«Θέλημα Αλλάχ» αποκάλεσε ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν την πτώση της λίρας υπερασπιζόμενος την οικονομική πολιτική που ακολουθεί, με τον τουρκικό λαό να βιώνει την πείνα και τη στέρηση βασικών αγαθών. Είναι γεγονός ότι η χώρα βιώνει μια πρωτοφανή οικονομική κρίση με τον πρόεδρο της να πηγαίνει κόντρα στα οικονομικά δεδομένα, που παρουσιάζουν την τουρκική λίρα σε ελεύθερη πτώση συγκριτικά με το δολάριο και το ευρώ. Χαρακτηριστικά, το νόμισμα βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει βρεθεί σε όλη την ιστορία του.

   Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η τουρκική λίρα έχει χάσει περίπου το 40% της ισοτιμίας της έναντι του δολαρίου, με την υποτίμηση της να φτάνει στο 6,5%. Συγχρόνως, ο πληθωρισμός αγγίζει το 21% δυσχεραίνοντας την καθημερινότητα εκατομμυρίων πολιτών που πασχίζουν να εξασφαλίσουν τα αναγκαία για την επιβίωση τους. Μαρτυρίες ανθρώπων οι οποίοι εμφανίζονται συγκεντρωμένοι σε ατέλειωτες ουρές για μια φρατζόλα ψωμί, συγκλονίζουν. Ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου τάσσεται εναντίον της πολιτικής Ερντογάν και δηλώνει πως η άκρη του νήματος έχει χαθεί μιας και ο Τούρκος πρόεδρος αγνοεί ολοκληρωτικά τους ειδικούς. Πώς έφτασε λοιπόν η τουρκική οικονομία σε αυτό το σημείο;

     Στο παρελθόν, η οικονομική πολιτική Ερντογάν ήταν αυτή που τον οδήγησε στη νίκη, αφού ανέδειξε την μεσαία τάξη και η χώρα έγινε υπολογίσιμη οικονομική δύναμη. Έτσι, έγινε το σύμβολο της οικονομικής ανόρθωσης της χώρας γεγονός που τον κατέστησε αγαπητό από τον τουρκικό λαό. Η ομοιότητα της τότε οικονομικής πολιτικής του με αυτή που ακολουθεί τώρα, είναι η κυριαρχία των χαμηλών επιτοκίων τα οποία θεωρεί μέσο επίτευξης της οικονομικής ευημερίας. Αυτό όμως φαίνεται πως δεν ευδοκίμησε, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη την πανδημία που κατέστησε αδύνατη την ευόδωση των οικονομικών αυτών στόχων. Η ριψοκίνδυνη λοιπόν αυτή νομισματική πολιτική φαίνεται να αποτυγχάνει, με την εγχώρια οικονομία να κλυδωνίζεται.

   Η λύση στην οποία προέβη ο Τούρκος πρόεδρος είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50%. Με την υποτίμηση του νομίσματος, ο μηνιαίος κατώτατος μισθός αγγίζει τις 2.825 λίρες πόσο που ισούται με 186 δολάρια ή 160 ευρώ. Με την προαναφερθείσα αύξηση θα γίνει 4.250 λίρες, δηλαδή 275 δολάρια ή 240 ευρώ. Είναι όμως αρκετό αυτό το μέτρο; Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις της Metropoll, τα ποσοστά της αντιπολίτευσης βρίσκονται στο 39,5% έναντι του 40% της κυβέρνησης συνεργασίας του Ερντογάν. Ο πρόεδρος όμως δεν φαίνεται να πτοείται αφού εξακολουθεί να συνδέει την ανεπαρκή αλλά και καταστροφική νομισματική του πολιτική με τη θρησκεία. Σε πρόσφατη δήλωση του, εξήγησε πως η αύξηση του κατώτατου μισθού και η μείωση των επιτοκίων είναι μέτρα τα οποία περνάνε από το χέρι του αλλά σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό ανέφερε πως μόνο θεού θέλοντος θα μειωθεί.

    Δριμεία κριτική άσκησε και ο κορυφαίος επιχειρηματικός οργανισμός της Τουρκίας TÜSİAD υποστηρίζοντας ότι η πολιτική Ερντογάν θα αποτύχει, αλλά και η Capital Economics δήλωσε πως υπάρχει σοβαρός κίνδυνος επιβολής capital control στην τουρκική οικονομία. Τα παραπάνω ενδεχομένως επιβεβαιώνονται από την κίνηση της Κεντρικής Τράπεζας, η οποία προχώρησε στην πώληση δολαρίων ώστε να βάλει φρένο στην πτώση της λίρας. Είναι δεδομένο ότι η τωρινή κατάσταση έχει εξαθλιώσει τον τουρκικό λαό με τον πρόεδρό τους να  προωθεί αυτό που χαρακτηρίζει ένα νέο οικονομικό μοντέλο το οποίο θα στηρίξει την ανάπτυξη, τις εξαγωγές και τον δανεισμό. Αυτό το μοντέλο όμως πέρα από φιλόδοξο μπορεί να χαρακτηριστεί και παράτολμο, ίσως όμως να αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για την οικονομική πολιτική Ερντογάν…

   Αδιαμφισβήτητα, η υποτίμηση της τουρκικής λίρας αποτελεί μια δοκιμασία για την κυβέρνηση, μιας και η οικονομική «αιμορραγία» έχει επιφέρει πολιτική αστάθεια στη χώρα, δεδομένου ότι το νόμισμα αντικατοπτρίζει την ισχύ ενός κράτους. Συμπληρωματικά, αξίζει να σημειωθεί ότι ο κλονισμός της τουρκικής οικονομίας εγκυμονεί και διπλωματικούς κινδύνους όσον αφορά την τουρκική προκλητικότητα στις ελληνικές θάλασσες καθιστώντας τη νομισματική κρίση της Τουρκίας όχι μόνο οικονομική αλλά και στρατηγική υπόθεση.

Συντάκτρια: Σεμέλη Μπιθημήτρη