύτητά της διεθνώς.

Το παραπάνω αποδεικνύεται και από το γεγονός πως πριν από τρις δεκαετίες, για παράδειγμα, στην Ευρώπη αντιστοιχούσε περίπου το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πλούτου. Υπάρχει πρόβλεψη πως σε δύο δεκαετίες το ευρωπαϊκό ΑΕΠ δεν θα ξεπερνά το 10% του παγκόσμιου, ποσοστό μικρότερο από εκείνο που μάλλον φαίνεται ότι θα έχουν Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Αυτοί είναι μόνο κάποιοι από τους παράγοντες που καθιστούν τη στρατηγική αυτονομία πιο σημαντική από ποτέ.

Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας είναι εκείνος που έχει προκληθεί από την υγειονομική κρίση των τελευταίων ετών. Διότι, έχει αποκαλυφθεί ο ευάλωτος χαρακτήρας της Ευρώπης και πηγές όπως η επιστήμη, η τεχνολογία και το εμπόριο μετατρέπονται σταδιακά σε μέσα ισχύος στη διεθνή πολιτική σκηνή. Επομένως, γίνεται ξεκάθαρη η ανάγκη για ενίσχυση και άλλων πεδίων εκτός της ασφάλειας και της άμυνας με σκοπό την αέναη υπεράσπιση των συμφερόντων της ΕΕ.

Για πρώτη φορά, γίνεται προσπάθεια χαρτογράφησης πιθανών απειλών και προκλήσεων μέσα από ένα προσχέδιο, η λεγόμενη «Στρατηγική Πυξίδα», και έχει ως κύριο στόχο να αποτελέσει «το κοινό στρατηγικό όραμα για την ασφάλεια και την άμυνα της ΕΕ για τα επόμενα 5-10 χρόνια». Το τελικό αυτό έγγραφο πιθανόν να εγκριθεί μέσα στους επόμενους μήνες του τρέχοντος έτους, την περίοδο της γαλλικής προεδρίας στο Συμβούλιο της ΕΕ και αναφέρεται συγκεκριμένα στη κάλυψη των απειλών και των προκλήσεων ασφαλείας σε όλο το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο μπλοκ. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τη δήλωση του Γάλλου Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν ο οποίος κατέστησε σαφές πως αυτή η αμυντική συνεργασία δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως εναλλακτική λύση στο ΝΑΤΟ. Σίγουρα η συμφωνία AUKUS τροφοδότησε αυτή τη σκέψη. Αλλά δεν δύναται να χαρακτηρισθεί η «Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αυτονομία» εξ’ ολοκλήρου ως ένα αντίμετρο. Πρόκειται για μία ανάγκη που χρειάζεται να απαλλαχθεί από στερεότυπα, και έχει προκληθεί από το ελλιπές (γεω)πολιτικό βάρος της ΕΕ και την αδικαιολόγητη εξάρτηση από άλλους διεθνείς παίκτες όσον αφορά την ικανότητα και τη πολιτική λήψης αποφάσεων.

Συνεπώς, το σχέδιο για την στρατηγική αυτονομία τίθεται συμπληρωματικά ώστε να καλύψει κάποια από τα κενά των δράσεων διατλαντικών-παγκόσμιων οργανισμών (ΝΑΤΟ,ΟΗΕ) και να συνδράμει με σκοπό να ανακτήσει η ΕΕ τον σπουδαίο ρόλο της, που αποτελεί προαπαιτούμενο για τη δική της επιβίωση. Όλα αυτά δεν μπορούν προφανώς να αλλάξουν εν ριπή οφθαλμού καθώς πρόκειται για μία μακροπρόθεσμη διαδικασία. Τέτοιες επιχειρήσεις απαιτούν συνήθως την ομοφωνία η οποία είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο να συμβεί και σε αυτή τη περίπτωση. Αξίζει να προσθέσουμε ότι το σχέδιο προτείνει επίσης μία περισσότερο ευέλικτη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τον ίδιο λόγο ώστε να αναπτυχθεί εν τάχει η ανάπτυξη αυτής της δυνατότητας.

Η δυσκολία που συναντάται ως απόρροια της συζήτησης έγκειται στο γεγονός πως τα κράτη δεν έχουν την ίδια γεωγραφία και φυσικά ούτε τις ίδιες στρατηγικές αντιλήψεις. Ακόμη και αν τα κράτη-μέλη συμφωνούν πως αντιμετωπίζουν τον ίδιο κίνδυνο, η αντίληψη αυτού είναι αναπόφευκτα διαφοροποιημένη. Κρίνεται πρωτίστως πολύ σημαντική η εναρμόνιση της αντίληψης απειλών και κινδύνων προτού προβεί η ΕΕ στο τελικό στάδιο της «επιβολής» του. Όσο πιο σκληρός γίνεται ο κόσμος τόσο περισσότερο συναντάται η υποχρέωση να βασιζόμαστε στις δικές μας δυνατότητες με σκοπό τη διασφάλιση της επιβίωσης.

Συντάκτης: Τσολακίδης Χαράλαμπος